Ο πραγματικός πατριωτισμός είναι οικουμενικός

C
Δήμητρα Δότση

Ο πραγματικός πατριωτισμός είναι οικουμενικός

Ο Ντιέγκο Μαράνι (Diego Marani, Φεράρα, 1959), συγγραφέας, μεταφραστής, αρθρογράφος και στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, ειδικός σε θέματα πολυγλωσσίας, είναι η επιτομή της λέξης «ευρω-ενθουσιασμός». Ένας χειμαρρώδης Ιταλός που καταρρίπτει την αυστηρή στερεότυπη φιγούρα του ευρωκράτη, λατρεύει τις γλώσσες και έχει αφοσιωθεί ψυχή τε και πνεύματι στη διάδοση της πολυγλωσσίας και στην προώθηση του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Είναι μάλιστα και επινοητής της ευρωπάντο, μιας ευέλικτης γλώσσας που ξεκίνησε ως αστείο μεταξύ των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και η οποία «παντρεύει» τις πιο γνωστές λέξεις των βασικών γλωσσών της Ευρώπης σε ένα ιδιότυπο και διασκεδαστικό κράμα.

Ο Μαράνι ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 1994 και έγινε διεθνώς γνωστός χάρη στο εξαιρετικό μυθιστόρημά του Νέα Φινλανδική Γραμματική, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αιώρα. Ο ήρωας της Νέας Φινλανδικής Γραμματικής είναι ένας άνθρωπος χωρίς ταυτότητα και χωρίς μνήμη. Είναι ένας άγνωστος στρατιώτης, που μια νύχτα του 1943, στην Τεργέστη, τον περιμαζεύουν ημιθανή οι ναύτες ενός γερμανικού πλοίου. Ο γιατρός που τον αναλαμβάνει εικάζει ότι είναι Φινλανδός και προσπαθεί να ξυπνήσει τη χαμένη μνήμη του στρατιώτη προκειμένου να τον στείλει πίσω στην πατρίδα του. Όταν πλέον ο στρατιώτης φτάνει στο Ελσίνκι, κάνει απέλπιδες προσπάθειες να καλλιεργήσει το γλωσσικό του αίσθημα και να θυμηθεί την ταυτότητά του με τη βοήθεια ενός αινιγματικού εφημέριου και μιας νοσοκόμας, ώσπου μετά από πολύ κόπο ανακαλύπτει την αλήθεια. Η Νέα Φινλανδική Γραμματική πληροί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις του ορισμού περί κλασικού βιβλίου, όπως τον έδωσε ένας άλλος σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας, ο Ίταλο Καλβίνο: «Κλασικό δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεις — είναι ένα βιβλίο που ξαναδιαβάζεις».

Με την ευκαιρία της επίσκεψης του Ντιέγκο Μαράνι στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου, και στην Αθήνα, ο συγγραφέας παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη στον Amagi.

 

Δ.Δ.: Κατά πόσο η ύπαρξή μας εξαρτάται από τη γλώσσα που ακούμε από τη μέρα που ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο; Η μνήμη, οι ρίζες μας τι ρόλο διαδραματίζουν στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας; Με άλλα λόγια, τι είναι αυτό που καθορίζει την ταυτότητά μας;

