Οι επιβάτες

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Οι επιβάτες

Σε μια Αθήνα που παραπαίει ανάμεσα σε δεκάδες προβλήματα, έναν κόσμο που διαμαρτύρεται και απεργεί, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος ακολουθεί τη συνηθισμένη του διαδρομή. Όπως άλλωστε και η ίδια η ζωή· με τα καθημερινά, τα άσχημα, τα παράδοξα.

Τη συλλογή διηγημάτων «24» του Γιάννη Γορανίτη, το πρώτο του βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη, το διάβασα με κομμένη την ανάσα. Αχόρταγα, μα συγχρόνως χωρίς να μπορώ να μείνω σε μια θέση. Τη μια στιγμή κουλουριασμένη στον καναπέ, την άλλη στο τραπέζι της τραπεζαρίας για να μπορώ παράλληλα να κρατάω σημειώσεις, ποτέ χαλαρή, πάντα σε απίστευτη ένταση. Πρόκειται για ένα βιβλίο για την Αθήνα τού σήμερα· σύγχρονα θέματα, σύγχρονη γλώσσα. Είκοσι τέσσερα κείμενα, όσοι και οι σταθμοί του μετρό της Αθήνας· όσες και οι στάσεις σε ένα φωτογραφικό φιλμ, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο.

Μετά τα δυο-τρία πρώτα διηγήματα, είχα πιστέψει πως είχα να κάνω με είκοσι τέσσερις ανεξάρτητες ιστορίες και πως το μόνο που τις δένει είναι που η κάθε μια διαδραματίζεται σε ένα, κάθε φορά, διάστημα του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Πως οι σταθμοί είναι το μοναδικό στοιχείο που λειτουργεί όπως οι κρίκοι μιας αλυσίδας, συνδέοντας τα διηγήματα μεταξύ τους. Κάποιοι εμβόλιμοι, μόνο, διάλογοι μέσα στο κάθε διήγημα, μεταξύ χαρακτήρων που κατά κανόνα δεν εμφανίζονται στις κεντρικές ιστορίες, με προβλημάτισαν. Επιβάτες του ίδιου συρμού, θεώρησα πως ήταν. Διάλογοι που, μέσα από την καθημερινότητα των θεμάτων τους, χρωματίζουν ακόμα πιο ευδιάκριτα τη σημερινή Αθήνα. Εξαιρετικά ευρηματικό, σκέφτηκα. Ώσπου, ξαφνικά, είδα να εμφανίζεται σε επόμενο διήγημα ίδιος ήρωας με κάποιον που παρακολούθησα λίγο πριν. Το ίδιο συνέβαινε και με τους διαλόγους των επιβατών. Αργά λοιπόν, μα προοδευτικά, καταλαβαίνουμε πως όλα κινούνται παράλληλα, με στόχο το τέρμα του ταξιδιού. Ένα απρόβλεπτο όμως τέλος, το τραγικό πρόσωπο του οποίου δεν θα μπορούσες να μαντέψεις ποτέ.

Όσο προχωράς στην ανάγνωση, έχεις την εντύπωση πως ακούς τον οξύ ήχο του τρένου χωρίς εσύ να βρίσκεσαι σε κανένα βαγόνι. Δεν ταξιδεύεις, δεν είσαι εσύ επιβάτης. Εσύ, ο αναγνώστης, βρίσκεσαι σταθερά στην ίδια θέση, σαν θεατής των όσων εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια σου. Όχι όμως όντας βολεμένος σε κάποιο παγκάκι κάποιου σταθμού, παρά στη σήραγγα, κολλημένος στον τοίχο· ανάμεσα στον τοίχο και τις γραμμές. Εκεί απ’ όπου τα βαγόνια περνάνε ξυστά από μπροστά σου και σε γλείφουν· εκεί, στα κατάβαθα της γης.

Εσύ, αναγνώστη, δεν είσαι ο ελεγκτής για να «…να χαζεύεις τους επιβάτες που πηγαινοέρχονται, τα ίδια κεφάλια σε άλλα σώματα, τα ίδια σώματα σε άλλα βαγόνια, τα ίδια βαγόνια σε άλλα τρένα, τα ίδια τρένα σε άλλους σταθμούς, τους ίδιους σταθμούς σε άλλες πόλεις, τις ίδιες πόλεις σε άλλες χώρες, τις ίδιες χώρες σε άλλους κόσμους, σε κόσμους άλλους κι όμως ολόιδιους…» Με σένα ο συγγραφέας θα είναι αμείλικτος. Σ’ εσένα, αναγνώστη, δεν θα φανούν «όλοι ίδιοι, οι κόσμοι, οι χώρες, οι πόλεις, οι σταθμοί, τα τρένα, τα βαγόνια, τα σώματα, τα κεφάλια…» Θα παρελάσουν όλοι οι ήρωες από μπροστά σου, ένας-ένας. Μέσα από ένα βιβλίο διακοσίων σελίδων, θα προλάβεις να τους γνωρίσεις όλους. Αυτούς και την ασκήμια του κόσμου: το κορίτσι με τ’ ακουστικά, τον Λέκκα, τον Λευτεράκη που γύρναγε απ’ τον ΟΑΕΔ, την Κορίνα, τον Κοροξενίδη με το κράνος στον αγκώνα, τον ζωγράφο με το κοκκινισμένο μάγουλο, τη γυναίκα με τις παντόφλες-λιονταράκια, τον πρεζάκια, τον Δημητράκη, τον (επονομαζόμενο) Γιώργο, το κορίτσι-κοτόπουλο, τον ακορντεονίστα, τον Προκόπη, τη μάνα που έψαχνε τον Δημητράκη, την Άστριντ, την ηλικιωμένη με το τατουάζ, την Έλλη με το χειρόγραφο, τον άντρα με το καλό του πουκάμισο, τον Πέτρο με την Καινή Διαθήκη, κι αυτόν, κι αυτούς, όλους. Και θα σε στοιχειώσουν.

