Ο Ρόμπιν γράφει ένα γράμμα

D
Νικόλ Πρεβεζάνου

Ο Ρόμπιν γράφει ένα γράμμα

Αγαπητέ Αρσέν,

 

Παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τις περιπέτειές σου στο Facebook, σκέφτηκα να σου γράψω αυτό το γράμμα και να σου διηγηθώ κάποιες από τις εμπειρίες μου σχετικά με τη μετακόμισή μου στο εξωτερικό. Όπως ίσως διάβασες ήδη στο πρώτο journal της μαμάς μου, φύγαμε από την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2013 με προορισμό τη Σουηδία. Εμένα βέβαια δεν με ενημέρωσε κανείς γι’ αυτές τις τρέλες… δεν είμαι όμως και βλάκας, τόσες κούτες τι θα τις ήθελε; (Έχω και μια φοβία με τις κούτες, γιατί μέσα σε μια τέτοια με βρήκαν κουτάβι και με έσωσαν).

 

Βρίσκομαι, που λες λοιπόν, Αρσέν, ξαφνικά, μέσα σε ένα απόλυτο σκοτάδι. Κρύο, μια μυρωδιά περίεργη, υγρασία, δεν καταλάβαινα. Και μετά μια φασαρία άλλο πράγμα, κούνημα απίστευτο, μαυρίλα, θόρυβος… Τέλος πάντων, φτάσαμε κακήν-κακώς και με βγάζει ή άκαρδη η μάνα μου σε ένα κρύο, μια παγωνιά, μια ατμόσφαιρα αλλιώτικη. Το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν το χορτάρι που ήταν τραγανό έξω από το αεροδρόμιο. Είχε πολλή ησυχία, και ή ατμόσφαιρα ήταν καθαρή. Ένιωθα να αναπνέω φρέσκο αέρα. Πάλι καλά. Επιτέλους.

 

Μετά από κάποια ώρα φτάσαμε σε ένα σπίτι καινούριο, πολύ διαφορετικό από το παλιό. Όλες οι επιφάνειες ήταν καλυμμένες με ένα γλιστερό πράγμα, σαν μουσαμά. Αργότερα έμαθα ότι το έλεγαν ταπετσαρία. Και ξύλα, πολλά ξύλα. Όλα ήταν πολύ καθαρά και σε τάξη. Η μαμά τακτοποίησε τα πράγματά μας —δεν είχαμε δα και πολλά, εγώ δε ούτε χειραποσκευή!— και με έβαλε για ύπνο.

 

Ήταν διαφορετικά στη Σουηδία, Αρσέν. Και με την καλή και την κακή έννοια. Να, ας πούμε, δεν είχα βεράντα να λιάζομαι με τις ώρες όπως στην Αθήνα. Είχε μια λογική βέβαια αυτό, καθότι δεν είχε και πολύ συχνά ήλιο. Κάθε πρωί, όμως, έβγαινα μια ωραία βόλτα σε ένα τεράστιο πάρκο. Σαν δάσος μού φαινόταν κι ήταν δύο βήματα από το σπίτι μας. Εκεί είχε φύλλα σε όλα τα χρώματα, πολύ γευστικά στο μασούλημα, μανιτάρια, δέντρα με παχύ, ωραίο φλοιό, και, όταν ήμουν τυχερός, αποφάγια από κανένα μπάρμπεκιου, που τα κατάπινα γρήγορα-γρήγορα, κι όταν με κοίταζε ή μαμά γύριζα από την άλλη μεριά κάνοντας τον αδιάφορο. Και είχε και παιδάκια, πολλά παιδάκια, που είτε φορούσαν ένα ειδικό φωσφοριζέ γιλεκάκι με το τηλέφωνο και τη διεύθυνση του παιδικού τους σταθμού, ή, αν έκανε πολύ κρύο, μια ολόσωμη φόρμα. Τόσο χαρούμενα παιδάκια είχα καιρό να δω. Κυλιόνταν κάτω στο χώμα, στο γρασίδι, έπαιζαν σαν τρελά. Οι μανάδες τους είτε έπαιζαν μαζί, είτε παρατηρούσαν ήρεμα. Δεν άκουσα καμιά τους ποτέ να τους φωνάζει. Πολύ πολιτισμένο κράτος αυτή ή Σουηδία. Ούτε ένα σκουπίδι δεν έβλεπες κάτω. Και κανέναν άστεγο σκύλο. Πουθενά.

