Οι δυνατότητες της πραγματικότητας
Ο Χουάν Βιγιόρο γεννήθηκε στην πρωτεύουσα του Μεξικού το 1956. Σπούδασε κοινωνιολογία. Έχει εργαστεί στο ραδιόφωνο, χρημάτισε πολιτιστικός ακόλουθος στο Ανατολικό Βερολίνο (1981-84), έχει διευθύνει πολιτιστικά ένθετα και εργαστήρια δημιουργικής γραφής, είναι δημοσιογράφος και διευθυντής έκδοσης, επισκέπτης καθηγητής λογοτεχνίας στο Yale και στο Princeton, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra της Βαρκελώνης και στο Αυτόνομο της Μαδρίτης. Γράφει μυθιστόρημα και διήγημα, σενάρια και παιδική λογοτεχνία, κριτική, θέατρο, χρονογράφημα, δοκίμιο και ταξιδιωτική λογοτεχνία. Ο ίδιος εξομολογείται ότι περνά από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο ―πλην της ποίησης― σε μια προσπάθεια αυτοσυνταγογράφησης στη θέση των διεγερτικών ή των αγχολυτικών.
Μεταφράζει Γερμανούς συγγραφείς, παρότι εννέα ετών υποχρεώθηκε να πάει στο περίφημο γερμανικό σχολείο, αποκτώντας έτσι για τα επόμενα εννέα χρόνια νευρωτική σχέση με τη γερμανική γλώσσα. Ο φοβερός και τρομερός Σέρχιο Πιτόλ ήταν εκείνος που του έδωσε κάποια στιγμή να καταλάβει ότι η μετάφραση είναι ο μοναδικός τρόπος για να μπει κανείς στα άδυτα του βιβλίου του «άλλου», για να γίνει ο «ιδανικός αναγνώστης».
Γράφει για το ποδόσφαιρο όπως κανείς: μπορεί να ευθύνονται οι επικές περιγραφές του σπορκάστερ Άνχελες Φερνάντες που τον ανάγκασαν να συνδέσει το άθλημα με την αφήγηση ή το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο υπήρξε για κείνον ο ιδανικός τρόπος κοινωνικοποίησης στη γειτονιά του· όπως και να ’χει, το αποτέλεσμα είναι ότι το άθλημα του χάρισε μια ολόκληρη μυθολογία και ένα εργαλείο ικανό να αποκρυπτογραφήσει την πολιτική ραδιουργία, την εμπορική συναλλαγή, τη συλλογική παράκρουση και να μιλήσει για την εποχή του.
Ο θρύλος λέει πως στα δεκαοκτώ του έκανε μαθήματα γραφής με τον Αουγούστο Μοντερόσο αυτοπροσώπως και, πράγματι, για ένα χρόνο ήταν ο ένας από τους τρείς μαθητές του σ’ εκείνο το αναγεννησιακό εργαστήριο γραφής και ανάγνωσης στην τεράστια βιβλιοθήκη Αλφόνσο Ρέγιες, που λειτουργούσε χωρίς κανένα απολύτως θεωρητικό πλαίσιο ή στάνταρ βιβλιογραφία. Έτσι έμαθε πως «στις λεωφόρους μεγάλης ταχύτητας υπάρχουν οπωσδήποτε ατυχήματα», μ’ άλλα λόγια ότι η λογοτεχνία κατακτιέται αργά και ότι η λεπτομέρεια και η απόχρωση είναι τα βασικά εργαλεία της.
Είναι βαθιά πολιτικοποιημένος και θεωρεί υποχρέωση του συγγραφέα ν’ αφήσει μαρτυρία για τον καιρό του, ειδικά σε μια χώρα που μαστίζεται από τον αναλφαβητισμό, τη βία, τον ρατσισμό, τη διαφθορά, την κοινωνική ανισότητα, τη ναρκοκουλτούρα και την κρατική αυθαιρεσία. «Το Μεξικό είναι μια τεράστια νεκρόπολη ομαδικών τάφων, οι άνθρωποι βρίσκουν τα κόκαλα των συγγενών τους. Σήμερα, κάθε Μεξικάνος είναι εν δυνάμει παράπλευρη απώλεια, η βία βρίσκεται παντού, είναι μια θαυμάσια επιχείρηση, πρόκειται για ένα κράτος μαφιόζικο, όπου βασιλεύει η ατιμωρησία».
Έχει πολυβραβευτεί για το μεταφραστικό, συγγραφικό και δημοσιογραφικό του έργο.
