Ο τενόρος της Ναυαρίνου

L
Άγγελος Ιωαννίδης

Ο τενόρος της Ναυαρίνου

Όπως κάθε πλατεία που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και η πλατεία Ναυαρίνου έχει τους περιοδεύοντες μουσικούς της. Έφηβοι που αναζητούν τα ακούσματά τους και σχηματίζουν μικρές Britpop μπάντες και παρουσιάζουν το ταλέντο τους στο κοινό κάποιο βράδυ Παρασκευής, νέοι έντεχνοι που κλαίνε τις χαμένες αγάπες που δεν έζησαν (και προκαταβολικά για αυτές θα ζήσουν), νεορεμπέτες που ξύνουν έναν τζουρά ελπίζοντας να μαζέψουν κάνα ψιλό, και, τέλος (αλλά όχι τελευταίος), ο αγαπημένος μου γυφτοβούλγαρος τενόρος.

Έχει αρκετά χρόνια που τον άκουσα πρώτη φορά. Καθόμουν αμέριμνος στο σαλόνι μου όταν άκουσα μια φωνή —σαν αλύχτημα— να τραγουδάει με την υπόκρουση ενός ακορντεόν. Ακουγόταν τόσο έντονο και τόσο ζωντανό, στον έκτο όπου μένω, που νόμιζα πως ήταν το στέρεο κάποιου γείτονα. Κράτησε ώρα το ίδιο τραγούδι, ώσπου αναρωτήθηκα από πού έρχεται. Βγήκα στο μπαλκόνι και στάθηκα παρατηρώντας ώρα πολλή έναν πραγματικό —παρότι ρακένδυτο— καλλιτέχνη.

Εντυπωσιασμένος, έστεκα πάντα να τον ακούω να τραγουδά ελπίζοντας το τραγούδι του να συγκινήσει τους περαστικούς. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως η γεμάτη λυγμό αισθαντική φωνή του τενόρου της γειτονιάς μου συγκινούσε μόνο εμένα.

Ελπίζοντας να του δώσω να καταλάβει πως εκτιμάται το ταλέντο του —και ελπίζοντας να μην αλλάξει γειτονιά—, πάντα του προσέφερα όσα χρήματα μπορούσα, μπίρες, φαγώσιμα από τα μαγαζιά της πλατείας και τσιγάρα που μάζευα από την παρέα μου. Το τραγούδι του ήταν πάντα γεμάτο παράπονο, είτε για τον πόνο της πατρίδας που άφησε πίσω —την όμορφη Στάρα Ζαγκόρα ή τις θάλασσες της Βάρνας—, είτε για κάποια όμορφη αριστοκράτισσα Βουλγάρα που λόγω της τσιγγάνικης καταγωγής του δεν ανταποκρίθηκε στην αγάπη του. Και πάντα είχε τη μαγεία της καθολικής γλώσσας του τραγουδιού που, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις, αισθάνεσαι πως ο πόνος του μοιράζεται τον δικό σου και σ’ τον απαλύνει.

Για μεγάλο διάστημα του καλοκαιριού έλειψε από την πλατεία, δεν τον συναντούσα ούτε τον άκουγα — και η αλήθεια είναι πως ήταν τέτοιο το καλοκαίρι, που το μυαλό μου δεν πήγαινε στο τι να έκανε και πού αλλού να είχε μεταφέρει τον πόνο του ο γυφτοβούλγαρος τενόρος. Ίσως επέστρεψε για μερικές μέρες στην πατρίδα του, είχα σκεφτεί στην αρχή, να δει τους δικούς του, ή για να δροσιστεί γιατί δεν άντεχε τη ζέστη της Θεσσαλονίκης.

Το Σάββατο του Δεκαπενταύγουστου, μόλις είχα επιστρέψει οδικώς, με φίλους, από Αθήνα. Με άφησαν στην παραλία και πήρα τον δρόμο προς τα πάνω. Η θερμοκρασία ήταν υψηλή και η υγρασία πνιγηρή —χαρακτηριστικά των ημερών στην πόλη— και έκαναν δύσκολη την ανάβαση στην άδεια Ναυαρίνου. Μόνο που, ανάμεσα σε κάποια αδέσποτα, σε δυο-τρεις εναπομείναντες παρίες που μάλωναν για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, και σε έναν νάνο που έτρωγε την κρέπα του, μια στεντόρεια φωνή ήρθε να κόψει την υγρασία στη μέση!

Ήταν αυτό που χρειαζόμουν για να με ανεβάσει από το άλγος της επιστροφής από την άδεια.

«Καλώς μάς ξανάρθες, αγαπημένε γυφτοβούλγαρε τενόρε!»
«Ρουμάνος είμαι, αδερφούλη!»