Ο μύθος και η Ιστορία
Θυμάμαι ακόμα την αγορά των βιβλίων της Τριλογίας του Θέμελη και την ξεχωριστή τους τοποθέτηση στη βιβλιοθήκη από τη μητέρα μου. Λίγα χρόνια αργότερα η ανάγνωσή τους από μεριάς μου θα ήταν αφορμή για ένα υπέροχο ταξίδι, τόσο αναγνωστικό όσο και ακαδημαϊκό. Η λογοτεχνία του Θέμελη στα παρόντα έργα δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη σχολή ή συνέχεια στη χώρα μας. Προφανώς και τα πρότυπά του ανάγονται σε άλλους Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Κουμανταρέας. Παρ’ όλα αυτά η Τριλογία αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα στον χώρο των σύγχρονων ελληνικών γραμμάτων καθώς λίγο πριν την αυγή του 20ού αιώνα οι ήρωές της εμφανίζονται στη ζωή μας κουβαλώντας ένα σημαντικό ελληνικό παρελθόν, ζητώντας από εμάς να το ξανακοιτάξουμε με μια κριτική ματιά.
Ξεχνούν πολύ πιο εύκολα σήμερα οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ευάλωτοι σε μια καθημερινότητα που καταβροχθίζει. Όσο αναβαθμίζουν τον καταναλωτισμό σε αξία και σε αρχή του δικού τους μικρόκοσμου, τόσο και οι ίδιοι γίνονται θύματα και αυτοκαταναλώνονται. Όσο αυτοκαταναλώνονται, τόσο περισσότερο η μνήμη πάει περίπατο, μαζί και η ταυτότητα και ο πολιτισμός της.
Τα παραπάνω λόγια του συγγραφέα είναι ενδεικτικά των απόψεων που εκφράζονται στο σύνολο των ιστορικών μυθιστορημάτων του. Η μνήμη, η οικοδόμηση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας και πάνω απ’ όλα η Παιδεία ήταν στοιχεία δικά του που τα υιοθετούσαν οι ήρωές του και στη συνέχεια μεταφέρονταν στο αναγνωστικό κοινό ως οι πιο σημαντικές αξίες για τον άνθρωπο. Άλλωστε, αν το παρόν βοηθά στην κατανόηση του παρελθόντος, το παρελθόν βοηθά στην εξήγηση του παρόντος. Αλλά ακόμα και αν το παρόν είναι φορτωμένο με το παρελθόν, κατά τον Leibniz κυοφορεί ταυτόχρονα και το μέλλον. Τόσο σημαντική είναι, λοιπόν, η Μνήμη και αυτό ακριβώς έρχεται να τονίσει η Τριλογία.
Οι ήρωές της εκπροσωπούν ένα ευρύ φάσμα του ελληνισμού, από τα παράλια της Μικράς Ασίας, στις παροικίες της Μαύρης Θάλασσας έως τη νέα αστική τάξη των Αθηνών. Ο χρόνος, επιλεγμένος συνειδητά, ξεκινά από τα τέλη του 18ου αιώνα και φτάνει λίγο πριν τη Δικτατορία του Μεταξά. Και γιατί αυτό; Ο Θέμελης υπήρξε προσεχτικός μελετητής και κριτικός αναγνώστης της Ιστορίας των παραπάνω χρόνων, σε θέματα που αφορούσαν τόσο την Ελλάδα όσο και άλλες χώρες σε επίπεδο κοινωνικό, οικονομικό αλλά και πολιτικό. Για τη συγγραφή της Τριλογίας βασίστηκε στην ιστορία της ιστοριογραφίας και στις ανανεωμένες σπουδές για τα έθνη και την εθνική ιδεολογία που έγιναν στη δεκαετία του 1980 και του 1990. Ο Χόμπσμπάουμ, η Τοντόροβα, ο Γκέλνερ, ο Καστοριάδης, ο Κιτρομηλίδης, ο Δημαράς, ο Τσουκαλάς, ο Ζακ Λε Γκοφ, και άλλοι πολλοί, βρίσκονται στα ράφια της βιβλιοθήκης του. Ήταν απαλλαγμένος από πατριδολατρικές φανφάρες, άξιος και πεπεισμένος θιασώτης του Διαφωτισμού και των ιδεών του. Χαρακτηρίστηκε ορθά ως ανανεωτής του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος, καθώς συνδύασε τηνσυναρπαστική δράση, την ποικιλία των πηγών και την πολύμορφη τοπιογραφία του με μια πικρή, πλην απολύτως στέρεη, αυτογνωσία, σύμφωνα με την Ελισάβετ Κοτζιά.
