Οι αγχώδεις ηδονές του Δεκεμβρίου

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Οι αγχώδεις ηδονές του Δεκεμβρίου

Δεκέμβριος δεν είναι μόνο τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες ή το καθυστερημένο στρώσιμο των χαλιών και το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Δεν είναι μόνο οι βαθμοί του πρώτου τριμήνου για τους μαθητές του γυμνασίου ή ο πάλαι ποτέ 13ος μισθός (αν θυμούνται οι παλαιότεροι). Για τον ιδανικό βιβλιόφιλο, αυτόν δηλαδή που κυρίως περιγράφουμε σε αυτήν εδώ τη στήλη, ο Δεκέμβριος είναι ένας από τους δύο μήνες του έτους που κατεξοχήν χαρακτηρίζονται από εκείνο το ηδονικό άγχος από το οποίο τόσο απολαμβάνουμε να υποφέρουμε — ο άλλος μήνας με τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά είναι εκείνος που περιλαμβάνει τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Γιατί η προσμονή των διακοπών, όπως και το επερχόμενο τέλος του έτους και η αρχή του επόμενου, δεν μπορεί παρά να είναι φορτωμένα με ποικίλες αναγνωστικές υποχρεώσεις και πόθους και άλλους τόσους βιβλιακούς καταναγκασμούς και ενθουσιασμούς.

Μιλώντας εκ πείρας και κρίνοντας, αναπόφευκτα, εξ ιδίων, θα επιχειρήσω να καταγράψω τις κοινότερες τουλάχιστον από αυτές τις αγχώδεις ηδονές του Δεκεμβρίου.

Δεν θα υπάρχει, πιστεύω, εξαίρεση στην επιθυμία κάθε συστηματικού αναγνώστη να μπει στο νέο έτος καθαρός από αρχινισμένα και ουδέποτε τελειωμένα βιβλία. Στο κομοδίνο, στο γραφείο, στο τραπεζάκι του σαλονιού, στην τσάντα που κρεμάει στον ώμο του και μες στο μπάνιο, πάνω στο πλυντήριο των ρούχων, ή και στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, θα βρίσκονται οπωσδήποτε κάποια βιβλία με τον σελιδοδείκτη μπηγμένο στις σελίδες τους, όπως και στην καρδιά του αναγνώστη που τα έχει προδώσει για κάποια άλλα και τα έχει παρατήσει (προσωρινά) μισοδιαβασμένα. Και, όσο ο Δεκέμβριος προχωράει προς το τέλος του, τόσο αυτός θα καταστρώνει στο μυαλό του σφιχτά προγράμματα και θα θέτει αναγνωστικούς στόχους που θα περιλαμβάνουν αυτά ακριβώς τα βιβλία. Εγώ από την πλευρά μου έχω με συντριβή να αναφέρω τις «Ερωτοτροπίες» του Χαβιέρ Μαρίας, τη «Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας» του John Sutherland, τις «Λέξεις» του Σαρτρ και τις «21 ιστορίες και το Κοράκι» του Πόε. Όλα μισοτελειωμένα και κοντεύουμε κιόλας στα μέσα του μηνός.

Όσο σημαντικό είναι ωστόσο να βγεις από τον παλιό χρόνο χωρίς αναγνωστικά βαρίδια που θα σε κρατούν πίσω, άλλο τόσο κρίσιμη για την πορεία και την έκβαση του νέου έτους είναι και η επιλογή του πρώτου βιβλίου που θα ξεκινήσεις να διαβάζεις την Πρωτοχρονιά. Δεν αναφέρομαι στην πρώτη φράση που θα διαβάσει ο αναγνώστης εκείνη την ημέρα, συνήθεια που είναι γνωστή με την κωδική ονομασία «Άγγελος της Βιβλιοθήκης» και στην οποία θα αναφερθούμε εκτενώς την ερχόμενη εβδομάδα. Μιλώ για το πρώτο βιβλίο που θα ξεκινήσει να διαβάζει ο ιδανικός μας αναγνώστης το νέο έτος. Δεν μπορεί, εννοείται, να είναι οποιοδήποτε βιβλίο. Δεν μπορεί να είναι, για παράδειγμα, ένα μυθιστόρημα για το οποίο δεν είναι βέβαιος ο αναγνώστης πως θα είναι εξαιρετικό. Η νέα αναγνωστική χρονιά πρέπει να ξεκινήσει ηδονικά και συναρπαστικά, παιδευτικά και συγκλονιστικά, και έτσι —συνεκδοχικά— να συνεχίσει. Προκειμένου δε να κάνεις εγκαίρως τη σωστή επιλογή απαιτούνται χρόνος και σκέψη — πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση. Εγώ φέτος προσανατολίζομαι προς τον «Δόκτορα Φάουστους» του Τόμας Μαν. Ίσως πάλι να ξαναδιαβάσω τον «Πέδρο Καζάς» του Φώτη Κόντογλου. Δεν βιάζομαι ωστόσο να καταλήξω.

