Ο Πέτρος και ο μεγάλος διάπλους
Όσοι γνωρίζουν κάτι για την αρχαιοελληνική παρουσία στην Αδριατική μιλούν κυρίως για το Σπλιτ ως αρχαία Ασπάλαθο, το Χβαρ (Φάρο) των Παριανών και την Κόρτσουλα ή Μέλαινα Κόρκυρα. Ωστόσο, η πρώτη βεβαιωμένη αποικία στην περιοχή ήταν ένα μικρότερο νησί στα ανοιχτά της Δαλματίας. Λόγω της θέσης του, το Βις (Ίσσα) ήταν κοντά στα θαλάσσια περάσματα και για τον λόγο αυτό ο γύρω βυθός φιλοξενεί πολλά ναυάγια, διαφόρων εποχών. Ένα από τα πλοία ανήκε στον Ανδριώτη εφοπλιστή Τρικόγλου: το «Βασίλειος», που μετέφερε κάρβουνο στη Βενετία, έπεσε στα βράχια λόγω κακοκαιρίας τον Μάρτιο του 1939 και βυθίστηκε.
Φορτίο ορυκτών είχε φέρει στην Αδριατική και το άλλο ελληνικό πλοίο που ναυάγησε στις κροατικές ακτές στη σύγχρονη εποχή, 29 χρόνια μετά τον «Βασίλειο» (Ιανουάριος 1968). Ο «Πελταστής», αφού ξεφόρτωσε στη Ριέκα, επρόκειτο να φορτώσει ξυλεία στο κοντινό Γιούργεβο – ωστόσο, δεν πρόλαβε. Ο πανίσχυρος βοριάς, η κροατική μπούρα, τον έριξε στη βραχώδη ακτή του νησιού Κρκ. Μόνο τέσσερις άνθρωποι από το δωδεκαμελές πλήρωμα διασώθηκαν.
Τα δύο αυτά ναυάγια όπως και πάμπολλα άλλα αποτελούν πλέον τουριστικές ατραξιόν και διαφημίζονται κατάλληλα στους θιασώτες της καταδυτικής δράσης. Ωστόσο, ένα από τα διασημότερα ευρήματα του βυθού της Αδριατικής προέρχεται από το ναυάγιο ενός πλοίου που δεν βρέθηκε ποτέ. Το 1999, ένας Βέλγος δύτης ανακάλυψε τυχαία το άγαλμα ενός άντρα ανάμεσα στα βράχια. Η αρχαιολογική έρευνα έδειξε ότι το ταλαιπωρημένο αλλά σχεδόν ατόφιο έργο τέχνης απεικονίζει έναν αθλητή σε φυσικό μέγεθος, που καθαρίζει το σώμα του από χώμα και ιδρώτα. Παρόλο που η στλεγγίδα (όπως και το μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού) λείπουν από το γλυπτό, η ομοιότητα του ορειχάλκινου Αποξυομένου με παρόμοια έργα στο μοτίβο του Λυσίππου (Έλληνας του 4ου π.Χ. αιώνα) είναι χαρακτηριστική. Η επιμελής εργασία αρχαιολόγων και συντηρητών ανέδειξε την εξαιρετικά προσεγμένη απεικόνιση του αθλητή, την οποία οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να θαυμάσουν στο μουσείο που εγκαινιάστηκε το 2016 στο Λόσινι.
Το καταπράσινο τουριστικό νησί ανήκει στις Αψυρτίδες, ένα ιδιαίτερο αρχιπέλαγος που πήρε το όνομά του από τον αδελφό της Μήδειας, Άψυρτο. Το «μακρυνάρι» των κοντινών μεταξύ τους νησιών διασχίζεται από έναν κεντρικό οδικό άξονα, με μήκος γύρω στα 90 χιλιόμετρα – απόσταση που απαντάται μόνο σε πολύ μεγαλύτερης έκτασης νησιά, μεγέθους Λέσβου ή Ρόδου. Εκτός από επίμηκες, όμως, το νησιωτικό σύστημα Τσρες-Λόσινι είναι και αρθρωτό: το Τσρες χωρίζεται από το Λόσινι μέσω της διώρυγας του Όσορ. Επειδή πρόκειται για αρχαία κατασκευή (των Ρωμαίων), γι’ αυτό λογίζονται ως δύο χωριστά νησιά. Επιπλέον, το ίδιο το Λόσινι κόβεται σε δύο κομμάτια από ένα κανάλι της σύγχρονης εποχής. Ουσιαστικά, εδώ υπάρχουν τρία νησιά στη συσκευασία των δύο.
