Ο βραδινός επισκέπτης

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

Ο βραδινός επισκέπτης

Μπορεί να γράφτηκε πιο γρήγορα από κάθε άλλο βιβλίο του, με αυτό τον πυρετώδη, ασταμάτητο ρυθμό με τον οποίο συνηθίζει να γράφει ο Κορτώ, όπως συχνά ο ίδιος ομολογεί, ποταμηδόν και αστραπιαία, αλλά ήταν μάλλον και το πιο δύσκολο. Άργησε, τρόπον τινά, να ασχοληθεί μαζί του, για όλους τους προφανείς λόγους, μα, όταν εντέλει πήρε την απόφαση, έπρεπε να το κοιτάξει στα μάτια και να αναμετρηθεί μαζί του χωρίς να κάνει πίσω. Δεν έκανε. Και αυτή ήταν η τελευταία νίκη του απέναντι στην αρρώστια. Είχε καταγάγει πολλές μέχρι τότε, αλλά αυτή ήταν η πιο σπουδαία, και η τελεσίδικη. Πλέον, όλο αυτό είναι καταχωνιασμένο στο παρελθόν. Και το παρελθόν δεν υπάρχει πια: είναι ένα βιβλίο. Εξ ου και, με τη νίκη του αυτή, ο Κορτώ δίνει και ένα μεγάλο δώρο σε ανθρώπους —και είναι πολλοί, πολλοί περισσότεροι από όσοι πιστεύουμε πως υπάρχουν— που δίνουν μικρότερες ή μεγαλύτερες μάχες απέναντι στον μαύρο σκύλο, ή απέναντι στον λυσσασμένο σκύλο. Απέναντι στην κατάθλιψη, ή απέναντι στην ψύχωση. Το «Μικρό χρονικό τρέλας», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη, είναι ένα πολύτιμο δώρο για όλους αυτούς. Κυρίως όμως είναι ένα δώρο, και ένας πολύτιμος βοηθός, για τους συγγενείς τους, για τους κοντινούς τους ανθρώπους, αλλά και για τους γιατρούς τους. Είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό.

Στις σελίδες του γενναίου αυτού βιβλίου, ο αναγνώστης θα γίνει μάρτυρας, βήμα το βήμα, όλου του ψυχωσικού επεισοδίου που άρπαξε στα δόντια του τον Αύγουστο Κορτώ, τον Πέτρο Χατζόπουλο, πριν από μερικά χρόνια, στα τέλη του 2008, από την πρώτη-πρώτη στιγμή και καθ’ όλο το σαρανταοκτάωρο που παραληρούσε και φανταζόταν απίθανα πράγματα για τον εαυτό του και για τον κόσμο, θα τον ακολουθήσει στην περιπλάνησή του στην πόλη και στους λιγοστούς φίλους που τον συνέτρεξαν, θα πονέσει, θα κρυώσει, θα βραχεί, θα τρομοκρατηθεί, θα κλάψει (αλλά και θα γελάσει) μαζί του, θα μείνει με το στόμα ανοιχτό, θα θορυβηθεί, θα ανατριχιάσει, θα πει χίλιες φορές, «Όχι, όχι, δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να είναι δυνατόν κάτι τέτοιο», θα θελήσει να τον βοηθήσει και να τον περάσει απέναντι από τα φανάρια, ακόμη και όταν είναι κόκκινα και τα αυτοκίνητα τρέχουν γύρω τους, θα μοιραστεί μια ομπρέλα ή μια ζακέτα μαζί του, ή μία σοκολάτα υγείας, θα του σκουπίσει το κεφάλι από τα νερά, θα του ψιθυρίσει δύο παρηγορητικά λόγια, ακόμη και αν ξέρει πως εκείνος δεν είναι σε θέση να τα κατανοήσει, και θα τον ακολουθήσει στα μέρη που ακούσια επισκέπτεται, στους δρόμους, στις πλατείες, στα σκαλιά όπου κάθεται και στα παγκάκια όπου τον συμβουλεύουν να ξαποστάσει οι φρουροί των πρεσβειών, μέχρι την ευτυχή και απαραίτητη κατάληξή του στο ψυχιατρείο, την παράδοσή του εκεί, με την καθολική και σωτήρια συνδρομή των φίλων, του συζύγου και του πατέρα του, αλλά και μετά, στη δεύτερη μάχη που έδωσε με την κατάθλιψη, στον αδιανόητα δύσκολο, μελαγχολικό και πλημμυρισμένο μοναξιά και μαυρίλα αγώνα για να ξεφύγει από τα νύχια της, με τη συνδρομή της ιατρικής και της αγίας χημείας.

Κάτι άλλο που κάνει στο προσωπικό, εξομολογητικό αυτό χρονικό ο Κορτώ είναι να συντρίψει κάτω από τη φτέρνα του το στίγμα — όλα τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που σχετίζονται με τις ψυχικές ασθένειες. Δεν δείχνει να τον απασχολεί καν: δεν αναφέρεται καν στο βιβλίο του — το περιγελά. Η ψυχική νόσος είναι νόσος (όπως η ευλογιά ή η πνευμονία) και ως εκ τούτου είναι θεραπεύσιμη, αντιμετωπίσιμη. Δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται κανείς ή να κρύβεται. Ούτε κάτι που πρέπει να κουκουλώνεται και να μη ζητείται η συνδρομή των ειδικών για να αντιμετωπιστεί. Ίσα-ίσα. Και δεν είναι κάτι που αφορά κάποιους, και όχι όλους. Η ψυχική νόσος μπορεί να χτυπήσει, λιγότερο ή περισσότερο εύκολα, τον καθένα. Και, λιγότερο ή περισσότερο εύκολα, μπορεί να θεραπευτεί.