Ο Σίμος και η Κλεονίκη
Όταν ξεκίνησα να γράφω στον Amagi, σας είχα αναφέρει κάπου για τον προπάππο μου τον Σίμο. Σήμερα, που κλείνω δεκατρείς εβδομάδες που γράφω εδώ, είπα να τον ξαναπιάσω και να σας πω κάτι ελάχιστα για εκείνον και τη γυναίκα του, την Κλεονίκη. Βίος και πολιτεία ο παππούς, δεν εξαντλείται σε ένα κειμενάκι μόνο, μάλλον κάτι μεγαλύτερο του αρμόζει — αλλά εντάξει, θα γίνει κι αυτό.
Ο Σίμος λοιπόν αγάπησε την Κλεονίκη που έμενε κοντά στο Πέρα Παλλάς, στην περιοχή Μνηματάκια, ή Τεπέμπασι όπως λέγεται σήμερα. Οι φήμες λένε ότι ήταν καλός κι εκείνος, περιζήτητος γαμπρός, γιατί και ωραίος ήταν αλλά και κιμπάρης. Έπιαναν τα χέρια του κι έκανε λεφτά με τον ιδρώτα και τον κόπο του. Τον γνώρισα λίγο όταν ήταν πια μεγάλος, αλλά ακόμη θυμάμαι τα σπινθηροβόλα μάτια μου και τη λαλιά του να μου λέει τα διάφορα με εκείνη τη ζεστή φωνή που είχε. Πώς να μην τον ερωτευτεί μετά η Κλεονίκη; Γινόταν; Δεν γινόταν. Κι εκείνος όμως την αγάπησε την Κλεονίκη, που ήταν αρχοντοκόριτσο και πολύ όμορφη. Λίγες οι φωτογραφίες της που σώζονται, γιατί μας άφησε λίγα χρόνια μετά την Κατοχή κι ενώ είχε υποστεί πολλές κακουχίες στη ζωή της, αλλά ακόμη κι εκεί φαίνεται ότι ήταν καλλονή. Μελαχρινή, με σκέρτσο και νάζι, μια εποχή την έντυνε η μάνα της με παλιά ρούχα γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι έκλεβαν όμορφα κορίτσια και τα πήγαιναν στον Σουλτάνο. Υπερβολές, θα πεις, αλλά σου λέει φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά. Ακόμη κι έτσι όμως, ο Σίμος την ερωτεύτηκε γιατί ήξερε. Αισθάνθηκε αυτό το μοναδικό δέσιμο που οι άνθρωποι αισθάνονται μία, άντε το πολύ δύο φορές στη ζωή τους. Πήγε και τη ζήτησε λοιπόν με δόξα και τιμή. Παντρεύτηκαν στην Παναγία Σταυροδρομίου, όπως λέει και το στεφανοχάρτι τους που βλέπετε στη φωτογραφία, τον Ιούλιο του 1923.
Πέρασαν ωραία χρόνια στην Πόλη, όπως μου λένε οι αφηγήσεις. Άνθρωποι μορφωμένοι αλλά και ανεξάρτητοι από τα κοινωνικά στεγανά, δεν έκαναν παιδιά αμέσως. Δεν ξέρω αν έτυχε ή αν υπήρχε μία κάποια, ας πούμε, στοιχειώδης πρόνοια. Σε κάθε περίπτωση όμως τα παιδιά τους τα έκαναν στην Ελλάδα, στην Αθήνα, μετά που έφυγαν από την Πόλη.
Ο Σίμος δεν υπολόγιζε την κούραση, γύρναγε από τη δουλειά κι έπαιρνε την Κλεονίκη να πάνε να συναντήσουν την παρέα τους σε κάποιο μεϊχανέ ή σε μια μπιραρία που ήταν της μόδας τότε, για να γλεντήσουν τα νιάτα και τον έρωτά τους. Ο ένας ξεκινούσε μια φράση και την τελείωνε ο άλλος. Το έλεγε πάντα αυτό. Έτσι ήταν από την πρώτη στιγμή. Όπως έλεγε στη γιαγιά μου ο Σίμος, «Όλα τα καταλάβαινε, βρε παιδί μου, όλα, ήξερε τι να μου πει και πώς να με κάνει να ηρεμήσω, γιατί εγώ ήμουν και λίγο αψύς».
Ζευγάρι από τα λίγα λοιπόν στην Πόλη ο Σίμος και η Κλεονίκη, έκαναν τη ζωή τους στο Πέρα, σε ένα σπίτι χαμηλά προς τον Βόσπορο. Όλα αυτά μέχρι το 1926 που αναγκάστηκαν να φύγουν πια από την Πόλη. Πρώτη έφυγε η Κλεονίκη με την αδερφή της και μετά από λίγους μήνες έφυγε κι ο Σίμος που είχε κάτι δουλειές να τακτοποιήσει (για τις δουλειές θα τα πούμε κάποιαν άλλη φορά…). Φτάνοντας η Κλεονίκη με την Αννίκα πρώτα στη Θεσσαλονίκη, μετά στη Λάρισα και τελικά στην Αθήνα, βρήκαν ένα άλλο τοπίο από αυτό που είχαν συνηθίσει, απείχε πολύ από τα μπερεκέτια και τα μεγαλεία της Πόλης. Προσπάθησαν όμως και τα κατάφεραν.
Έζησαν στο συγκρότημα προσφυγικών κατοικιών στους Αμπελοκήπους, όχι στο γνωστό απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού αλλά στο άλλο που είναι στον Ερυθρό, κοντά στο γηροκομείο. Εκεί έφτιαξαν τη ζωή τους μόλις ήρθε και ο Σίμος και τα έζησαν όλα. Έκαναν παιδιά, πέρασαν πολέμους, αγαπήθηκαν. Αλλά η Κλεονίκη αρρώστησε —άγνωστο από τι, κοριτσάκι ήταν η γιαγιά μου, τι να της εξηγούν οι γιατροί— και τελικά κάποια στιγμή, εκεί, κοντά στο τέλος του Εμφυλίου, πέθανε.
Την αγαπούσε πολύ την Κλεονίκη ο Σίμος και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ο έρωτάς του για εκείνη δεν στέρεψε στιγμή, πάντα τη μνημόνευε και πάντα τη σκεφτόταν. Ο ίδος έζησε πολύ, πέθανε το 1985 και δεν έχασε ποτέ τα λογικά του και —το σημαντικότερο· τη μνήμη του. Θα ήταν γι’ αυτόν το μεγαλύτερο χτύπημα αν του συνέβαινε, τέτοιο πράγμα.
Να ξεχάσει, δηλαδή, την Κλεονίκη του.