Οι 85 δις αποχρώσεις του κόκκινου

P
Ιωάννης Μουστάκης

Οι 85 δις αποχρώσεις του κόκκινου

Είναι κοινή γνώση ότι η επί μακρόν οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα έχει επιφέρει συστημικές μεταβολές στη δομή του οικονομικού μοντέλου της χώρας· προεξάρχουσα η δραματική κάμψη του τραπεζικού δανεισμού, που μέχρι πρότινος αποτελούσε το κύριο χρηματοδοτικό μέσο για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Σε συνθήκες υφεσιακού σπιράλ και αυστηρών πιστωτικών κριτηρίων για τις τράπεζες, επενδυτικά σχέδια ιδιωτών και εταιριών ανεστάλησαν, καθώς όχι μόνο οι ίδιοι πόροι είχαν εξαντληθεί αλλά και η πρόσβαση σε πιστώσεις είχε στο μεταξύ καταστεί ακατόρθωτη.

Ειδικότερα, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα δέχθηκαν διαλυτικές πιέσεις στην κερδοφορία τους, με το PSI να προκαλεί κατακόρυφη πτώση €30 δις στα καθαρά κέρδη έξι τραπεζικών ομίλων το 2011, εξαιτίας της σημαντικής έκθεσης (€48 δις)  των χαρτοφυλακίων τους σε ελληνικό κρατικό χρέος. Μετά τις δύο διασωστικές ανακεφαλαιοποιήσεις —€38 δις το 2011, με κάλυψη από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), και €8,2 δις το 2014, με αποκλειστική συμμετοχή ιδιωτών—, καταφέρεται εκ νέου συντριπτικό πλήγμα στο τραπεζικό σύστημα ως αποτέλεσμα της συγκρουσιακής διαπραγμάτευσης του 2015. Οι έως τότε επαρκώς θωρακισμένες τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν τη συνδυαστική επίδραση: του μαζικού κύματος εκροών καταθέσεων ύψους €42 δις, της απώλειας πρόσβασης στη διεθνή διατραπεζική αγορά —μόλις €1 δις σε διατραπεζικό δανεισμό τον Ιούνιο του 2015, από €25,1 δις τον Δεκέμβριο του 2014—, των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, και της διόγκωσης του χαρτοφυλακίου των μη εξυπηρετούμενων δανείων —αύξηση κατά €8,2 δις μόνο για το 2015—, θέμα που ακόμη απειλεί τη βιωσιμότητα των ελληνικών τραπεζών.

Αλλά για ποιον λόγο είναι τόσο ζωτικής σημασίας η άμεση διευθέτηση του ζητήματος των «κόκκινων» δανείων;

Τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορούν να πλήξουν πολυτρόπως τις τράπεζες, δημιουργώντας ολέθριες αντανακλάσεις στη μακροοικονομική σταθερότητα. Πρωτίστως, συμπιέζουν προς τα κάτω τα κέρδη, αφού τα πιστωτικά ιδρύματα αναγκάζονται να ανακατευθύνουν πόρους από επικερδείς δραστηριότητες προς την κοστοβόρα διαχείριση μη αποδοτικών ανοιγμάτων. Ύστερα, υποχρεώνουν τις τράπεζες να διακρατούν πρόσθετα κεφάλαια για την κάλυψη πιθανών ζημιών από τα επισφαλή δάνεια, απαίτηση που μεταφράζεται σε λιγότερα διαθέσιμα κεφάλαια για χορηγήσεις νέων δανείων και αποσόβηση αρνητικών σοκ. Με τα «κόκκινα» δάνεια να δρουν σαν βαρίδια για τις τράπεζες, το χρηματοπιστωτικό σύστημα παύει να διαδραματίζει τον οργανικό του ρόλο μέσα σε μία οικονομία, που είναι η ανακατανομή πόρων με στόχο τη χρηματοδότηση προσοδοφόρων δραστηριοτήτων, και ξεκινά να ενεργεί σαν «καταστροφέας» ξένου χρήματος. Καθώς οι προβληματικοί πιστωτικοί οργανισμοί παρασιτούν (τις περισσότερες φορές) εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, με μοναδικό σκοπό την επιβίωσή τους, η οικονομική ανάπτυξη ατονεί και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας περιορίζεται συνεχώς.

Σήμερα, οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες —Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και Eurobank—  είναι επιβαρυμένες με €85 δις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα περιλαμβάνουν το σύνολο των προβληματικών δανείων, ήτοι «κόκκινα» δάνεια και δάνεια που εξυπηρετούνται με πλάνο ρύθμισης), που ισοδυναμούν με το 45% των δανειακών χαρτοφυλακίων τους. Μπορεί κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια να έχουν απομειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατά 21% μέσω ιδιωτικών πρωτοβουλιών για διαγραφές και εκποιήσεις τιτλοποιημένων «κακών» δανείων, αλλά η ισχνή, παρά ταύτα, ρευστότητά τους εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση. Προκειμένου οι τράπεζες να πραγματοποιήσουν την υπεσχημένη συρρίκνωση του προβληματικού μέρους του δανειακού όγκου κάτω από το 20% του συνολικού, εξετάζονται κατά βάση δύο λύσεις.