Πονάει η γραφή. Πονάνε οι λέξεις. Πονάει κι η απουσία τους. Πονάνε τα είκοσι τέσσερα κείμενα. Είναι κι εκείνος ο λόγος ο κοφτός. Είναι οι λέξεις. Η μια δίπλα στην άλλη. Μα και τα κόμματα· και οι άνω τελείες. Ίσως κυρίως αυτά. Εκεί που νομίζεις πως θα πάρεις ανάσα, έρχεται η επόμενη φράση, το ίδιο σκληρή, το ίδιο αναίσθητη. Ναι, κυρίως τα κόμματα και οι άνω τελείες. Νιώθεις να σε κόβουν. Να σε χαράζουν. Σου φωνάζουν. Εκείνα είναι που σου λένε φταις. Ναι, εσύ. Φταις. Που επιτρέπεις στον κόσμο να είναι έτσι. Που είσαι κι εσύ, ένας ακόμα απών.

Ο Μάνος, στον Περισσό, θα διαπιστώσει: «Κανείς άλλος δε χαμογελούσε. Στο μυαλό του γύρισε μια φράση από ένα μυθιστόρημα: οι επιβάτες του τρένου αγοράζουν μαζί με το εισιτήριο και το θλιμμένο ύφος τους, έλεγε…»

Παρακολουθείς το δράμα του Λευτεράκη: «Να σταθείς μονάχος σου στα πόδια σου, να τιμάς τα παντελόνια σου, να ’χεις το κούτελο καθαρό, να μην έχεις ανάγκη κανέναν κερατά. Μ’ αυτά πορεύτηκα μέχρι τα τώρα. Αυτά άκουγα στο μυαλό μου με το που μπήκα στο λογιστήριο. Δεν υπογράφω, πέταξα του Γιώτη και βγήκα αμέσως. Στα πόδια μου στάθηκα, τα παντελόνια μου τα τίμησα, κανέναν κερατά δεν έχω ανάγκη. Ας πούμε. Γιατί τώρα παρακαλάω να μπει μήνας με τριάντα μέρες».

Όσο θα διαδραματίζονται οι ιστορίες των ηρώων, βαγόνι το βαγόνι θα περνάει επανειλημμένα ο κύριος με τις γομολάστιχες: «Δεν ζητιανεύω, κυρίες μου κύριοι, να ζήσω τίμια την οικογένεια θέλω. Ένα μολύβι με γομολάστιχα δέκα λεπτά. Τέσσερα μολύβια με γομολάστιχα τριάντα λεπτά». Μα, όπως και τον ζάκια, όπως αποκαλεί τον εαυτό του ο Λάμπρος, κανείς δε θα γυρίσει να τον κοιτάξει. Θα πει μετά τη δέκατη όγδοη στάση: «Το βαγόνι έχει γεμίσει με νέους, άγνωστους επιβάτες. Όχι ότι οι προηγούμενοι ήταν γνωστοί, αλλά τόση ώρα δίπλα-δίπλα τούς συνήθισα. Αυτοί τώρα με ενοχλούν. Με ενοχλούν περισσότερο τώρα που είμαι στη χαρμάνα. Με ενοχλούν γιατί κάνουν ότι δεν με βλέπουν ,κι όταν με βλέπουν με κοιτάνε περίεργα, σαν να με φοβούνται, σαν να με λυπούνται».

Theres a drumming noise inside my head, επαναλαμβάνει η Florence στ’ αυτιά του κοριτσιού και, μέσα από τα ακουστικά της, ακούς κι εσύ δυνατούς τους χτύπους, στο δικό σου κεφάλι. Ή μήπως είναι η καρδιά σου; Γιατί σ’ αυτή τη γραμμή, όσο γλιστράει το τρένο προς το τέρμα, συνειδητοποιείς πως αυτός είναι και δικός σου κόσμος. Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε. «Όσο κι αν πεταρίζεις τα βλέφαρα —όπως κάνουμε όταν προσπαθούμε να εμποδίσουμε τα δάκρυα να κυλήσουν—, δε θα μπορείς ν’ αποτρέψεις το υγρό φωτοστέφανο να σχηματίζεται γύρω από τις κόρες των ματιών σου».

Κι είναι κι αυτός ο Λ… —επιβάτης του τρένου; του κόσμου; ποιος ξέρει…— που όλο αναρωτιέται:

«Θα έκανες τα ίδια; Θα πήγαινες πέρα-δώθε; Θα δούλευες σε μια δουλειά χωρίς νόημα; Θα ροκάνιζες τη ζωή σου λεπτό με το λεπτό, ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα; Θα ξόδευες τη ζωή σου σαν να μην είναι δική σου;»

«Πολλά ρωτάς», θα του απαντήσει ο Μ.

«Γιατί, εσύ δεν ρωτάς;»

«Τώρα πια όχι».

Ο Γιάννης Γορανίτης γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα και εργάζεται σαν δημοσιογράφος και μεταφραστής. Διηγήματά του —κάποια από τα οποία έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς— έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες, ενώ άλλα έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Το 24 είναι, όπως ανάφερα και προηγουμένως, το πρώτο του βιβλίο. Γράφω, λέει ο Γορανίτης, όπου και όποτε μπορώ. Κι όταν δεν γράφω, έχω τύψεις. Δεν ζω λοιπόν, για να γράφω. Γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.