Οι εποχές της Επιστημονικής Φαντασίας
Το 1938, οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη έστρωναν τον δρόμο για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά στις ΗΠΑ, που ήταν και είναι πάντα μακριά από την αναβράζουσα καρδιά της εθνικής αντιπαράθεσης, έπνεε αέρας αισιοδοξίας: το Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ απέδιδε, η οικονομία άρχιζε να ορθοποδεί από την Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση, η ανεργία έτεινε να μηδενιστεί.
Δεν είναι συμβατική η επιλογή του συγκεκριμένου έτους ως αφετηρίας της Χρυσής Εποχής της Επιστημονικής Φαντασίας. Από τη μια, ο Τζον Κάμπελ, νέος αρχισυντάκτης του περιοδικού Astounding Stories, αποκτά πλήρη ελευθερία κινήσεων και αρχίζει αμέσως αλλαγές (μία από τις πρώτες είναι να μετατρέψει τον τίτλο σε Astounding Science Fiction, φέρνοντας την Επιστημονική Φαντασία στο προσκήνιο). Από την άλλη, η διχοτόμηση ενός συλλόγου οπαδών της Επιστημονικής Φαντασίας στη Νέα Υόρκη οδηγεί στην ίδρυση των Futurians, μιας ομάδας που τα μέλη της εξελίχθηκαν σε σημαντικούς συγγραφείς, αρχισυντάκτες και κριτικούς του είδους.
Η επιρροή του Κάμπελ ήταν σημαντική, γιατί ασχολήθηκε άμεσα με τις ιστορίες που δημοσίευε και με τους συγγραφείς τους. Αντί να επιλέγει απλώς ποια κείμενα του έκαναν, ως είθισται ακόμα και σήμερα, άνοιγε συζήτηση και πρότεινε διορθώσεις. Επίσης, έδινε ιδέες για νέα διηγήματα, άλλοτε βασισμένες σε κάποια τεχνολογική εξέλιξη που του είχε τραβήξει την προσοχή, άλλοτε παρμένες από κάποια εικόνα που είχε ήδη αγοράσει για να την κάνει εξώφυλλο στο περιοδικό.
Ο Κάμπελ απαιτούσε κείμενα που να δείχνουν πως ο συγγραφέας τους κατανοεί την τεχνολογία και κατανοεί την ανθρώπινη φύση. Ήθελε ακρίβεια στην περιγραφή και τη χρήση της επιστήμης στην πλοκή, ήθελε στιβαρούς χαρακτήρες με ρεαλιστικές αντιδράσεις. Δεν τον ενδιέφεραν τόσο τα τεχνολογικά «μαραφέτια», όσο εκείνοι που τα είχαν στα χέρια τους και ο τρόπος που επέλεγαν να τα χρησιμοποιήσουν. Μια διάσημη πρόκλησή του ήταν για τη δημιουργία λογοτεχνικών εξωγήινων που να μη μοιάζουν απλώς σαν άνθρωποι από άλλη χώρα: «Γράψτε μου για ένα πλάσμα που να σκέφτεται ευφυώς όσο ο άνθρωπος –ή ακόμα πιο ευφυώς– αλλά όχι σαν άνθρωπος».
Πολλά από τα μεγάλα ονόματα της εποχής δεν μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν την κατεύθυνση που ήθελε ο Κάμπελ κι αυτός απέρριπτε τις ιστορίες που του έστελναν προς δημοσίευση. Προτιμούσε να συνεργαστεί με άσημους νέους, πρόθυμους να ακούσουν τις συμβουλές του, παρά με ανθρώπους που το όνομά τους ήταν κράχτης αλλά η πένα τους δεν έφτανε τα στάνταρ που ήθελε να θέσει εκείνος. Η αγορά τον δικαίωσε και το περιοδικό του ξεχώρισε από όλα τα άλλα του είδους λόγω της ποιότητας των διηγημάτων που περιείχε. Αναγκάστηκαν και τα υπόλοιπα έντυπα να ακολουθήσουν στο ίδιο στιλ, προς γενική βελτίωση της Επιστημονικής Φαντασίας.
Χαρακτηριστικό της ακρίβειας που απαιτούσε ο Κάμπελ είναι το εξής περιστατικό:
Το 1944, ενώ το Σχέδιο Μανχάταν προσπαθούσε μυστικά να κατασκευάσει την ατομική βόμβα, ο Κάμπελ βοήθησε έναν συγγραφέα του να γράψει ένα διήγημα που περιέγραφε τη δημιουργία ατομικής βόμβας από Ουράνιο. Οι πληροφορίες του διηγήματος προέρχονταν από επιστημονικές εργασίες που είχαν δημοσιευτεί πριν τον πόλεμο, αλλά ο τρόπος που τις συνέθετε το κείμενο και οι υποθέσεις που έκανε ήταν αρκετά ακριβείς για να τρέξει το FBI πανικόβλητο στα γραφεία του περιοδικού και να απαιτήσει την απόσυρση του τεύχους! Ο Κάμπελ, άσος στον χειρισμό ευφάνταστων ανθρώπων, έπεισε τους πράκτορες πως θα ήταν χειρότερα αν το έκανε, θα αποτελούσε ένδειξη πως όντως γίνονταν σχετικά πειράματα, ενώ όσα είχαν γραφτεί στο διήγημα ήταν ακίνδυνα, γνωστά και προφανή σε όσους ασχολούνταν με την επιστήμη.