Η πρώτη έρχεται από το ΤΧΣ και προτείνει τη συνταγή που εφαρμόστηκε στις ιταλικές τράπεζες το 2016. Πιο συγκεκριμένα, συνιστά τη μεταφορά των «κόκκινων» δανείων σε μια εταιρία ειδικού σκοπού, όπου και θα πακετάρονται σε «νέα» προϊόντα υποστηριζόμενα από κρατικές εγγυήσεις και θα πωλούνται, εν συνεχεία, σε ενδιαφερόμενους επενδυτές. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΤΧΣ, εκτιμάται ότι €5 δις εν είδει κρατικών εγγυήσεων θα ήταν αρκετά για να απαλλάξουν τους τραπεζικούς ισολογισμούς από προβληματικά δάνεια ύψους €17 δις.

Η δεύτερη επεξεργάζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και εκτιμάται ότι θα μπορούσε να σβήσει περί τα €38 δις μη εξυπηρετούμενων δανείων χωρίς άμεση χρήση κρατικών κεφαλαίων. Το σχέδιο αυτό προβλέπει τη μεταφορά του αναβαλλόμενου φόρου (DTA) των τραπεζών (σωρευτικές εκπτώσεις φόρου εν καιρώ ζημιών) μεγέθους €7 δις, που λογίζεται σαν πρόσθετο κεφάλαιο με την προϋπόθεση κερδοφόρων χρήσεων, σε εταιρία ειδικού σκοπού. Κατόπιν, η εταιρία αυτή θα εκδώσει ομολογίες και από τις προσόδους της πώλησής τους θα αγοράσει το παραπάνω ποσό «κόκκινων» δανείων από τα πιστωτικά ιδρύματα.

Η εκθετικών ρυθμών συσσώρευση των «κόκκινων» δανείων είναι εμφανώς συνέπεια και της δευτερογενούς τραπεζικής κρίσης που επέφερε η δραστική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους το 2012, ωστόσο οι χρηματοοικονομικά ανεύθυνες προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλαν καταλυτικά στην επιδείνωση του προβλήματος. Οι προγραμματικές δεσμεύσεις περί νέας «σεισάχθειας» καθ’ όλο το τελευταίο εξάμηνο του 2014 και οι έντονες ανησυχίες για την άτακτη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 2015 λειτούργησαν δίχως άλλο ως αντικίνητρο για τη συνέχιση της εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων, σκαρτεύοντας έτσι κι άλλο την ποιότητα των σχετικών χαρτοφυλακίων των εμπορικών τραπεζών. Αλλά και μετεκλογικά, οι ευθύνες που φέρει η κυβέρνηση Τσίπρα, κατά τη διάρκεια της σχεδόν πενταετούς θητείας της, είναι τεράστιες. Με πρόσχημα την ιδεολογική κριτική που έβρισκε έκφραση σε λαϊκιστικές οιμωγές για «επενδυτές-αρπακτικά που έρχονται για να πάρουν τις περιουσίες των Ελλήνων», επέδειξε εγκληματική διστακτικότητα απέναντι στη διαχείριση του κατεπείγοντος αυτού ζητήματος. Η απροθυμία, όμως, αυτή πολύ πιθανόν να ενείχε κάτι παραπάνω από μία κίβδηλα φιλολαϊκή στάση· ενδέχεται να αποσκοπούσε —με κάθε ευλογοφάνεια—  στη διεύρυνση της κυβερνητικής επιρροής επί του τραπεζικού συστήματος, διαμέσου ενός καταρχήν προληπτικού πλαισίου.

Και εξηγούμαι: Το 2014, για να διασφαλιστεί η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και να υπάρξει συμμόρφωση με τους εποπτικούς κανόνες, ο τότε υπουργός Οικονομικών, Καθ. Γκίκας Χαρδούβελης, μετέτρεψε την αναβαλλόμενη φορολογία σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC), δηλαδή εγγυήθηκε ότι, σε περίπτωση που οι τράπεζες επιστρέψουν σε αρνητική κερδοφορία, το Ελληνικό Δημόσιο θα καλύψει τις απώλειες έναντι μετοχών. Εργαλειοποιώντας αυτήν την προστατευτική πρόβλεψη, μια κυβέρνηση θα μπορούσε να ολιγωρεί συστηματικά στην επιδιόρθωση της βλάβης προφασιζόμενη γενναίες διαπραγματεύσεις, ενόσω οι τράπεζες θα υφίσταντο ζημίες και θα παραδίδονταν μοιραία σε κρατικό έλεγχο.

Ευτυχώς, οι ευρωπαϊκοί ρυθμιστικοί παράγοντες παρενέβησαν εγκαίρως και απέτρεψαν την εκτύλιξη όλων των παραπάνω δυσμενών σεναρίων. Παρά τις έξωθεν πιέσεις για ξεκαθάρισμα του τραπεζικού τοπίου όμως, η κατάρτιση και εφαρμογή ενός σχεδίου ελάφρυνσης οφείλει να είναι κατεξοχήν εγχώρια υπόθεση, και ως τέτοια φαίνεται να αντιμετωπίζεται από τη νέα ηγεσία, δεδομένου και του ορισμού υφυπουργού Οικονομικών με αποκλειστική αρμοδιότητα την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η πολιτική βούληση και η τεχνοκρατική γνώση αποτελούν μια καλή αρχή για την αραίωση του «τραπεζικού» κόκκινου από το χρωματικό φάσμα της Οικονομίας.

[ Eικ.: Youqing Eugene Wang ]