Ντ.Μ.: Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που προσπαθώ να εξερευνήσω με τα βιβλία μου. Δεν έχω κάποια απάντηση. Ίσως τελικά αυτό που κάνω να είναι απλώς μια έρευνα. Θεωρώ όμως ότι η ταυτότητά μας δεν είναι αυτή που μας έμαθαν οι πατρίδες μας, δηλαδή ένα αποκλειστικό ανήκειν, δομημένο από έναν μύθο, μια γλώσσα, μια γεωγραφική επικράτεια. Η ταυτότητα είναι μια διαδικασία. Εμείς οι ίδιοι δεν παραμένουμε ίδιοι στην πορεία της ζωής μας. Η μνήμη και οι ρίζες διαδραματίζουν αναμφισβήτητα έναν σημαντικό ρόλο αλλά όχι αποκλειστικό. Συχνά αυτά που θεωρούμε ως μνήμη, ως ρίζες μας, δεν είναι δικά μας, αλλά αποτελούν μέρος του συλλογικού φαντασιακού της κοινότητας από την οποία προερχόμαστε. Η μνήμη είναι ένα φίλτρο και όχι ένας βέβαιος τόπος. Ο καθένας από εμάς βλέπει μέσα της αυτό που εκείνος θέλει. Μόνο εάν κάποιος είναι βέβαιος γι’ αυτό που είναι, μπορεί πιο ανοιχτά να κυνηγήσει το διαφορετικό, το «κάτι άλλο», χωρίς να τρομάζει, χωρίς να φοβάται πως θα χαθεί.

Δ.Δ.: Ο πρωταγωνιστής της Νέας Φινλανδικής Γραμματικής θα μπορούσε να είναι ένας σημερινός άνθρωπος που προσπαθεί να βρει την ύπαρξή του, την ταυτότητά του μέσα από το Facebook ή άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Ντ.Μ.: Θα μπορούσε να ήταν κι έτσι. Σήμερα είμαστε πιο ελεύθεροι. Από την εξουσία, από την περί πατρίδων μυθολογία, από την παραδοσιακή ηθική. Είμαστε όμως και πιο αποπροσανατολισμένοι. Τίποτε δεν έχει πάρει τη θέση εκείνων των αξιών που σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να θέτουμε τον εαυτό μας ως το κέντρο του κόσμου μας, να γινόμαστε αυτοαναφορικοί. Θριαμβεύει ο ατομικισμός, και η κοινότητα υπό την έννοια των δεσμών κατακερματίζεται. Υπάρχει μόνο στην εικονικότητα των social media. Δεν είμαστε οι ίδιοι στο Facebook και στην πραγματικότητα. Πλέον δεν μπορούμε να σχετιστούμε με τον άλλο όταν βρισκόμαστε ενώπιόν του.

Δ.Δ.: Εάν μια μέρα ξυπνούσατε και βρισκόσασταν στη θέση του πρωταγωνιστή σας που έχει χάσει τη γλώσσα του και τη μνήμη του, πώς θα τα καταφέρνατε; Ποια γλώσσα θα ασπαζόσασταν σε αυτή την καινούρια αρχή της ζωής σας;

Ντ.Μ.: Θα ήταν μια ωραία πρόκληση! Δεν θα μου έφτανε μία. Θα ήθελα να μιλάω όλες τις γλώσσες που δημιούργησαν την Ευρώπη, τις ρίζες του πολιτισμού και της παράδοσής μας: σλαβικές, ρομανικές, γερμανικές. Η Ευρώπη αποτελείται από διαφορετικούς επάλληλους κόσμους. Εάν δεν γνωρίζουμε τις γλώσσες-«μήτρα», τότε βλέπουμε μόνο ένα κομμάτι, το δικό μας. Εάν μπορούσα να ταξιδέψω με τη φαντασία μου, θα μου άρεσε να μιλάω μια γλώσσα ουσιώδη και περιεκτική, που με λίγα λόγια λέει πολλά. Δεν ξέρω όμως εάν υπάρχει. Θα έπρεπε ωστόσο να χτίσω και μια καινούρια μνήμη. Αυτό ίσως να ήταν το πιο δύσκολο εγχείρημα.

