Ο τάφος

P
Ρηγούλα Γεωργιάδου

Ο τάφος

Κοιτούσα επί ώρα αυτή τη φωτογραφία. Είχε μαγνητίσει το βλέμμα μου και το κρατούσε αιχμάλωτο έτσι όπως μόνο η φρίκη μπορεί να το κάνει. Όπως ένα ακρωτηριασμένο πτώμα στο χαντάκι ενός χωματόδρομου ή το παραμορφωμένο πρόσωπο μιας γυναίκας που της έριξαν βιτριόλι.

Λίγες ώρες νωρίτερα, όλοι είχαμε διαβάσει (κάποιοι το είχαν δει από κοντά) για το μαγαζί στη Θεμιστοκλέους, που είχε γίνει στάχτη. Στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ταξικού (!) μίσους ή για εκδίκηση από απλήρωτους προστάτες, ή απλώς για παραδειγματισμό τρίτων — ποιος μπορεί να ξέρει, στο κάτω-κάτω δεν διαφέρουν και πολύ όλα αυτά πλέον. Και είχα ακούσει μαρτυρία φίλου, κατοίκου της περιοχής, που περιέγραφε πώς, περνώντας ανάμεσα από ομάδες των πέντε-δέκα ατόμων, άκουγε ξαναμμένα δεκαπεντάχρονα να σχεδιάζουν μεγαλοφώνως από πού θα επιτεθούν και πώς και τι θα περικυκλώσουν, και δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Γιατί αλλιώς τα ’ξερε εκείνος τόσα χρόνια, γέννημα-θρέμμα της περιοχής. Δεν ήξερε για πιτσιρίκια που ακόμα δεν είχαν βγάλει ακμή. Και ήταν ένα νέο δεδομένο αυτό στην εθιμική εκδήλωση της βίας και της αντικοινωνικότητας που έχει γίνει κάτι σαν τις εθνικές εορτές και τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης, κάτι σαν αυτοάνοσο ενός οργανισμού που σιχάθηκε τον εαυτό του κι αφού δεν θέλει ή δεν μπορεί να στραφεί ενάντια σε ό,τι του φταίει πραγματικά στρέφεται ενάντια στον ίδιο.

Γιατί πόσο αποσυνάγωγος θα πρέπει πράγματι να αισθάνεσαι, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιείς —πόσα μπορεί να έχεις συνειδητοποιήσει όταν δεν έχεις βγάλει ακόμα ακμή;—, όταν η μόνη σου κοινωνικότητα εκδηλώνεται μέσα από την ένταξη σε μια αγέλη που καταστρέφει; Και πόσο παιδόδουλη είναι μια κοινωνία που συντάσσει φράσεις του τύπου, «Παιδιά που κάνουν την καφρίλα τους»; Πόσο αποσυνάγωγος μπορεί να νιώθει ένας τέτοιος ενήλικος; Πόσο θα πρέπει να μισεί, όχι μόνο τον Άλλο, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, και πάνω απ’ όλα τα «παιδιά» στα οποία συγχωρεί κάθε «καφρίλα»; Πόσο θα πρέπει να μισούσαν τον Άλλο όσοι πριν χρόνια φώναζαν κραυγές μίσους στους ανθρώπους που καίγονταν μέσα στην τράπεζα και εμπόδιζαν τους πυροσβέστες να πλησιάσουν; Πρέπει να έχει κανείς απύθμενο μίσος —όχι ηλιθιότητα: καθαρό μίσος— για να θεωρεί πως ο ταξικός του εχθρός είναι ο περιπτεράς, ο μαγαζάτορας, η γυναίκα που σε λίγο θα έβγαινε στη σύνταξη, και να τους «τιμωρεί». Κι ακόμα μεγαλύτερο μίσος όποιος δικαιολογεί τον «τιμωρό».

Όμως όλα αυτά έχουν γίνει εδώ και χρόνια κομμάτι της ζωής της πόλης. Τα έχει δεχτεί περίπου όπως τις παρελάσεις, τις πορείες, τις διαδηλώσεις, σαν ένα καρναβάλι μίσους, σαν ένα Μακάβριο Χορό. Και δεν εκπλήσσεται πια, δεν διαμαρτύρεται καν. Ίσα-ίσα που θα ξαφνιαστεί αν μια μέρα τέτοιας επετείου ξυπνήσει και δεν τα ζήσει. Ίσως επειδή κάθε ζωντανός ιστός, κάθε ζωντανός οργανισμός, έχει τις μικρές, μεγάλες, θανάσιμες κακοήθειές του, που, όταν δεν τον σκοτώνουν, δεν τον κάνουν πιο δυνατό, ακόμα πιο δύσμορφο, ακόμα πιο ακρωτηριασμένο, ακόμα πιο δυσλειτουργικό και απωθητικό.

Όμως πόσο βαθιά έχει σαπίσει μια κοινωνία, πόσο έχει πεθάνει, όταν υπάρχουν μέλη της που βεβηλώνουν τάφους; Οποιουσδήποτε τάφους, οποιοδήποτε μνήμα, οποιουδήποτε ανθρώπου. Και πόσο ακόμα πιο βαθιά έχει σαπίσει μια κοινωνία, πόσο πιο νεκρός είναι ο συνεκτικός της ιστός, η παιδευτική της δύναμη, η ικανότητα συνέχειας και συλλογικής μνήμης, όταν υπάρχουν μέλη της που βεβηλώνουν το μνημείο ενός δημιουργού, ενός κομματιού της παγκόσμιας κληρονομιάς; Όχι. Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα.

Ντρέπομαι.