Ο Θεός και το συμβόλαιο
Στην όπερα του Βάγκνερ «Η Βαλκυρία», ο Βόταν —ο βασιλέας των θεών— βρίσκεται στο τέλος του έργου δεσμευμένος από ένα πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων υποσχέσεων και συμβάσεων που τον καθιστούν ανίκανο να δράσει και να σώσει τη Βαλχάλλα, την κατοικία των θεών, και τη θεϊκή δύναμή τους. Όπως μας διδάσκει ο βαγκνερικός μύθος, η τελική καταστροφή —το λυκόφως των θεών— είναι αναπόφευκτη.
Στη «Βαλκυρία» όμως ένα αναπάντεχο γεγονός δίνει στον Βόταν την ελπίδα ότι στο τέλος θα καταφέρει να σπάσει τα δεσμά των όρκων που τον βαραίνουν. Το γεγονός αυτό είναι ο ξαφνικός έρωτας που αναπτύσσεται ανάμεσα στα παιδιά του, τα δίδυμα αδέλφια Ζίγκμουντ και Ζιγκλίντε, που θα τα οδηγήσει στην αιμομικτική ένωσή τους και τη γέννηση του Ζίγκφριντ. Ο Ζίγκφριντ, παιδί της τύχης και της αναγκαιότητας, είναι ο πραγματικά ελεύθερος και αδέσμευτος, είναι αυτός που χωρίς να γνωρίζει τη θεϊκή και επαίσχυντη καταγωγή του, θα σκοτώσει τον δράκο Φάφνερ, θα ελευθερώσει το χρυσάφι του Ρήνου και θα πάρει στην κατοχή του το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, στο οποίο συγκεντρώνεται η δύναμη που θα μπορούσε να αποτρέψει την καταστροφή.
Βέβαια, τόσο στον βαγκνερικό μύθο όσο και στο έπος επάνω στο οποίο ο Βάγκνερ βάσισε την τετραλογία του, τη σκανδιναβική Έντα, το τέλος της κυριαρχίας αυτών των μοχθηρών και ύπουλων θεών είναι αναπόφευκτο. Η δύναμη της τύχης που οδηγεί στη γέννηση του αθώου ήρωα Ζίγκφριντ δεν αρκεί για να τον προστατέψει από τις μηχανορραφίες των ανθρώπων και των θεών ώστε να μπορέσει να επιστρέψει τον θησαυρό του και το δαχτυλίδι στον νόμιμο ιδιοκτήτη τους, τον Ρήνο, και να αποτρέψει έτσι το Ράγκναροκ — το τέλος των Θεών και των ανθρώπων.
Πολλοί παραλλήλισαν τη μοίρα και το πρόσωπο του Ζίγκφριντ με τη μοίρα και το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και οι δύο πολέμησαν το κακό και έδωσαν τη ζωή τους για τη σωτηρία του κόσμου χωρίς να μπορέσουν —τουλάχιστον φαινομενικά— να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Όμως υπάρχει ακόμα μια ομοιότητα ανάμεσα στις δύο διηγήσεις: και στις δύο η θεότητα δεσμεύεται από τις υποσχέσεις που δίνει και τους όρκους που παίρνει, και στις δύο το συμβόλαιο, δηλαδή η συμφωνία που προβλέπει όχι μόνο δικαιώματα και υποχρεώσεις αλλά και τη δυνατότητα της επιβολής τους, παίζει κεντρικό ρόλο.
Ο βιβλικός Θεός και ο ενσαρκωμένος υιός Του διαμορφώνουν τη σχέση τους με τους ανθρώπους ως «διαθήκη», ως συμβόλαιο. Η «Παλαιά Διαθήκη», η Τορά των Εβραίων, ήταν το ντοκουμέντο που κουβαλούσαν μαζί τους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο και που περιείχε τις αμοιβαίες υποχρεώσεις και τα —από την τήρησή τους απορρέοντα— δικαιώματα των δυο πλευρών. Η Τορά ήταν κάτι σαν το σύνταγμα και τον βασικό νόμο του κράτους του Ισραήλ. Ο Ιησούς αναθεώρησε αυτό το συμβόλαιο και το μετέτρεψε από το σύνταγμα και τον νόμο ενός κράτους και ενός λαού σε ένα οικουμενικό ηθικό πρόσταγμα, σε μια «Καινή Διαθήκη», επάνω στην οποία οι άνθρωποι ελεύθερα και σύμφωνα με τις επιμέρους πολιτικές, πολιτιστικές και φυσικές συνθήκες διαβίωσης τους μπορούν να οι ίδιοι να συντάξουν τα συντάγματα των πολιτικών τους κοινωνιών.