 

Μου πήρε λίγο καιρό να συνηθίσω το φαγητό. Νέες γεύσεις! Κροκέτες με σολομό έχεις φάει; Χάνεις! Κι όταν έβγαινε καμιά φορά έξω ή μαμά, μου έφερνε κάτι απίστευτες λιχουδιές. Μια φορά, μου έφερε έναν κεφτέ από τάρανδο, με μπόλικο βούτυρο. Σαν μπάλα του μπάσκετ ήταν! Αλλά φυσικά τον κατάπια μονομιάς.

 

Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο μεγάλωνε ή μέρα. Μέχρι που κάποια στιγμή σχεδόν δεν νύχτωνε καθόλου. Κόντευε να μου στρίψει κυριολεκτικά. Η μαμά στην αρχή, όπως έβλεπα, το απολάμβανε, πίνοντας καμία μπίρα στο παρκάκι της γειτονιάς (όχι στο πάρκο-δάσος, γιατί απαγορευόταν — αλλά αυτά θα τα πούμε άλλη φορά), παρακολουθώντας δύση και ανατολή μαζί. Πολλά από αυτά τα βράδια βέβαια ήταν πολύ στενοχωρημένη — την έβλεπα. Νομίζω, είχε να κάνει με το ότι δυσκολευόταν να βρει δουλειά. Είχαμε περίεργη καθημερινότητα, μη νομίζεις, τη μια καθόμασταν οι δυο μας όλη μέρα στο σπίτι μπροστά στο λάπτοπ, την άλλη κάτι γινόταν και με έβγαζε άρον-άρον το πρωί και μετά εξαφανιζόταν για ώρες. Αυτό γινόταν σχεδόν πάντα όταν χτυπούσε το τηλέφωνο και μιλούσε μια περίεργη, ακαταλαβίστικη γλώσσα.

 

Το καλοκαίρι αυτό, έκανα τις καλύτερες βόλτες της ζωής μου. Τόσο πράσινο, τόσοι χώροι για να παίξω, για να καθόμαστε με τη μαμά να χαζεύουμε το νερό, ωραίες γέφυρες, με σκαλιστές κορόνες για ντεκόρ, μουσεία εξωτερικού χώρου, έμπαινα και στο μετρό — κύριος! Μέχρι και κρουαζιέρα στο Archipelago της Στοκχόλμης πήγα. Όλα αυτά θα μου μείνουν αξέχαστα. 

 

Το φθινόπωρο όμως, Αρσέν, μελαγχόλησα παρά πολύ. Τον Νοέμβριο του 2014, είχαμε στη Στοκχόλμη τη μικρότερη σε διάρκεια ηλιοφάνεια για χρόνια. Κοίταζα ο καημενούλης από το παράθυρο, μάταια. Είχα αρχίσει να κουράζομαι. Καλά όλα, καλά τα πάρκα, καλή η ησυχία, μαγευτικές οι βόλτες στα νησιά της Στοκχόλμης με τις πάπιες στις όχθες και τα μεθυστικά αρώματα από το χορτάρι και τα μούρα, καλά τα ραντεβού ονλάιν στον κτηνίατρο, αλλά με τη μαμά χωρίς δουλειά, και με χωρίς φίλους, πόσο να αντέχαμε;

Φύγαμε. Για δεύτερη φορά...

Αυτά για την ώρα. Φιλιά και στους δύο, θα σου ξαναγράψω.

Ρόμπιν