Όχι ακρίδες

L
Γιάννης Δημητρόπουλος

Όχι ακρίδες

«Του ΟΑΣΠ η συμβουλή [που] είναι χρήσιμη πολύ», πήγε περίπατο στις εξίμιση το πρωί εκείνης της Κυριακής. Αντί να τρέξουμε κάτω από κάποιο τραπέζι, μείναμε καθηλωμένοι στο κρεβάτι μας στα κάμποσα δευτερόλεπτα που κράτησε η δόνηση. Πιο πολύ έκπληκτος παρά τρομαγμένος, απορούσα αν αυτό που ζούσα ήταν πραγματικό ή συνέχεια νυχτερινού ονείρου. Στο Ζάγκρεμπ δεν θα περίμενα να ζήσω ποτέ σεισμό, δεδομένου ότι ο τελευταίος μεγάλος ήταν το 1880.

Ούτε και οι ντόπιοι θα περίμεναν ποτέ να ζήσουν αυτό το ζόρικο τεστ της αντισεισμικής θωράκισης της πόλης, η οποία —όπως και σε όλη την πρώην Γιουγκοσλαβία— καθιερώθηκε μετά τη δεκαετία του 1960 και τις καταστροφές στα Σκόπια και μετά στη βοσνιακή Μπάνια Λούκα. Παρόλο που ο σεισμός, όπως και ο χιονιάς άλλωστε, δεν έχει «μπέσα» και μπορεί να κάνει ζημιά εκεί που δεν το πολυπεριμένεις, κατά κανόνα τα κτίρια που επλήγησαν ήταν αυτά που θα έλεγε η λογική ή μάλλον η τεχνική γνώση: γραφεία και σπίτια χτισμένα πριν από πολλές δεκαετίες ή και αιώνες, στο πεδινό κέντρο της πόλης με τις ποτάμιες αποθέσεις στο έδαφος.

Η αμηχανία του κόσμου ήταν εύλογη, ιδίως λόγω της συγκυρίας. Μόλις λίγες μέρες νωρίτερα είχε λανσαριστεί το σύνθημα #ostanidoma, το αντίστοιχο του ελληνικού «Μένουμε Σπίτι». Η οδηγία που κυκλοφόρησε λίγο μετά τη δόνηση ήταν να συνεχίσουμε να τηρούμε το social distancing, αλλά παραμένοντας μπροστά από τα σπίτια μας και σε απόσταση ασφαλείας από αυτά. Άκουσα στο ραδιόφωνο τον ίδιο τον πρωθυπουργό να την ανακοινώνει, μιλώντας (για ευνόητους λόγους) ένα κλικ πιο γρήγορα και έντονα σε σύγκριση με το ολύμπια ήρεμο ύφος που τον χαρακτηρίζει.

Σε άλλα σημεία της πόλης τα πράγματα ήταν κάθε άλλο παρά ήρεμα. Νοσοκομεία του ευρύτερου κέντρου έπαθαν ζημιές, με αποτέλεσμα να συναθροίζονται στο ύπαιθρο (σε μια μέρα με χιονόνερο) αρκετοί νοσηλευόμενοι, ανάμεσά τους και μητέρες με νεογνά σε μαιευτική κλινική. Η πρώτη πληροφορία για παθόντα ήρθε πριν το μεσημέρι, όταν δημοσιεύτηκε είδηση για 15χρονη που τραυματίστηκε κοντά στο παλιό τζαμί και εξέπνευσε σε νοσοκομείο. Παρόλο που την ίδια μέρα διαψεύσθηκε ο θάνατος, η κοπέλα δεν άντεξε και κατέληξε το βράδυ της Δευτέρας στην εντατική. Πέρα από αυτόν τον ένα άνθρωπο που «έφυγε», αρκετοί άλλοι απομακρύνθηκαν με την κυριολεκτική έννοια, μετακομίζοντας σε δομικώς ασφαλέστερα κτίρια είτε μέσα στην πόλη είτε στα επαρχιακά τους στέκια.