Με θέλγει όχι απλά ως η προσφυγή στην Ιστορία, αλλά ισοδύναμα η προσφυγή και σε εκείνη που δίπλα στην καθιερωμένη εκδοχή της χαρακτηρίστηκε από τον Michel de Cherteau ως το «καταπιεσμένο άλλο πρόσωπο της ιστορίας» και στο οποίο εντάσσει γεγονότα που αγνοήθηκαν ή υποεκτιμήθηκαν, συνειδητά ή συγκυριακά αποσιωπήθηκαν από την καταγραφή των ακαδημαϊκών ιστοριογράφων και τη συγκρότηση της δικής τους εκδοχής της Ιστορίας. […] Με θέλγει εκείνο το παρελθόν το οποίο μαζί με τα διακυβεύματα του ίσως να μην έχει κλείσει, και με τα πλοκάμια και τα γεννήματά του μας αγγίζει, μας επηρεάζει, μας αφορά στη σύγχρονη ζωή μας.
Τα λόγια του συγγραφέα έρχονται να υπενθυμίσουν τη διαχρονική αναγκαιότητα των ανθρώπων να μάθουν για το παρελθόν, έτσι ώστε να ερμηνεύσουν καλύτερα το παρόν τους. Το αινιγματικό μας σήμερα που έχει ανάγκη για απαντήσεις πολλές φορές μάς οδηγεί όχι στην Επιστήμη του Χρόνου, αλλά στη μυθοπλασία. Στόχος όμως της μυθοπλασίας οφείλει να είναι το πρόσχημα για τη γνώση της Ιστορίας. Μια καλή αφορμή και επιβεβαίωση είναι και η Τριλογία.
Είκοσι χρόνια μετά αποτελεί ακόμα έργο-σταθμό. Η ιστορία που πραγματεύτηκε είχε να κάνει γύρω από ευκαιρίες που χάθηκαν και ελπίδες που έμειναν ανεκπλήρωτες. Η αφηγηματογραφία του Θέμελη υπηρέτησε πρωτίστως την Ιστορία έναντι του μύθου. Ο Μαρωνίτης χαρακτήρισε τη γραφή του ως «φιλίστορα αφηγηματογραφία» που μας επιτρέπει να ακουμπήσουμε στο ιστορικό σώμα της Νεότερης Ελλάδας.
Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε μια άλλη ματιά στο παρελθόν, ώστε να τη φέρει στο παρόν και σε αυτό να δώσει ένα ιστορικό βάρος, ενδεχομένως διαφορετικό, από αυτό που έχει εντυπωθεί στην συλλογική μας μνήμη. Στόχος του ήταν να ερεθίσει τον αναγνώστη να ξανασκεφτεί κάποια πράγματα. Άλλωστε, οποιοδήποτε έργο της Ιστορίας, συμπεριλαμβάνοντας και το Ιστορικό Μυθιστόρημα, έχει ως στόχο ένα ιδεολογικό μήνυμα για το παρόν, και κυρίως έχει την ευκαιρία να ασχοληθεί με ένα ζήτημα, τόσο πολιτικό όσο και κοινωνικό, από χρονική απόσταση.
Ίσως η νέα ανάγνωση που επιχειρείται με την επανέκδοση του έργου να λύσει και ορισμένα ακόμη ερωτήματα: Το έργο τελικά αποτελεί έναν αντικειμενικό ιστορικό διαμεσολαβητή; Ή κάθε ιστορική αναφορά είναι στην ουσία μια επανάληψη; Λέμε δηλαδή για δεύτερη φορά κάτι που ήδη γνωρίζουμε; Αλλά πόσο ευεπίφορο ερμηνειών μπορεί να είναι κάτι τη δεύτερη φορά;
Ρόλος της Ιστορίας είναι να θέτει ερωτήματα, αλλά να μην απαντά με υποθετικό τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, η Τριλογία μπορούμε να πούμε ότι θέτει το παρακάτω (με τα λόγια του συγγραφέα) καίριο ερώτημα: «Πώς θα ήταν ο κόσμος αν μπορούσε να διαβλέψει από τα πριν τις διαψεύσεις του;»
Και νομίζω ότι είναι ένα μεγάλο στοίχημα που έθεσε ο Θέμελης για όλες τις αναγνωστικές γενιές.