Σε αντίθεση με τα συμβόλαια του βιβλικού και χριστιανικού Θεού, τα συμβόλαια του Βόταν με τους άλλους θεούς, τους νάνους, τους γίγαντες και τους ανθρώπους δεν αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση μιας τάξης δικαίου αλλά στην επίτευξη των ιδιοτελών σκοπών των συμβαλλομένων, του Βόταν συμπεριλαμβανομένου. Είναι η αντίθεση σκοπών και συμφερόντων που τελικά οδηγούν στην αναίρεση της ελευθερίας και της δύναμής του και στην καταστροφή του κόσμου. Ο Βόταν και οι υπόλοιποι χαρακτήρες της Έντα και της βαγκνερικής διασκευής της είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση των ανθρώπων που παρασύρονται από ορέξεις και πάθη και χρησιμοποιούν τον νου τους μόνο σαν ένα ακόμα εργαλείο επίτευξης των ιδιοτελών και πεπερασμένων σκοπών τους.
Ο βιβλικός και χριστιανικός Θεός όμως δεν δρα με γνώμονα την ιδιοτέλεια αλλά την καλή και αγαθή φροντίδα για τους ανθρώπους και τα υπόλοιπα δημιουργήματά του — αυτό που ο χριστιανισμός αποκαλεί αγάπη. Δεν είναι ο Θεός το ομοίωμα του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Και ο ανθρώπινος νους δεν είναι ένα απλό εργαλείο επιβίωσης, αλλά αυτό που συνδέει την ανθρώπινη περιστασιακή γνώση με τη Θεία σοφία και την υλοποιεί ως επιστήμη. Γι’ αυτό ο αγώνας και η θυσία του Ιησού δεν είναι μάταια, όπως ο αγώνας και η θυσία του Ζίγκφριντ, και δεν οδηγούν στην καταστροφή του κόσμου. Το ότι το κακό συνεχίζει να υφίσταται δεν είναι δείγμα της αδυναμίας του Θεού αλλά απόδειξη της αγαθότητάς του και του γεγονότος ότι αυτή πραγματοποιείται στον κόσμο ως ελευθερία της βούλησης. Γι’ αυτό και τα συμβόλαια που έκλεισε με τους ανθρώπους δεν αποσκοπούσαν στον περιορισμό και την καταδυνάστευσή τους και δεν περιορίζουν τη Θεία δύναμη, αλλά κατοχυρώνουν την ανθρώπινη ελευθερία και επιβεβαιώνουν τη Θεία παντοδυναμία.
Η καθημερινότητα με τις αντιφάσεις, τα πάθη και τη χαοτική δομή της μοιάζει να επιβεβαιώνει τη διήγηση της Έντα και δυσκολεύει πολύ το να πάρει κανείς στα σοβαρά τη διήγηση της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Όμως ο σημερινός μας παγκόσμιος πολιτισμός που έχει ως βάσεις και ιδεώδη την αξία του ανθρώπου, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι λογικά και ιστορικά αδιάρρηκτα συνυφασμένος με τις διαθήκες του βιβλικού και χριστιανικού Θεού και όχι με τους όρκους, τα συμβόλαια και τις φρούδες υποσχέσεις ενός αδίστακτου και ανήθικου Βόταν.
Γι’ αυτό και γιορτάζουμε την Ανάσταση του Ιησού και το Πάσχα και όχι τον θάνατο του Ζίγκφριντ και το Ράγκναροκ.
[ Εικόνα ]