Ο νόμος ως όπλο

L
Νίκος Ψαρρός

Ο νόμος ως όπλο

Με την αντιπαράθεση του Θρασύμαχου με τον Σωκράτη σχετικά με τη φύση του δικαίου και του νόμου στον πλατωνικό διάλογο «Πολιτεία», καταγράφονται με σαφήνεια για πρώτη φορά οι δύο κυριαρχούσες απόψεις επάνω σε αυτό το θέμα. Κατά τον Σωκράτη το δίκαιο είναι ένα κοινό αγαθό και αφορά όλους τους ανθρώπους που ζουν κάτω από την εξουσία μιας πολιτικής αρχής, ενώ ο Θρασύμαχος θεωρεί το δίκαιο, και κατ’ επέκτασιν τον νόμο που απορρέει από αυτό, ως ένα όπλο με το οποίο ο άρχων επιβάλλει την ισχύ του και τη θέλησή του ενάντια σε όποιον τού αντιτίθεται. Ο Σωκράτης απέδειξε κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσής του με τον Θρασύμαχο ότι η άποψή του είναι αντιφατική και ως εκ τούτου δεν εκφράζει τη φύση του δικαίου και του νόμου. Η περαιτέρω εξέλιξη τόσο του δικαίου όσο και της φιλοσοφικής θεώρησής του ενίσχυσε τη σωκρατική θέση και σήμερα απαιτούμε από το δίκαιο και τον νόμο να είναι αμερόληπτοι, μη προσωποποιημένοι, γενικά διατυπωμένοι και να αποσκοπούν στην τακτοποίηση και ειρήνευση της κοινωνικής ζωής και όχι στην ενίσχυση ανισοτήτων και στην κλιμάκωση αντιπαραθέσεων. Αυτή είναι και η πεμπτουσία της φύσης αυτού που αποκαλούμε Κράτος Δικαίου.

Όμως η θρασυμαχική θεώρηση του δικαίου και του νόμου ως εργαλείων επιβολής ισχύος και επίτευξης επιμέρους στόχων είναι ακόμα ζωντανή και βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη σκέψη. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τη γενική και ιστορική της έκφραση που εκπροσωπείται από συνθήματα όπως «Επανάσταση που επικρατεί δημιουργεί δίκαιο» ή, το πιο οικείο, «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», αλλά με την ειδική μορφή που έχει πάρει στην καθημερινή ζωή της σύγχρονης Ελλάδας. Ο νεοέλληνας μαθαίνει από τα γεννοφάσκια του ότι ο κύριος λόγος για την τήρηση του νόμου είναι «για να μην δώσει δικαιώματα» σε άλλους να τον κατηγορήσουν. Στην καθημερινή του ζωή επιστρατεύει τα δικαιώματά του και τον νόμο για να επιβάλει και να προωθήσει τα ενδιαφέροντά του ή για να απωθήσει νομικές επιθέσεις από άλλους — με πιο γνωστό παράδειγμα τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Πολλοί από τους συμπολίτες μας ενδιαφέρονται ελάχιστα για τις διατάξεις του όταν οι ίδιοι οδηγούν, μεταβάλλονται όμως σε ειδήμονες όταν εμπλακούν σε τροχαίο ατύχημα προκειμένου να ρίξουν την ευθύνη στον άλλο εμπλεκόμενο.

Θα ήταν παράξενο εάν αυτή η θρασυμαχική στάση των πολιτών απέναντι στο δίκαιο και τον νόμο δεν αποτυπωνόταν και στη συμπεριφορά της επίσημης πολιτείας και των λειτουργών της. Προφανώς εκπληρούν οι νόμοι του Ελληνικού Κράτους διαχρονικά τα τυπικά κριτήρια του Κράτους Δικαίου – ακόμα και οι κατά καιρούς δικτάτορες δεν τόλμησαν να παραβούν αυτές τις αρχές. Όμως η βαθιά ριζωμένη νοοτροπία της χρήσης του νόμου ως όπλου εκ μέρους της πολιτείας δείχνει το τρομακτικό πρόσωπό της όταν έρχεται η ώρα της εφαρμογής όλων αυτών των λίγο ώς πολύ σοφά δομημένων νόμων. Εκεί ξαφνικά ο τρόπος και ο χρόνος της εφαρμογής τους επαφίεται στην κρίση και τη διακριτική ευχέρεια των διαφόρων επιπέδων της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία ασκεί αυτό το δικαίωμα που της δίνει ο ίδιος ο καταστατικός νόμος του κράτους, δηλαδή το σύνταγμα, με γνώμονα τη βραχυπρόθεσμη πολιτική αντιμετώπιση των καθημερινών της προβλημάτων.

