Ο σοφός βοσκός [ 1 ]

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Ο σοφός βοσκός [ 1 ]

Τι κι αν η Ρέα Γαλανάκη αποφάσισε να μας δώσει τα δυο τελευταία της έργα, που κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη με τον γενικό τίτλο «Δυο γυναίκες, δυο θεές», δεμένα μαζί σε έναν κομψότατο μικρό τόμο; Το ξέρει και η ίδια —το δήλωσε, άλλωστε, στην παρουσίαση του βιβλίου της— πως ο αναγνώστης χρειάζεται να πάρει πολλές ανάσες πριν περάσει από την πρώτη νουβέλα στη δεύτερη. Όπως όταν διαβάζει κανείς δύο διαδοχικά βιβλία. Δυο διαφορετικά κείμενα που τα διαβάζεις διαφορετικά. Δεν θα ισχυριστώ πως, μετά το πέρας της ανάγνωσης και των δύο κειμένων, ο αναγνώστης δεν θα εντοπίσει κάποια κοινά στοιχεία. Αυτό πάντα συμβαίνει και εξαρτάται κυρίως από το είδος της ανάγνωσης που θα κάνει ο καθένας μας. Εγώ, πάντως, θα σας μιλήσω εδώ για την πρώτη νουβέλα. Αυτήν που φέρει τον τίτλο «Αθηνά βοσκοπούλα – Ένα γλυπτό του Χαλεπά». Σε καμιά περίπτωση, βέβαια, δεν τη διακρίνω έναντι της δεύτερης νουβέλας που έχει τον τίτλο «Εγώ, η Αριάδνη». Προτίθεμαι, μάλιστα, να επανέλθω σ’ αυτήν στο επόμενο κείμενο.

Ο λόγος για τον οποίο αποφάσισα να ξεκινήσω με το έργο που αφορά τη ζωή του μεγάλου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά έχει να κάνει με ένα συμπτωματικό γεγονός: ξεκίνησα να το διαβάζω ένα βράδυ της προπερασμένης βδομάδας, έχοντας μόλις γυρίσει από μια ενδιαφέρουσα διάλεξη που παρακολουθήσαμε στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα. Τη διάλεξη έδωσε ο ανεξάντλητος Δημήτρης Νόλλας και είχε τίτλο «Η παιδοκτονία στην ελληνική λογοτεχνία». Κι επειδή υποθέτω πως θα διερωτάστε ποια μπορεί να είναι η σχέση της παιδοκτονίας με τη ζωή του Χαλεπά, καλό είναι να ξεκαθαρίσω πως, προφανώς, η συγγραφέας δεν «βάζει» ούτε τον Χαλεπά να σκοτώσει κανέναν —άλλωστε δεν είχε παιδιά—, ούτε όμως και τη μητέρα του να σκοτώσει εκείνον.

Ας επικεντρωθούμε όμως στη νουβέλα της Ρέας Γαλανάκη και θα αντιληφθείτε στη συνέχεια γιατί μίλησα για συμπτωματικό γεγονός.

Επιτρέψτε μου ν’ αρχίσω ανορθόδοξα, από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου:

Σ’ ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό επίμετρο που παραθέτει η συγγραφέας, μας εξηγεί πως η αρχική πρόθεσή της ήταν να γράψει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή του Χαλεπά· πρόθεση που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Και μας εξηγεί:

Ο λόγος είναι ότι κάποια στιγμή εκδόθηκε από άλλον συγγραφέα ένα λεπτομερές και αξιόλογο ιστορικό μυθιστόρημα για τον Χαλεπά. Αιφνιδιάστηκα. Τα παράτησα, στράφηκα αλλού.

Ευτυχώς για μας, τους πιστούς αναγνώστες τής άκρως ποιητικής και συγχρόνως ενδελεχώς μελετημένης γραφής της με όποιο θέμα κι αν καταπιάνεται, η Γαλανάκη επανήλθε τελικά στο θέμα με αυτή την εξαίσια νουβέλα. Κι έτσι εδώ μπορούμε να γνωρίσουμε τον Γιαννούλη Χαλεπά, μέσα από τη δική της έγνοια, τη δική της ερμηνευτική και βαθιά λυρική οπτική γωνία.

Η συγγραφέας στο κείμενο θα εγείρει πληθώρα ερωτήσεων, σε κάποιες θα δώσει η ίδια την απάντηση που κρίνει ως πλέον ταιριαστή, κάποιες άλλες όμως θα παραμείνουν αναπάντητες, θαμμένες κάτω από τη «λευκή σκόνη της λήθης».