Και ίσχυε μάλιστα και η αντίστροφη πορεία έμπνευσης, εν αγνοία του Κάμπελ και του FBI. Στρατιωτικοί ερευνητές διάβαζαν Επιστημονική Φαντασία για να παίρνουν ιδέες. Το ίδιο συνέβαινε και στη Μεγάλη Βρετανία, και, όπως θα περίμενε κανείς, οι Άγγλοι το πήγαν ένα ακόμα βήμα παραπέρα. Ζήτησαν από συγγραφείς να τους υποβάλουν ιδέες χωρίς πρακτική αξία, ώστε να πλαστογραφήσουν έγγραφα πως δήθεν τις μελετούσαν και να τα αφήσουν στη συνέχεια να πέσουν στα χέρια των Γερμανών.
Όπως και να ’χει, η επιτυχία του Κάμπελ δεν οφειλόταν μόνο στις ικανότητές του, αλλά και στο μεγάλο ταλέντο των συγγραφέων με τους οποίους συνεργάστηκε. Οι πολιτικά ανήσυχοι Futurians αποτέλεσαν έναν συμπαγή πυρήνα: Ο Ισαάκ Ασίμοφ, αληθινός επιστήμονας (πανεπιστημιακός καθηγητής Βιοχημείας), πολυγραφότατος όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και σε βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, δημιουργός του Θεμελίου και των Τριών Νόμων της Ρομποτικής. Ο Ντέιμον Νάιτ, καυστικός κριτικός εκτός από συγγραφέας, (συν)ιδρυτής της Ένωσης Αμερικανών Συγγραφέων Επιστημονικής Φαντασίας και Fantasy, αλλά και του Clarion, του λογοτεχνικού εργαστηρίου που ακόμα και σήμερα αποτελεί πρότυπο και αναδεικνύει συγγραφείς Επιστημονικής Φαντασίας και Fantasy με διεθνές κύρος. Ο ευφάνταστος Τζέιμς Μπλις, που πολλές από τις εμπνεύσεις του (π.χ., γεννήτρια αντιβαρύτητας ή κινητήρας για ταχύτητες μεγαλύτερες του φωτός), τις δανείστηκαν οι φίλοι του και τις θεωρούμε δεδομένες σήμερα. Ο πολυβραβευμένος Φρέντερικ Πολ, που έμελλε να εκθρονίσει τον Κάμπελ και διακρινόταν για το λεπτό του χιούμορ. Ο εκκεντρικός Σίριλ Κόρνμπλαθ, συχνά συγγραφικό έτερον ήμισυ του Πολ και άλλων. Η Τζούντιθ Μέριλ, που τα γραπτά της αναγνωρίστηκαν και έξω από τον χώρο της Επιστημονικής Φαντασίας, ενώ εντός του χώρου ήταν η πρώτη γυναίκα με σημαντικό έργο ως αρχισυντάκτρια και ανθολόγος, με απαιτήσεις για πιο «λογοτεχνικά» έργα.