Οι ένοχοι
«Ενώ στο μυθιστόρημα κανείς προχωρά σαν υπνοβάτης βρίσκοντας στον δρόμο εκείνο που θέλει να πει, στο διήγημα πρέπει να είσαι πρωταθλητής του ελέγχου, να ξέρεις τα πάντα και να ξέρεις πολύ καλά τι είναι αυτό που θέλεις να πεις», λέει σε μια από τις συνεντεύξεις του.
Οι Ένοχοι είναι έξι διηγήματα και μια σύντομη νουβέλα, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο και στον ίδιο τόνο, που κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση: την αφήγηση μιας αμήχανης κατάστασης εσωτερικής σύγκρουσης για την οποία φταίνε μεν κάποιοι άλλοι, η εξιστόρηση της οποίας όμως αναγκάζει κατά τη διάρκειά της τον αφηγητή να παραδεχτεί πως τελικά μπορεί να είναι κι εκείνος φταίχτης, να είναι και ο ίδιος ένας από τους ενόχους.
Είναι ιστορίες που ακούγονται στα τρένα και στα λεωφορεία, στο διπλανό τραπέζι, στο απέναντι παγκάκι, από ανθρώπους που δεν είναι επαγγελματίες της αφήγησης και είναι γραμμένες με τον αυθορμητισμό και τη φυσικότητα του προφορικού λόγου· μ’ άλλα λόγια, αυτός που πρωταγωνιστεί είναι η ίδια η δυναμική της γλώσσας. Πρωταγωνιστεί βέβαια κι ένας μαριάτσι που δεν θέλει να είναι πια μαριάτσι, ένα ιγκουάνα εν αγνοία του, η ίδια η ενοχή τυλιγμένη στις παιδικές κουβέρτες δύο αδελφών, η ερωτική απιστία που φανερώνεται χάρη σε ένα χάμστερ και ένα μπαλάκι του τένις, η πρόσληψη της μεξικάνικης κουλτούρας ως φολκλόρ από τον ξένο επισκέπτη και η βίαιη απάντηση της μεξικάνικης πραγματικότητας. Και φυσικά το χιούμορ, το καταλυτικό, αποστομωτικό, ανελέητο, ειρωνικό και αυτοσαρκαστικό μαύρο χιούμορ του γιου ενός φιλοσόφου και μιας ψυχαναλύτριας, του παιδικού φίλου του Μπολάνιο, του αιώνιου θαυμαστή του Ίταλο Καλβίνο.
Τα πάντα σ’ αυτό το συναρπαστικό, ρυθμικό βιβλίο συμβαίνουν στο μεταίχμιο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, επικεντρώνονται σ’ αυτό που σε μια συνηθισμένη αφήγηση δεν «κολλάει», που ανοίγει την πόρτα σε κάποιο μυστήριο, σε κάποιαν άλλη ξαφνική πραγματικότητα. Σε κανένα από τα επτά κείμενα όμως δεν διακρίνεται τίποτε μεταφυσικό: μονάχα ένα ξεχείλωμα των ορίων της πραγματικότητας με στόχο την εξερεύνηση των δυνατοτήτων της. Παραμένει μυστήριο δε το πώς, ενώ έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές αφηγήσεις που δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους, αφήνουν τελικά την εντύπωση πως πρόκειται για μια και μοναδική ιστορία.
Οι Ένοχοι μάς κάνουν δώρο την προσωπική ανθρωπολογία του συγγραφέα, το βλέμμα του στη μεξικάνικη πολυστρωματική πραγματικότητα, τη γοητεία των λεπτών χειρισμών στη χρήση της ισπανικής γλώσσας, τη σκευή των αναγνωσμάτων του και την πεποίθηση ότι, «για να γράψεις, είναι απαραίτητη μια δόση ανευθυνότητας».
Ιδού μια πρόγευση της πρόζας του:
Ο Κάτζενμπεργκ είχε διαβάσει πολύ σχετικά με την καθηλωτική μεξικάνικη ζωγραφική. Ήξερε περισσότερα από μένα για τις τοιχογραφίες με τα καλαμπόκια των οκτώ τετραγωνικών μέτρων, το Μουσείο της Επανάστασης, την απόπειρα εναντίον του Τρότσκι και το διακριτικό ρομάντζο της Φρίντα με τον Σοβιετικό προφήτη στην εξορία του στο Κογιακάν. Με διδακτικό τόνο στη φωνή, μου αποκάλυψε πόσο σημαντική ήταν «η πληγή ως φυλομεταβατική έννοια»: η παράλυτη ζωγράφος ήταν σέξι με έναν τρόπο «πολύ μεταμοντέρνο, πέρα από τον ορισμό του φύλου». Λογικά, η Μαντόνα τη θαύμαζε χωρίς να την καταλαβαίνει.
[ Η μετάφραση των «Ενόχων» είναι της Μαρίας Παλαιολόγου ].