Μαζί με τους πολλούς που έμειναν σε αυτό (βοηθούσης και της απαγόρευσης υπεραστικών μετακινήσεων που επιβλήθηκε την επομένη), το Ζάγκρεμπ συνέχισε να ζει, και αυτό ήταν εμφανές ήδη από το απόγευμα της Κυριακής. Σοβάδες, κεραμίδια και άλλα υλικά που είχαν πέσει στον δρόμο λόγω της δόνησης —σε κάποιες περιπτώσεις καταπλακώνοντας παρκαρισμένα αυτοκίνητα— είχαν απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό μέσα στο πρώτο δωδεκάωρο. Η επιστροφή στο σπίτι επετράπη για όσους δεν είχαν ζημιές, ωστόσο αρκετοί άφησαν τα αυτοκίνητα stand-by στους δρόμους και κάποιοι παρέμειναν μέσα ή δίπλα σε αυτά. Ο συνοικιακός μας δρόμος —στην περιοχή αμιγούς κατοικίας όπου μένουμε— απέκτησε, εκείνες τις ώρες, μια ζωή που πιθανότατα ποτέ δεν είχε, με πιθανή εξαίρεση την εποχή του ’80 που ο γείτονάς μου —πιτσιρικάς τότε— θα έπαιζε μπάλα με φίλους χωρίς να κινδυνεύει από αυτοκίνητα.

Τα χρόνια του ’80 τα θυμηθήκαμε και με τον κολλητό μου από τον Πειραιά, καθώς του περιέγραφα στο τηλέφωνο τα αυτοκίνητα που κατέφυγαν μαζικά στο πάρκινγκ του νεκροταφείου Μίρογκοϊ. Κάτι ανάλογο είχαμε κάνει κι εμείς (επτά άτομα!) στο —γιουγκοσλαβικό— Ζάσταβα του πατέρα μου, παρκαρισμένο για ώρες στην αλάνα που τότε υπήρχε δίπλα στο Δελφινάριο, μετά τον σεισμό των Αλκυονίδων. Δεν ξέραμε κι εμείς τότε πολλά, κι ας κάνω τώρα εδώ τον έξυπνο στους γνωστούς μου Κροάτες, που ανησύχησαν με τον «μεγάλο αριθμό» των μετασεισμών (ευτυχώς μειούμενης έντασης, κι αυτό μετράει) και που πίστευαν και διέδιδαν φήμες όπως ότι «ο επόμενος θα γίνει στις εννιάμισι».

Παρόλο που τα μεγέθη διέφεραν (6,6 το ελληνικό 1981 έναντι 5,5 εδώ), οι εντάσεις των σεισμών όπως τους βίωσα σε Αθήνα και Ζάγκρεμπ ήταν παρόμοιες. Ο λόγος είναι βεβαίως η εγγύτητα στο επίκεντρο, στη δεύτερη περίπτωση — μόλις 10 χιλιόμετρα από το σπίτι, κι άλλα τόσα το εστιακό βάθος. Τυχεροί ήμασταν (σε ένα ευτυχώς ανθεκτικό σπίτι) που η μόνη μας ταλαιπωρία ήταν λίγες ώρες κομμένου ρεύματος και το μάζεμα βιβλίων από μια πεσμένη (πλην άθικτη) ραφιέρα. Όπως και για έναν άλλο, παράδοξο λόγο: το όψιμο χιόνι που έπεσε, και στρώθηκε, τις αμέσως επόμενες μέρες. Όχι μόνο γιατί μας κράτησε στο σπίτι, κάτι που συνιστάται αυτόν τον καιρό, αλλά και γιατί —όπως παρατήρησε ο αγαπητός stand up κωμικός Πέτζα Μπάγιοβιτς— μείωσε την πιθανότητα εμφάνισης ενός ακόμη βιβλικού κακού μετά τον λοιμό και τον σεισμό: «Με το χιόνι, δεν εμφανίζονται ακρίδες».