Ο Βενιζέλος και ο Μπουξτεχούντε

L
Νικόλαος Ζήσιμος

Ο Βενιζέλος και ο Μπουξτεχούντε

Το 2007, μια ζεστή αυγουστιάτικη μέρα, σε ένα σκοτεινό σιλό ενός παροπλισμένου αεροδρομίου στη Γερμανία, μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, με πρόσωπά που φωτίζονταν από τις οθόνες των λάπτοπ, περίμεναν τον τελευταίο ομιλητή της βραδιάς να ανέβει στο βήμα. Αρκετή ώρα αργότερα, ένα από τα πιο γνωστά ονόματα τότε στην κοινότητα των χάκερ , ο Νταν Καμίνσκι, πλησίασε το βήμα μέσα σε επευφημίες. Μόλις τα χειροκροτήματα εξασθένισαν, ο Καμίνσκι πήρε τον λόγο. Υπάρχουν δύο τύποι ομιλητών που μπορούν να κρατήσουν την προσοχή μου σε μια ομιλία, και ο Καμίνσκι ανήκε ξεκάθαρα στον πρώτο. Μιλούσε γρήγορα, και σκεφτόταν ακόμη γρηγορότερα· οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη, πολλές φορές ανολοκλήρωτες, συνθέτοντας μια καταιγιστική ακολουθία· παρενθετικές προτάσεις ενθυλακώνονταν στις προηγούμενες σε μια δαιδαλώδη φρακταλοειδή αναδρομή· ο συλλογισμός του ήταν πρωτογενής και αυθεντικός. Η δομή του όμως παρασυρόταν στις εκτροπές του ειρμού. Ως αποτέλεσμα, στο τέλος έμενες να ξύνεις το κεφάλι σου προσπαθώντας να βάλεις σε μια σειρά ό,τι είχες μόλις ακούσει, παρότι το είχες βρει εξαιρετικά ενδιαφέρον και το είχες παρακολουθήσει με προσοχή. Παρακολουθώντας προχτές την παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου, ετεροχρονισμένα γιατί είχα τελειώσει τη δουλειά σχετικά αργά, σκεφτόμουν ―όπως κάθε φορά που τον ακούω― πως ο Ευάγγελος Βενιζέλος εκπροσωπεί ιδανικά τον δεύτερο τύπο. Πρόκειται για τον ομιλητή που μιλά όπως οι περισσότεροι άλλοι άνθρωπο θα ήθελαν να μπορούν να γράφουν. Λόγος με βαθιά συγκρότηση και άρτια δομή, σε τέλειο συγχρονισμό με τη σκέψη που τον τροφοδοτεί· λόγος που μοιάζει με ένα αρχιτεκτόνημα που σχεδιάζεται και κατασκευάζεται ταυτόχρονα, σε πραγματικό χρόνο. Τηρουμένων των αναλογιών, ο πρώτος τύπος αντιστοιχεί στον βιρτουόζο της τζαζ που αυτοσχεδιάζει. Ο δεύτερος στον δεξιοτέχνη του εκκλησιαστικού οργάνου που συνθέτει μια φούγκα σε πραγματικό χρόνο. Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν ο Βενιζέλος αν του έλεγαν πως σε κάποιον θυμίζει τον Μπουξτεχούντε. Φαντάζομαι πως θα χαμογελούσε με κάποια δυσπιστία.