Ο πόλεμος και η ζωή
Η Ολίβια, ο Τζακ και ο Τσάρλι ενηλικιώνονται σε δύσκολους καιρούς. Γιορτάζουν την πρώτη τους νιότη υπό τους ήχους βομβαρδισμών και αναγνωριστικών αεροπλάνων σε χαμηλές πτήσεις, και ξοδεύουν τα καλύτερά τους χρόνια μαθαίνοντας να υπηρετούν τις ένοπλες δυνάμεις και να επιβιώνουν. Τους συναντούμε την αυγή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι κάτοικοι του Λονδίνου στέλνουν τα παιδιά στην επαρχία για να σωθούν από τους βομβαρδισμούς των εχθρικών αεροσκαφών. Ο Τζακ υποχρεώνεται να αποχαιρετήσει τη μικρή αδελφή του Μπέτσι σε μια αποβάθρα γεμάτη κόσμο· δεν ξέρει πότε θα την ξαναδεί, δεν ξέρει πού να την αναζητήσει. Όταν χάνει τη μητέρα του σε βομβαρδισμό, δεν τον κρατάει τίποτα στην ισοπεδωμένη γειτονιά. Φτωχός, με πατέρα και αδελφό αγνοούμενους πολέμου, μπαρκάρει στο Εμπορικό Ναυτικό μαζί με τον καλύτερό του φίλο.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα η Ολίβια αποχαιρέτησε τη ζωή του Λονδίνου για την καθημερινότητα μιας αγροικίας στη Σκωτία. Για να προστατευτεί από την απότομη αλλαγή στο status της οικογένειας, θα ζήσει με τη θεία Νάνσι: μετά την επίταξη της έπαυλης, οι κήποι και το γήπεδο τένις μετατράπηκαν σε πεδία ασκήσεων, ενώ τα γυαλισμένα πατώματα λερώνονται συνεχώς από τις μπότες των αξιωματικών. Η καλομαθημένη Ολίβια ανακαλύπτει έναν καλύτερο, έναν ιδανικό εαυτό, ψαρεύοντας, κυνηγώντας και καλλιεργώντας λαχανικά — ένα σύμπαν μακριά από τη στερεοτυπική ανατροφή της.
Βγάζει το χέρι από το ανοιχτό παράθυρο. Πιο πέρα από τα δάχτυλά της, η ερημιά και το κενό μοιάζουν να συνεχίζονται στο άπειρο. Κλείνει τα μάτια. Το αεράκι τής σπρώχνει το χέρι, της δροσίζει το δέρμα, της φυσάει το πρόσωπο.
Ο Τσάρλι φαίνεται πως έχει εκπληρώσει τον στόχο της ζωής του. Είναι πιλότος τορπιλοπλάνου Swordfish, ο καλύτερος στον τορπιλισμό εχθρικών υποβρυχίων. Γνωρίζεται με την Ολίβια στο τρένο για το Ινβερνές. Η θεία Νάνσι είναι η νονά του πρόωρα ορφανού Τσάρλι και ενθαρρύνει τη συντροφιά των προστατευόμενών της όποτε ο πιλότος επιστρέφει με άδεια, διακρίνοντας ότι η Ολίβια και ο φιλόδοξος αεροπόρος ταιριάζουν. Ώσπου εμφανίζεται ο έρωτας στο πρόσωπο του Τζακ. Στο άγγιγμά του, η Ολίβια νιώθει κάτι πρωτόγνωρο. Ο γεροδεμένος ναύτης του Ορόρα με το σκοτεινό βλέμμα μένει στη σκέψη της τον πρώτο καιρό και αργότερα μαζί της στο σπιτάκι πάνω από τον κόλπο του Όλτμπι.
Ο Τζακ την κοιτάζει λες κι είναι το πιο ξεχωριστό πράγμα στον κόσμο. Το νερό πάει κι έρχεται από κάτω τους, πράσινο και ζωντανό, κι ο ήλιος καίει, κι εκείνη θα ’πρεπε να κάνει μεταβολή και να γυρίσει σπίτι, αλλά μόλις τώρα συνειδητοποιεί ότι ακόμα κρατιούνται από το χέρι.
Ο έρωτας, ορμητικός και βαθύς, θα φέρει τη ρήξη ανάμεσα στη λαίδη Ολίβια Μπόουμαν και τους αγαπημένους της. Ο Τζακ ανήκει στην κατώτερη τάξη — αμόρφωτος, φτωχός, πρακτικά άστεγος και ναυτικός σε εμπορικό πλοίο, δεν φέρει τα διακριτικά της αριστοκρατίας. Όμως η Ολίβια θα χαράξει ένα μέλλον διαφορετικό από τις απαιτήσεις της τάξης της. Θα χειραφετηθεί, θα αφιερώσει τη ζωή της στην πατρίδα, θα κάνει υπομονή και θα ελπίζει όσο οι επιθέσεις του εχθρού κορυφώνονται. Όταν η νηοπομπή που μετέφερε προμήθειες στους Ρώσους βυθίζεται και το πλήρωμα του Ορόρα αγνοείται, έρχεται η ώρα να δοκιμαστεί η ψυχική δύναμη των ηρώων μας.
Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, όπως άλλωστε σε κάθε δύσκολη ιστορική περίοδο, μέσα από τις απώλειες και τις δοκιμασίες φανερώνεται η στόφα της ανθρώπινης φύσης και αξιολογείται η αντοχή της. Και η ντε Χάαν παραδίδει εδώ κάτι μεγαλύτερο από ένα ρομαντικό ιστορικό μυθιστόρημα: ανιχνεύει τη φιλία και τα όριά της με δοκιμές αντοχής υλικών όπως η υπομονή και η αφοσίωση.
Στην Άγρια Θάλασσα δεν πρωταγωνιστούν μόνο οι καλογραμμένοι «ζωντανοί» χαρακτήρες. Η συγγραφέας σέβεται τη λεπτομέρεια. Έμαθε τα πάντα για τα αεροσκάφη και τα πλοία της περιόδου και εξοικειώθηκε με τα χαρακτηριστικά τους όπως οι ήρωές της. Πάνω απ’ όλα όμως, γνωρίζει πώς να περιγράψει τη φύση. Στις σελίδες του μυθιστορήματός της το τοπίο περικλείει και υπερβαίνει τους ανθρώπους. Παράλληλα, η ταύτιση με τους ήρωες γίνεται εύκολη — νιώθουμε δίπλα τους όποτε αγναντεύουν τα πλοία στον κόλπο του Όλτμπι ή όταν ψαρεύουν στα νερά του.
Η άνοιξη αρχίζει να ζεσταίνει την ατμόσφαιρα και τρυφερά καινούργια φυλλαράκια ξετυλίγονται στα δέντρα, ενώ οι μέρες αρχίζουν να γίνονται πιο φωτεινές. Ψηλά στα βουνά, οι ερμίνες αρχίζουν να χάνουν το κρεμ χειμερινό τους τρίχωμα και οι μουσούδες και οι ράχες τους γίνονται ξανά καστανοκόκκινες. Κάπου καλεί ένας κούκος. Ο ήχος γεμίζει χαρά την ψυχή της Ολίβια. Σημαίνει πως έρχεται το καλοκαίρι. Ο άνεμος πνίγει τον θόρυβο της κίνησης στον δρόμο. Καθώς παλεύει ν’ απλώσει την μπουγάδα στο σκοινί μες στον αέρα, με τα σεντόνια να τινάζονται ψηλά και να κολλούν επάνω της, σχεδόν ξεχνάει γιατί βρίσκεται εδώ — κι ότι κάποτε δεν ήθελε να έρθει.
Διαβάζοντας το πρώτο μυθιστόρημα της δημοσιογράφου Βανέσα ντε Χάαν, έρχεται στον νου μας η ρήση του Ηράκλειτου, Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς. Η συμβολική εξουσία του πολέμου διαπερνά την ύπαρξη των ηρώων συντελώντας στην απομάκρυνση από την αγκαλιά της νεανικής φαντασίωσης και ανοίγοντας τον δρόμο για την αναμέτρηση με την πραγματικότητα. Για τους πρωταγωνιστές της Άγριας Θάλασσας ο πόλεμος είναι πράγματι πατέρας. Ένας αυστηρός πατριάρχης που απαιτεί αφοσίωση από τα παιδιά του χωρίς να δικαιολογεί αδυναμίες. Στερημένα από την πατρική παρουσία στην ανατροφή τους, τα τρία παιδιά πασχίζουν να ικανοποιήσουν αυτό το υποκατάστατο με απώτερο σκοπό να δραπετεύσουν σύντομα από τον ολοκληρωτισμό τής επιρροής του. Ωστόσο, επιβεβαιώνοντας τις ψυχαναλυτικές θεωρίες περί πατρότητας, του επιτρέπουν ακούσια να στιλβώσει την ατομική τους ταυτότητα όπως αυτή δομήθηκε μέσα στην άυλη μα πανταχού παρούσα a la guerre πατριαρχία.
Η Άγρια Θάλασσα είναι ένα αξιόλογο λογοτεχνικό ντεμπούτο γεμάτο εικόνες και έντονα συναισθήματα, και πιθανότατα με τις πιο εντυπωσιακές περιγραφές αερομαχίας που θα τύχει να διαβάσετε.