Ο παλιός είν’ αλλιώς
Οι εξετάσεις για την απόκτηση διπλώματος οδηγού ταξί απαιτούσαν τη μελέτη ενός φυλλαδίου το οποίο έπρεπε αμέσως μετά να ξεχάσεις — για το καλό το δικό σου και των επιβατών σου. Για την ύλη των εξετάσεων, ο χρόνος είχε σταματήσει πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου, αν κρίνουμε από την καταπληκτική ερώτηση: «Πού βρίσκεται η πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας;» Όταν τη διάβασα, θεώρησα ότι πρόκειται για λάθος — αλλά, προχωρώντας παρακάτω στην ερώτηση: «Πώς πάμε από το Ανατολικό Αεροδρόμιο στο λιμάνι του Πειραιά;», άρχισα να πιστεύω ότι το ημερολόγιο έδειχνε το πολύ 1988 και έπρεπε να κοιμηθώ νωρίς γιατί είχα σχολείο αύριο και γράφαμε και Μαθηματικά. Σύμφωνα με την εξεταστέα ύλη, δεν υπήρχε Αττική Οδός, Μετρό ή αεροδρόμιο στα Σπάτα, ούτε καν σε μακέτο. Η Διονυσίου Αρεοπαγίτου φυσικά και δεν ήταν πεζόδρομος, μπορούσες άνετα να τη διαβείς θερίζοντας ό,τι έβρισκες στο διάβα σου, το ίδιο και η Ερμού, ενώ η Φιλοθέη και η Βούλα ήταν κοινότητες για τις οποίες ίσχυε διπλή ταρίφα ακόμη και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτά καλούνταν να μάθει κάποιος που ήθελε να οδηγήσει ταξί σε μια τουριστική μεγαλούπολη. Με αυτές λοιπόν τις πολύτιμες πληροφορίες, που αν τις ακολουθήσεις πιστά σε μαζεύει στην καλύτερη περίπτωση η τροχαία και στη χειρότερη σε κλείνουν στο Μαρκομιχελάκειο, βγαίνεις στους άναρχους δρόμους της Αθήνας. Με πιστό φίλο τον πλοηγό (αυτά είναι του διαβόλου, σύμφωνα με την ύλη — αλλά τι να γίνει, ενέδωσα) κάνεις τα πρώτα δειλά βήματα. Διότι, αν περιμένεις να πάρεις απάντηση από συνάδελφο, άσ’ το, θα συνεχίσεις να τριγυρνάς στα στενά της πόλης σαν την Αστέρω.
Αυτό που σίγουρα μπορούν να σου μάθουν οι συνάδελφοι είναι κόλπα με το ταξίμετρο για να κρύβεις έσοδα. Την πρώτη φορά που είχα συνάδελφο για επιβάτη, πριν μου πει καλημέρα, με επέπληξε επειδή έβαλα το ταξίμετρο να γράφει:
«Κοντά πάω, κοπελιά, τι τον βάζεις τον διάολο;»
«Και πώς θα ξέρω πόσο κόστισε η διαδρομή, θα σας πω ένα νούμερο στην τύχη;»
«Η ελάχιστη θα είναι, σ’ το λέω εγώ, είμαι τριάντα πέντε χρόνια στο τιμόνι. Να μην το βάζεις έτσι για κοντά».
«Και πώς θα βγει η απόδειξη;»
Ο συνάδελφος-επιβάτης κοκκίνισε και γούρλωσε τα μάτια του λες και του είχα βρίσει τον άγιο Χριστόφορο:
«Απόδειξη;! Να, αυτά κάνετε εσείς οι καινούργιοι και θα μας κλείσουν μέσα!»
Αποφασισμένος να μου δείξει κόλπο για να μηδενίζω το ταξίμετρο χωρίς να εκδίδεται απόδειξη, αρχίζει να πατάει διάφορα κουμπιά.
«Μη! Σας είπα, δεν θέλω, σταματήστε να πειράζετε το ταξίμετρο!»
«Αφού δεν μπορείτε, ρε, γιατί βγαίνετε στους δρόμους;»
Ευτυχώς, υπήρξαν συνάδελφοι που ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν και να συμβουλεύσουν. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν ένας άλλος συνάδελφος-επιβάτης: ένας ηλικιωμένος κύριος, έμπειρος οδηγός ο ίδιος, πολύ γλυκός και ευγενικός, μου έδωσε συμβουλές για τους δρόμους, ποια διαδρομή είναι πιο σύντομη, ποιες είναι οι ώρες αιχμής σε κάθε περιοχή, τι να αποφεύγω, πώς να αντιδρώ σε διάφορες περιπτώσεις που μπορούσαν να μου τύχουν. Λίγο πριν τον αφήσω, μου λέει:
«Κάθε μέρα που θα ξεκινάς, να πλένεσαι και να ντύνεσαι σαν να πηγαίνεις στο γραφείο σου. Όταν θα λες καλημέρα στον πελάτη, να χαμογελάς. Πριν βγεις στον δρόμο, να φροντίζεις το αυτοκίνητο σου. Εκεί μέσα θα είσαι για ώρες και σε αυτόν τον χώρο θα δέχεσαι τους επιβάτες: να το ελέγχεις, να κοιτάζεις αν είναι καθαρό και να μην ξεχνάς τα τζάμια. Να έχεις πάντα καθαρά τζάμια — αυτά βλέπει κυρίως ο επιβάτης όταν είναι μέσα. Να οδηγείς γλυκά, κουβαλάς ανθρώπους, όχι εμπορεύματα. Έχεις την ευθύνη τους, να το θυμάσαι».
Να ’ναι καλά. Ελπίζω να τα θυμάμαι όλ’ αυτά, πράγματι.