Και δεν ήταν μόνο αυτοί. Κάποιοι από την προηγούμενη γενιά προσαρμόστηκαν με ευκολία στις νέες συνθήκες, όπως ο Ε.Ε. Σμιθ, που ξεκίνησε την καριέρα του το 1928, αλλά η σειρά βιβλίων Lensman που έγραψε τη Χρυσή Εποχή θεωρείται το αριστούργημά του — το 1966, μάλιστα, ήταν υποψήφια για το Hugo καλύτερης σειράς βιβλίων Επιστημονικής Φαντασίας όλων των εποχών. Και ο Κάμπελ ανακάλυπτε ταλέντα σε κάθε γωνιά του αγγλόφωνου κόσμου. Ο Καναδός Α.Ε. Βαν Βογκτ ακόμα διχάζει σχετικά με το αν ήταν σπουδαίος ή αν έγραφε παιδαριώδη κείμενα, αλλά όλοι τον διάβαζαν για χρόνια και δεν σταμάτησε μέχρι το τέλος να μελετά και να προσθέτει νέα στοιχεία στο στιλ του (μεταξύ άλλων, εφηύρε τον όρο και την ιδέα τού, συνηθισμένου στην Επιστημονική Φαντασία, είδους μυθιστορήματος fix-up). Ο Άγγλος Άρθουρ Κλαρκ, που κι αυτός αναδείχτηκε μέσα από το Astounding, έγραψε σπουδαία βιβλία όπως το 2001, Οδύσσεια του Διαστήματος, οι Επικυρίαρχοι και το Ραντεβού με το Ράμα, βραβεύτηκε για τη συνεισφορά του στη διάδοση της επιστήμης με εκλαϊκευμένα κείμενα και βοήθησε στην εξερεύνηση του διαστήματος με άρθρα που γέννησαν πολύτιμες ιδέες (όπως το δίκτυο τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων). Ο Ρόμπερτ Χέινλαϊν, ο «πρύτανης της Επιστημονικής Φαντασίας», υπερασπίστηκε τα ατομικά δικαιώματα στα κείμενά του, υπενθύμιζε συνεχώς την υποχρέωση όλων να συνεισφέρουν στην κοινωνία που ζουν, χρησιμοποίησε πολλές φορές μη λευκούς πρωταγωνιστές σε μια εποχή που δεν το έκανε κανείς άλλος, προέβλεψε το κινητό τηλέφωνο και άλλες ανακαλύψεις, πρόσθεσε νεολογισμούς στην αγγλική γλώσσα — κι όλα αυτά με συναρπαστική γραφή.
Ο Ασίμοφ, ο Κλαρκ και ο Χέινλαιν θεωρούνταν οι «Τρεις Μεγάλοι της Επιστημονικής Φαντασίας» για δεκαετίες. Αλλά η λίστα των μεγάλων συγγραφέων που πρωτοεμφανίζονται τη Χρυσή Εποχή είναι ατελείωτη: Άλφρεντ Μπέστερ, Λι Μπράκετ, Ρέι Μπράντμπερι, Φρέντρικ Μπράουν, Χαλ Κλέμεντ, Φριτς Λάιμπερ (κι εδώ!), Θίοντορ Στάρτζεον, Τζακ Βανς, Τζον Γουίνταμ, Πόουλ Άντερσον, Φίλιπ Ντικ…
Εκτός από πλουραλιστική, η Χρυσή Εποχή ήταν η περίοδος της «σκληρής» Επιστημονικής Φαντασίας (κειμένων με πολλές και ακριβείς τεχνικές λεπτομέρειες) και της θετικής σκέψης. Η εφευρετικότητα νικά κάθε κίνδυνο στο τέλος: εξωγήινους, τέρατα, φυσικές καταστροφές. Ακόμη και όταν μιλούσαν για συμφορές, όπως το πυρηνικό ολοκαύτωμα στο Thunder and Roses του Θίοντορ Στάρτζεον, οι συγγραφείς της περιόδου πίστευαν πως το ανθρώπινο γένος είχε αφήσει πλέον πίσω του τις χειρότερες στιγμές του (τον Β΄ Παγκόσμιο) και μπορούσε να δείξει υπευθυνότητα σε μια δύσκολη ώρα, αντί για μικροπρέπεια κι εγωισμό. Έθιγαν όλα τα σημαντικά ζητήματα της εποχής, άλλοτε με αλληγορίες και σάτιρα, αλλά συχνότερα αφαιρώντας τις επίκαιρες, πολωτικές λεπτομέρειες και κρατώντας την ουσία των ερωτημάτων της, που την ξεγύμνωναν για να τη σκεφτεί καθαρά ο αναγνώστης. Βέβαια, το κοινό ήθελε ακόμη αναγνώσματα «για να ξεχνιέται», γι’ αυτό η Επιστημονική Φαντασία δεν μπόρεσε να ξεφορτωθεί απόλυτα τα εξώφυλλα με εξωγήινα τέρατα και ημίγυμνες καλλονές, ούτε τη ρετσινιά του εφηβικού αναγνώσματος.
Το τέλος της Χρυσής Εποχής δεν είναι εύκολο να τοποθετηθεί σε ακριβές χρονικό σημείο της δεκαετίας του ’50, που τα πάντα άλλαξαν. Πολλά περιοδικά του χώρου έκλεισαν, καθώς δεν υπήρχε πια έλλειψη χαρτιού όπως στον πόλεμο, και ο μέσος Αμερικανός βολεύτηκε με την τηλεόραση για την εβδομαδιαία του απόδραση, ενώ ταυτόχρονα η αφθονία χαρτιού και η λίγο πιο γεμάτη τσέπη έστρεψαν τους σταθερούς αναγνώστες ξανά προς το μυθιστόρημα. Άρχισε πραγματικά η διαστημική εποχή, με την εκτόξευση του Σπούτνικ από τους Σοβιετικούς, που άλλα από όσα είχαν γραφτεί στην Επιστημονική Φαντασία τα επιβεβαίωσε κι άλλα τα διέψευσε. Οι νέοι Βρετανοί συγγραφείς (σε αμεσότερη επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία) έγραφαν σε πιο εξεζητημένο στιλ και οι απαιτήσεις των αναγνωστών αυξήθηκαν. Εμφανίστηκαν περισσότερες γυναίκες συγγραφείς Επιστημονικής Φαντασίας κι έδωσαν μεγαλύτερο βάθος στους χαρακτήρες που δημιουργούσαν.