Δ.Δ.: Από το 1985 εργάζεστε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπου ασχολείστε με την πολιτική της πολυγλωσσίας. Έπειτα από περισσότερα από 30 χρόνια στις Βρυξέλλες, στο λίκνο της πολυγλωσσίας, πόσο Ιταλός εξακολουθείτε να αισθάνεστε;

Ντ.Μ.: Είμαι βαθύτατα Ιταλός, ίσως περισσότερο από ό,τι ήμουν όταν ζούσα στην Ιταλία. Όμως η ιταλικότητά μου καθορίζεται από τη ζωή μου στο εξωτερικό. Από τη μία πλευρά, έχω αναδείξει κάποια στοιχεία της ιταλικότητάς μου προκειμένου να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των ξένων με τους οποίους συναναστρέφομαι και που θέλουν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπό μου τα κλισέ για τους Ιταλούς. Από την άλλη, έχω απαρνηθεί πολλά στοιχεία της ιταλικότητας που δεν μου αρέσουν — κατά κάποιον τρόπο, «βελτιώθηκα». Το αποτέλεσμα είναι πως είμαι ένας «περίπου Ιταλός». Όταν πηγαίνω στην Ιταλία, ακόμη και οι φίλοι μου με βλέπουν ως αφύσικο. Μιλάω άπταιστα την ιταλική γλώσσα και τη διάλεκτό μου, αλλά δεν σκέφτομαι όπως εκείνοι. Εγώ όμως εκλαμβάνω αυτή την «αποκλίνουσα ιταλικότητά μου» ως πλούτο, ως τη νέα μου ταυτότητα. Σήμερα για να είμαι ο εαυτός μου δεν μου αρκούν τα ιταλικά. Χρειάζομαι και όλες τις γλώσσες που έχω μάθει και που σήμερα αποτελούν μέρος του εαυτού μου.

Δ.Δ.: Σε ένα άρθρο σας γράψατε ότι «ο πατριωτισμός είναι βαθύτατα ανήθικος» και ότι «θα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι όταν θα μπορούμε να επιλέξουμε την πατρίδα που θέλουμε». Πώς φαντάζεστε αυτή την πατρίδα και με ποια κριτήρια θα την επιλέγατε;

Ντ.Μ.: Οι αρχαίοι έλεγαν «όπου γης και πατρίς». Νομίζω ότι αυτό το ρητό ισχύει ακόμα. Θα ήταν η μαγική συνταγή που θα μας έκανε όλους πατριώτες ενός καλύτερου κόσμου. Οι εθνικές πατρίδες μπορεί να αποβούν θανάσιμες. Έχουν εξαπολύσει πολέμους και ρατσιστικές εκδιώξεις. Δεν υπάρχει ηθική όταν θεωρείς τον εαυτό σου καλύτερο από τους άλλους. Εξάλλου, ο πραγματικός πατριωτισμός, αυτός που γεννήθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, δεν ήταν εθνικιστικός, ήταν οικουμενικός. Η πατρίδα ήταν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, όχι μια περιορισμένη γεωγραφική επικράτεια που ορίζεται από τη γλώσσα και από μια ηρωική μυθολογία, ολότελα επινοημένη σαν παραμύθι για παιδιά.

Δ.Δ.: Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελείται από 28 κράτη-μέλη, το καθένα με τη δική του γλώσσα, τον δικό του πολιτισμό. Κατά τη γνώμη σας, πώς μπορεί να επιτευχθεί ένας κοινός ευρωπαϊκός πατριωτισμός μεταξύ τόσων και τόσο διαφορετικών λαών;

Ντ.Μ.: Όπως είπα, ο πατριωτισμός πρέπει να ενυπάρχει στις ιδέες, στις αξίες, στις αρχές. Όχι στο μοχθηρό συμφέρον, στον σφετερισμό, στην αρπαγή της εξουσίας. Οι πολιτισμοί μας είναι αλληλένδετοι, αποτελούν πολλές αποχρώσεις του ίδιου πράγματος. Και, όπως ακριβώς και η ταυτότητά μας, έτσι και εκείνοι βρίσκονται σε μια διαδικασία εξέλιξης —ανέκαθεν συνέβαινε αυτό—, κι αυτή είναι η δύναμη της Ευρώπης. Εμείς δεν σταματάμε ποτέ, αποτελούμε διαρκώς μέρος μιας συνεχούς διαδικασίας, μιας αδιάκοπης επεξεργασίας ιδεών.