Η νουβέλα αρχίζει με μια απευθείας αναφορά στο όχι και τόσο γνωστό έργο του καλλιτέχνη —την Αθηνά βοσκοπούλα— και συνεχίζει σπειροειδώς, επιστρέφοντας πάντα στο ίδιο, εστιάζοντας κυρίως στα χρόνια της νεκρανάστασης όπως τα αναφέρει η συγγραφέας· στο χρονικό, δηλαδή, διάστημα μετά την επιστροφή του Χαλεπά στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Τήνο, αφού παρέμεινε δεκατέσσερα σχεδόν χρόνια έγκλειστος σε φρενοκομείο στην Κέρκυρα, ξεχασμένος από Θεό και ανθρώπους.

Την απελευθέρωσή του από τον εγκλεισμό τη χρωστά στη μητέρα του, η οποία μετά τον θάνατο του πατέρα του κίνησε μόνη της από το νησί τους, μ’ ένα κουστούμι κι ένα καπέλο, για να φέρει πίσω τον πρωτότοκό της γιο. Η μάνα ελευθερωτής. Η Γαλανάκη, όμως, θα σημειώσει: «Μια Μήδεια άγγελος-ελευθερωτής ήρθε στην Κέρκυρα» και θα συνεχίσει: «…αφού, όπως ισχυρίζονται οι πάντες, συνήθως τη σκεφτόσασταν μέσα από το συμβολισμό της Μήδειας».

Σ’ εκείνον απευθύνεται. Στον μεγάλο γλύπτη. Σε όλο το κείμενο, η συγγραφέας, μ’ έναν συγκινητικό μονόλογο, απευθυνόμενη στον Χαλεπά με δέος και σεβασμό, πάντα στον πληθυντικό, συνοψίζει όλα όσα κατάφερε να συγκεντρώσει, συμπληρώνοντας μια-μια τις ψηφίδες της ανεκτίμητης εικόνας μιας ζωής, ή, πιο σωστά, ενός ονείρου, του χαμένου ονείρου του Γιαννούλη Χαλεπά. «Και πώς να ζητιανέψει ένας άντρας το χαμένο του όνειρο;» θα μας πει.

Με Μήδεια παρομοιάζει τη μητέρα. Κι εκεί έγκειται η σύμπτωση στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Ο Δημήτρης Νόλλας, μέσα από τα παραδείγματα δύο λογοτεχνικών έργων, τη «Μήδεια» του Ευριπίδη και τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, μας μίλησε για τη μη-αναίτια παιδοκτονία. Όταν, δηλαδή, το κακό γίνεται, γιατί γίνεται «για καλό».

Η μάνα του Χαλεπά, η τσατσα-Ρήνη, σκοτώνει καθημερινά τον γιο της, άλλοτε πετώντας «…τον σωρό από πηλό, που τον μαζεύατε με τόσο κόπο λίγο-λίγο και τον αφήνατε στο υπόγειο σκεπασμένο με υγρά πανιά να μη στεγνώσει», άλλοτε σβήνοντας «…με μια πατσαβούρα τα σκίτσα που ζωγραφίζατε με κάρβουνο στους τοίχους του υπογείου…», κι άλλες φορές ακόμη καταχτυπώντας και σπάζοντας «τα τελειωμένα πλέον πήλινα γλυπτά σας με το που τα έβλεπε, και συχνά αυτό το φονικό συνέβαινε μπροστά στα μάτια σας». Κι ούρλιαζε η τσατσα-Ρήνη:

Διαόλια και τριβόλια, η τέχνη σου σε τρέλανε, παράτα τα, θα σε σκοτώσει, μου το ’παν κι οι γιατροί — μ’ ακούς;»

Όπως ο Ευριπίδης και ο Παπαδιαμάντης, έτσι και η Ρέα Γαλανάκη, λοιπόν, θα μπορέσουν να δουν το έγκλημα και από τη μεριά του αδικήσαντα και όχι μόνον του αδικούμενου. Γιατί, αναμφισβήτητα, έγκλημα έχουμε και στην περίπτωση του Χαλεπά. Που μετά από τα χρόνια του εγκλεισμού του στο φρενοκομείο, θα ακολουθήσουν άλλα δεκατέσσερα χρόνια δημιουργικής ξηρασίας μέχρι τον θάνατο της μάνας, από τα οποία δεν έχει επιζήσει κανένα σχεδόν έργο του.

Εξαίρεση αποτελεί η Αθηνά βοσκοπούλα. Θα ερωτηθεί γιατί την αναπαριστά με μια περικεφαλαία που μοιάζει με κεφαλομάντιλο, με σηκωμένα τα μανίκια σαν χωριατοπούλα και μ’ ένα κατσικάκι να τρίβεται στα πόδια της· και ο λιγομίλητος Χαλεπάς —που βοσκό άλλωστε τον ήθελε και τον ίδιο η μάνα του όταν γύρισε από τον εγκλεισμό κι αυτό πέτυχε να τον κάνει, μακριά από το μάρμαρο αλλά και από τον πηλό—, θα απαντήσει:

Είναι ηλίθιοι οι άνθρωποι που θέλουν τη θεά της Σοφίας με περικεφαλαία και δόρυ. Πιο πολύ ταιριάζει σαν μια βοσκοπούλα.