Παρόλο που η άκρη του Λόσινι είναι στα ανοιχτά –κάτι που εξηγεί το ναυάγιο του πιθανότατα διερχόμενου πλοίου που μετέφερε το άγαλμα–, η βόρεια άκρη των Αψυρτίδων είναι πολύ κοντά στη στεριά: το Τσρες χωρίζεται από την Ιστρία με έναν δίαυλο μόλις τριών μιλίων, που διασχίζεται από το φέρι σε ένα εικοσάλεπτο. Παρόλο που σήμερα υπάγονται στη Ριέκα και όχι στην Ιστρία, τα Τσρες και Λόσινι ήταν μέρος της ιταλικής επικράτειας έως το 1943 και είχαν επί αιώνες την ενετική επιρροή όλης της περιοχής.
Το όνομα του Τσρες (ιταλικά Cherso), που προέρχεται από το Χέρσος, δεν ήταν το μόνο ελληνικό στην περιοχή. Ο δήμος του Νόβιγκραντ (Cittanova) ονομάζει “Neapolis d.o.o.” τη δημοτική επιχείρηση στάθμευσης, αναφερόμενος στο αρχαίο όνομα της πόλης. Παρόλο που η περιοχή της Ιστρίας δεν ήταν άγνωστη στους αρχαίους μας προγόνους, δεν έχει ταυτοποιηθεί με βεβαιότητα κάποια ελληνική αποικία εκεί, σε αντίθεση με τη Δαλματία και άλλους τόπους στα νοτιότερα της Αδριατικής. Ωστόσο η Ιστρία, ως περιφέρεια της παρακείμενης Βενετίας, συμμετείχε σε έναν αντίστροφο «εποικισμό». Τον καιρό της Φραγκοκρατίας, και μέχρι την έλευση των Οθωμανών, τα νησιά των Κυκλάδων κατακτήθηκαν και διοικήθηκαν από Ενετούς ευγενείς.
Όποιος έχει την τύχη να επισκεφθεί την πανέμορφη ιστριακή καστρόπολη Μοτόβουν (Montona), αξίζει να ανέβει στην πάνω πλατεία και να θαυμάσει το καμπαναριό του Αγίου Στεφάνου. Η εντοιχισμένη πλάκα στον πύργο απεικονίζει το οικόσημο της οικογένειας Zeno – ένα μέλος της οποίας (Ιάκωβος), ως ποντεστά (δήμαρχος) της πόλης, ανέλαβε την επισκευή του τοπόσημου. Οι Zeno από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα εμφανίζονται και στο Αιγαίο, καθώς ο Πέτρος Ζένος έλαβε τα νησιά της Άνδρου και της Σύρου ως προίκα για τον γάμο του με την Πετρονίλλα Γρίσπου (Crispo).
Κι όταν η μεγάλη (και γνωστή κυρίως ως Σαμιώτισσα) Άλκη Ζέη επισκέφτηκε την Άνδρο, τόπο καταγωγής του πατέρα της (Ζήνων Ζέης), είπε ότι –σύμφωνα με έρευνες ιστορικών– το πατρικό επώνυμο μάλλον προέρχεται από τους δόγηδες. Παρόλο που υπάρχει και η εκδοχή της αρβανίτικης προέλευσης από το βορειοηπειρωτικό χωριό Zhej, η αναφορά τής προσφάτως εκλιπούσης συγγραφέως δείχνει περισσότερο βάσιμη: το επώνυμο Ζέης στην Άνδρο υπήρχε κυρίως στα Λάμυρα, χωριό με λατινογενή ή βυζαντινά ονόματα και αρκετά μακριά από την αλβανόφωνη ζώνη του Βορρά.
Από το ανεμοδαρμένο Αιγαίο στην Αδριατική της μπούρας και αντίστροφα: οι δυο κόσμοι είναι λιγότερο μακρινοί απ’ όσο νομίζαμε κάποτε. Τις χωρίζει, ή μάλλον τις ενώνει, ένας Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου (Ζένου) – ακριβέστερα: ένας συναρπαστικός, ατέρμονος αλλά συχνά περιπετειώδης, διάπλους.