Επ’ ευκαιρία της πρόσφατης καταστροφής, ας πάρουμε για παράδειγμα τη χωροταξική διαμόρφωση της ανατολικής Αττικής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις κατά μήκος της ακτής μετατράπηκαν σε οικόπεδα προς δόμηση. Οι εκτάσεις αυτές βρίσκονταν εκτός της περιοχής των τότε υφισταμένων οικισμών, δηλαδή «εκτός σχεδίου», κάτι που σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους δεν απαγόρευε τη δόμηση αλλά την έθετε υπό περιορισμούς. Έτσι, η μετατροπή των αγροτικών εκτάσεων σε οικιστικές όχι μόνον επετράπη αλλά και προωθήθηκε από την πολιτεία, με την υπόσχεση μάλιστα να εξισωθούν οικιστικά αυτές οι περιοχές, δηλαδή να ενταχθούν «στο σχέδιο». Σε αυτό το σημείο έγινε αισθητή η μετατροπή του νόμου από εργαλείο δημιουργίας τάξης σε όργανο επιβολής ισχύος. Γιατί η επέκταση του σχεδίου πόλεως των οικισμών της ανατολικής Αττικής δεν έγινε με οργανωμένο τρόπο αλλά κατά το δοκούν των εκάστοτε αρμοδίων υπουργείων και των παραγόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης, με κριτήρια που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον ως αδιαφανή και ως υπηρετούντα επιμέρους ενδιαφέροντα διαφόρων τοπικών παραγόντων. Έτσι σήμερα, σχεδόν δύο γενεές μετά την εγκατάσταση των πρώτων οικιστών που μετέτρεψαν αμπέλια, βοσκότοπους και χέρσες εκτάσεις σε σπίτια, κήπους και δεντροφυτεμένες αυλές (δυστυχώς με το πεύκο ως επικρατούν είδος δέντρου γιατί φυσικά δεν υπήρξε ποτέ καθοδήγηση από εντεταλμένους γεωπόνους), η περιοχή βρίσκεται ακόμα σε καθεστώς οικιστικής αναρχίας και αυθαιρεσίας, φαινόμενα που φυσικά δεν πηγάζουν από την κακή βούληση και την παραβατική πρόθεση των κατοίκων, από τους οποίους ένα μεγάλο μέρος διαμένουν πλέον μόνιμα στην περιοχή, αλλά από την άρνηση της πολιτείας να χρησιμοποιήσει τους νόμους που η ίδια έχει θεσπίσει για να δημιουργήσει μια οικιστική τάξη που θα υπηρετεί και τα νόμιμα δικαιώματα των οικιστών και τις απαιτήσεις μιας μοντέρνας και συμβατής με τα σημερινά επιστημονικά στάνταρ χωροταξίας των οικισμών. Το ότι αυτό συνεπάγεται ένα τίμημα, ίσως σε γη, ίσως σε χρήμα, για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, τη διευθέτηση της ρυμοτομίας και τη διάπλαση της ακτογραμμής είναι γνωστό και ήταν ήδη μέρος της αρχικής συμφωνίας μεταξύ πολιτείας και πρώτων οικιστών – που, όπως είπαμε, έχει συναφθεί εδώ και δυο γενιές, ενός συμβολαίου που η πολιτεία αρνείται να εκπληρώσει κατά το γράμμα και το πνεύμα του. Και φυσικά όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο δύσκολο γίνεται να επέλθει αυτή η τάξη και τόσο πιο αυθαίρετη και εργαλειακή γίνεται η εφαρμογή του νόμου…

Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν έγκειται στην τυπική και ουσιαστική αρτιότητα των νόμων αλλά στη θρασυμαχική νοοτροπία της εργαλειοποίησης της εφαρμογής τους. Πρέπει τόσο οι πολίτες όσο και οι κυβερνώντες να καταλάβουν ότι ο σκοπός της εκτελεστικής εξουσίας δεν είναι η εκτέλεση των σχεδίων των κυβερνώντων για τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής και κρατικής ουτοπίας, αλλά η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Και αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων και την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η πολιτεία απέναντι στους κατοίκους της χώρας και τους πολίτες όταν επέτρεπε στους προγόνους τους να επενδύσουν τις οικονομίες τους και να αξιοποιήσουν χέρσες περιοχές.

Η νοοτροπία της χρήσης του νόμου ως όπλου πρέπει να αλλάξει. Και για να επιτευχθεί αυτό δεν αρκεί η αφαίρεση των ροπαλοφόρων Ηρακλέων από το παλιό βασιλικό εθνόσημο.