Κι εδώ δεν μπορώ να μη σταθώ στην εκπληκτική περιγραφή της Γαλανάκη για το συγκεκριμένο μικρό πήλινο γλυπτό, σημειώνοντας ένα μικρό μόνο απόσπασμα. Ένα ποίημα, τουλάχιστον αντάξιο του ίδιου του έργου του Χαλεπά:

Στη βάση του λαιμού της ένα κολιέ. Ή πρόκειται για δαντελένιο ρέλι στη λαιμόκοψη της λεπτής διάφανης μπλούζας της, αφού μια σοφή θεά, και μάλιστα θεά παρθένος, δεν θα άφηνε του καθενός το βλέμμα, δεν θα άφηνε ούτε καν τα δάχτυλά σας να αργοπορήσουν ψηλαφώντας εκείνο το γυμνό τρίγωνο σάρκας, που ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέβαινε μέχρι τον σφιχτά δεμένο φιόγκο της. Με άλλα λόγια, δεν θα επέτρεπε στο βλέμμα ή στα δάχτυλα ενός άντρα να αργοπορούνε κατεβαίνοντας βαθιά, ανάμεσα στους δυο βαριούς , ερωτικούς μαστούς της. Δεν αποκλείω, ωστόσο, να επέτρεπε αυτή την ευχαρίστηση μόνο σε σας, τον δημιουργό της, ακριβώς επειδή, εκτός από θεά, ήταν ταυτόχρονα και μια λογική γυναίκα του χωριού, που ήξερε ότι το δώρο θέλει αντίδωρο: τη δημιουργήσατε, θα σας άφηνε να τη χαϊδέψετε. Τη γνώριζε αυτή σας τη βαθιά ανάγκη.

Η Γαλανάκη, πολύ εύστοχα, θα παραβάλει αυτό το έργο με μια αυτοπροσωπογραφία, στην οποία ο ίδιος είχε σημειώσει από κάτω σαν τίτλο: «Ο Χαλεπάς ος ο βοσκός». Και θα του πει στο κείμενό της:

Με κάθε σεβασμό, με την εκ των υστέρων άδειά σας, επιτρέψτε μου μια μόνο μικρή λέξη στις δικές σας: ος ο σοφός βοσκός.

Για αυτή τη φάση της ζωής του μεγάλου γλύπτη θα μας μιλήσει η Γαλανάκη με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο. Για την εποχή που «ως ήσυχος» πια κατά την κρίση των γιατρών, πολλά χρόνια μετά τη μεγαλειώδη περίοδο όταν με τη σμίλη του, από το τηνιακό μάρμαρο πρόβαλλαν αριστουργήματα. Και με τεράστιο σεβασμό και αγάπη προς τον μεγάλο καλλιτέχνη θα του πει:

Δεν έχει σημασία απλά και μόνο το ότι δεν σταματήσατε ποτέ τη γλυπτική, παρά τις πολύ αντίξοες συνθήκες. Πιο μεγάλη σημασία έχει με ποιο τρόπο τη συνεχίσατε. Εννοώ τον έσω κόσμο, την αναμέτρηση με την ψυχή σας. Τούτο το οδυνηρό, το αινιγματικό, μα και θαυμάσιο. […] Τα βάσανα είναι κομμάτι κάθε μιας ζωής, δεν λέω, άλλος φορτώνεται πολλά, άλλος λίγα, έτυχε όμως σε σας και φορτωθήκατε πολλά. Τι να μιλάτε, τι να λέτε και να εξηγείτε στους απροετοίμαστους, στους άκαρδους… Οι δικές σας λέξεις ήταν φτιαγμένες πιο παλιά από μάρμαρο, από γύψο, αργότερα από νεράκι και πηλό. Τις πλάθατε, τις βάζατε τη μια δίπλα στην άλλη, αυτές μιλούσανε καλύτερα αντί για σας.

Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα, την κέρδισε όμως η λογοτεχνία. Έχει γράψει πεζό και ποίηση κι έχει επανειλημμένα βραβευτεί με σημαντικά βραβεία (δυο φορές με το κρατικό βραβείο, με το βραβείο πεζογραφίας Κώστα και Ελένης Ουράνη, από την Ακαδημία Αθηνών, από τον Δήμο Ηρακλείου, με το βραβείο αναγνωστών κ.ά.). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.