Αυτό που προέχει είναι να βγουν στην επιφάνεια τα βιβλία στα οποία προστρέχει τέτοια εποχή του χρόνου ο κάθε αναγνώστης. Παράμερα στο βάθος του συρταριού, σκονισμένα στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης ή στα ντέξιον του υπογείου, σίγουρα υπάρχουν αρκετά τέτοια βιβλία, εποχιακά, διαφορετικά για τον καθένα από εμάς, αν και όχι εντελώς διαφορετικά. Οι πιο χαρακτηριστικές χριστουγεννιάτικες ιστορίες για τους περισσότερους αναγνώστες είναι, χωρίς αμφιβολία, εκείνες που εκτυλίσσονται στο παγωμένο Λονδίνο του 19ου αιώνα, στο σκηνικό δηλαδή που έχει καταστεί αρχετυπικό χάρη στην αφηγηματική δεινότητα του Ντίκενς. Η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», λοιπόν, σε μία ή σε πολλές από τις δεκάδες μεταφράσεις και τις εκατοντάδες διασκευές της που κυκλοφορούν, θα ανασυρθεί από τους περισσότερους βιβλιόφιλους αυτές τις ημέρες, ακόμη και αν δεν πρόκειται να διαβαστεί τελικά — που θα είναι ομολογουμένως κρίμα, γιατί μετά από τόσο εντατική χρήση παραμένει φρέσκια και εξαιρετική.

Στη δική μου περίπτωση, η επίσημη έναρξη της αναγνωστικής εορταστικής περιόδου σηματοδοτείται από την ανάσυρση των τριών διηγημάτων που είναι τα πιο αγαπημένα μου των ημερών. Το πρώτο είναι τα «Χριστούγεννα ενός παιδιού στην Ουαλία», του Ντύλαν Τόμας:

Όλα τα Χριστούγεννα κατρακυλούν προς τη διχάλα της θάλασσας, καθώς το κατάψυχρο φεγγάρι κατηφορίζει ακάθεκτο τον ουρανό που ήταν κάποτε ο δρόμος μας.

Το δεύτερο είναι η «Χριστουγεννιάτικη ανάμνηση», του Τρούμαν Καπότε:

Φανταστείτε ένα πρωινό στα τέλη του Νοέμβρη. Ένα πρωινό στο έμπα του χειμώνα πριν από είκοσι και βάλε χρόνια. Σκεφτείτε την κουζίνα ενός μεγάλου παλιού σπιτιού σε μία επαρχιακή πόλη.

Το τρίτο διήγημα των Χριστουγέννων μου, που αυτό ωστόσο το διαβάζω κάθε εποχή του χρόνου, είναι ο «Έρωτας στα χιόνια», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα, Άις Βασίλης, Φώτα. Και αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν.

Η προσωπική μου παράδοση απαιτεί να αγοράζω κάθε Δεκέμβριο, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, μία ακόμη έκδοση, στα ελληνικά ή στα αγγλικά, των «Περιπετειών του Τομ Σόγερ» του Μαρκ Τουέιν, που υπήρξε το πιο αγαπημένο βιβλίο των παιδικών μου χρόνων· και συνεχίζει να είναι. Αφού όμως πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια που ευλαβικά τήρησα αυτή τη συνήθεια, αναγκάστηκα τελικά να παραιτηθώ από αυτήν, για οικονομικούς κυρίως λόγους, αφού πάντα βρισκόταν ένα άλλο βιβλίο που δεν θα το αποκτούσα αγοράζοντας άλλον ένα «Τομ Σόγερ», αλλά και φοβούμενος την κατακραυγή του άμεσου κοινωνικού μου περίγυρου που δύσκολα συγκατανεύει σε τέτοιες εμμονές. Συνεχίζω όμως να διαβάζω ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο αυτό το μυθιστόρημα κάθε Χριστούγεννα και, επίσης, να δημοσιοποιώ τη συνήθειά μου αυτή, με την ελπίδα ότι θα βρεθεί κάποιος φίλος που θα το θυμηθεί την ώρα που θα αγοράζει τα δώρα του για τις Γιορτές. Δυο-τρεις φορές έχει συμβεί!

Η επιλογή των δώρων, των βιβλίων δηλαδή που θα δωρίσει σε φίλους και συγγενείς, καθώς και η ετήσια αναδιάταξη των τόμων στα ράφια και στις στοίβες της βιβλιοθήκης του, είναι δύο επίσης από τις εργασίες που οφείλει, και αδημονεί, να ξεκινήσει ο βιβλιόφιλός μας κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Μα το πιο σημαντικό είναι άλλο: πρέπει να καταγράψει τις αποφάσεις του για το νέο έτος: τις αναγνωστικές του αποφάσεις, εννοώ. Ποια βιβλία θα αγοράσει τον νέο χρόνο, ποια θα χαρίσει ή θα πετάξει επιτέλους, πόσες ώρες θα αφιερώνει στην ανάγνωση σε καθημερινή και εβδομαδιαία βάση και, κυρίως, ποια κλασικά έργα θα διαβάσει πια φέτος. Τέσσερα τέτοια έχω εγώ ήδη στο πρόγραμμα για τη νέα χρονιά. Τον «Δόκτορα Φάουστους» του Τόμας Μαν που ήδη μια φορά τον ανέφερα, τον δεύτερο τόμο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, όλους τους τόμους του Ημερολογίου του Σεφέρη, που τους είχα διαβάσει έφηβος σχεδόν και από τότε ποτέ ξανά, και τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες στη νέα μετάφραση της Μελίνας Παναγιωτίδου.

Ας ανασκουμπωθούμε λοιπόν. Ο καιρός γαρ εγγύς.