Δ.Δ.: Είναι δύσκολο για εμάς να φανταστούμε τη φιγούρα ενός ευρωκράτη να μιλά στην ευρωπάντο, μια γλώσσα που δημιουργήθηκε εν είδει παιχνιδιού και την οποία επινοήσατε εσείς. Με δεδομένο ότι τα αγγλικά είναι η πιο διαδεδομένη γλώσσα, πώς προέκυψε αυτή η ανάγκη επικοινωνίας —έστω και με τη μορφή παιχνιδιού— σε μιαν άλλη «γλώσσα»;

Ντ.Μ.: Ο κόσμος πολύ συχνά θεωρεί ότι οι ευρωκράτες, όπως τους αποκαλούν σήμερα, είναι απλώς γραφειοκράτες. Κανείς δεν έρχεται να δουλέψει εδώ στις Βρυξέλλες τυχαία. Πολλοί από εμάς επέλεξαν να εργαστούν για την Ευρώπη επειδή πιστεύουν σε ένα ιδεώδες, στον πολιτικό σχεδιασμό μιας ενωμένης Ευρώπης. Και, για να πιστέψεις σε αυτό, για να έχεις τον ενθουσιασμό να δουλέψεις σε αυτό, πρέπει να είσαι άνθρωπος γεμάτος δημιουργικότητα. Η ευρωπάντο είναι ένα παιχνίδι, μια πρόκληση που θέλει να αποδείξει πόσο όμοιοι είμαστε παρά τις διαφορές μας, πόσο μοιάζουν οι γλώσσες μας, πόσο αλληλένδετες είναι, πόσο μπορούμε ακόμη και να παίξουμε με τις γλώσσες και πόσο, εν ολίγοις, δεν είναι δύσκολο να τις μάθουμε, έστω και λίγο. Αυτό το παιχνίδι θα έπρεπε να δείξει στους Ευρωπαίους ότι όπως και οι γλώσσες μας έτσι κι εμείς είμαστε όλοι όμοιοι, παιδιά της ίδιας μητέρας, δημιουργήματα μιας ενιαίας κουλτούρας.

Δ.Δ.: Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια τόσο στον χώρο της πολυγλωσσίας όσο και στον συγγραφικό;

Ντ.Μ.: Οι γλώσσες που γνωρίζω είναι η καθημερινή μου τροφή. Είναι παράθυρα ανοιχτά με θέα μια πληθώρα πολιτισμών. Στα λογοτεχνικά μου έργα, τα τελευταία χρόνια, πραγματεύτηκα διάφορα θέματα, και όχι μόνο γλωσσολογικά. Όμως η μνήμη παραμένει ένα από τα αγαπημένα μου πεδία έρευνας. Εντέλει είμαστε αυτό που επιλέγουμε να θυμόμαστε από εμάς. Και πολλές φορές επινοούμε τη μνήμη. Γι’ αυτό πρέπει να την καλλιεργούμε από κοινού εμείς οι Ευρωπαίοι, εάν θέλουμε να είμαστε μαζί. Ώστε να μην τελειώνει ποτέ — όπως, για παράδειγμα, κάνουν κάποιοι ερωτευμένοι που στο τέλος δεν θυμούνται πια τα ίδια πράγματα.

[ Ο Ντιέγκο Μαράνι θα βρίσκεται την Κυριακή 15/5 στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης (Ώρα 11:00, Αίθουσα Βαβέλ/Περίπτερο 15), όπου θα παρουσιάσει το μυθιστόρημά του Νέα Φινλανδική Γραμματική. Η παρουσίαση του βιβλίου θα επαναληφθεί στην Αθήνα, τη Δευτέρα 16/5, στις 19:00, στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο (Πατησίων 47) ].