Και η συμπεριφορά του Κάμπελ εξάντλησε την ευγνωμοσύνη των ανθρώπων που είχε αναδείξει. Γιατί είχε και τη σκοτεινή πλευρά του. Όχι μόνο γινόταν όλο και πιο πιεστικός, πιο κάθετος στο πώς και τι έπρεπε να γράφουν οι «συγγραφείς του», αλλά προσκολλήθηκε και σε διάφορες ψευδοεπιστημονικές θεωρίες που επέμενε να τις συμπεριλαμβάνουν στα διηγήματά τους. Η ιδέα πως οι ψυχικές δυνάμεις (τηλεπάθεια, τηλεκίνηση κλπ.) έχουν θέση στην Επιστημονική Φαντασία προέρχεται από τις εμμονές του Κάμπελ. Μερικοί συγγραφείς υπέκυπταν στις απαιτήσεις του για να συνεχίσει να τους δημοσιεύει, οι καλύτεροι όμως τον εγκατέλειψαν, καθώς δεν τον είχαν ανάγκη πια ούτε για να τους καθοδηγεί, ούτε για να τους προβάλει.
Ορισμένοι στράφηκαν στη συγγραφή σεναρίων για ταινίες ή έδωσαν έργα τους για μεταφορά στον κινηματογράφο, πράγμα που ανέβασε το επίπεδο των ταινιών του είδους και την αναγνωρισιμότητα του ζανρ στο ευρύ κοινό. Άλλοι συνέχισαν να γράφουν για περιοδικά, τα οποία, ακολουθώντας το Galaxy (που την αρχισυνταξία του ανέλαβε ο Φρέντερικ Πολ), αποζητούσαν πλέον ιδιαίτερα προσεγμένη γραφή, τέτοια που να συμβαδίζει με τις εξελίξεις στην «κλασική» λογοτεχνία. Με την επιρροή και σημαντικών έργων Επιστημονικής Φαντασίας γραμμένων από ανθρώπους οι οποίοι δεν ανήκαν στον χώρο (όπως ο Άλντους Χάξλεϊ με τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο και ο Τζορτζ Όργουελ με το 1984), αλλά και την εισροή «νέου αίματος» που δεν είχε μόνο τεχνολογική παιδεία αλλά και ευρύτερη (Χάρι Χάρισον, Φρανκ Χέρμπερτ, Ρόμπερτ Σίλβερμπεργκ, Κορντγουέινερ Σμιθ, Χάρλαν Έλισον, Ρότζερ Ζελάζνι κ.ά.), η Επιστημονική Φαντασία αναβαθμιζόταν συνεχώς σε περιεχόμενο και λογοτεχνική φόρμα.
Η Γενιά του ’60 ήταν η γενιά της επανάστασης και της αμφισβήτησης, σε όλα, ακόμα και στην Επιστημονική Φαντασία. Απέρριπτε τους προκατόχους της και τους κατηγορούσε πως αποτέλεσαν εργαλεία του «Συστήματος». Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, η κριτική της ξεπερνούσε κάθε όριο γραφικότητας, θεωρώντας (από την ηρεμία της Βρετανίας και με τη στήριξη οργανωμένων πια κινημάτων) πως θα ήταν εύκολο να είχε δώσει κανείς γροθιά στο μαχαίρι εν μέσω Μακαρθισμού.
Αλλά μέρος της κριτικής που γινόταν ήταν βάσιμο, στο λογοτεχνικό επίπεδο. Οι αστέρες της Χρυσής Εποχής όντως έγραφαν γραμμικές ιστορίες, όντως απέφευγαν συνήθως τα πολύ προκλητικά θέματα, όντως είχαν αγνοήσει την εμφάνιση του μεταμοντερνισμού στη λογοτεχνία. Διάφοροι Βρετανοί πήραν το όνομα Νέο Κύμα από τη γαλλική νουβέλ βαγκ που είχαν ως πρότυπο και συσπειρώθηκαν γύρω από το περιοδικό New Worlds που την αρχισυνταξία του είχε ο συγγραφέας Μάικλ Μούρκοκ από το 1964. Ως στόχο τους έθεταν τη χρήση πειραματικών τεχνικών αφήγησης (π.χ., μπρος-πίσω στο χρόνο), τη ρήξη με κάθε παλιό δεδομένο, Επιστημονική Φαντασία με μεγαλύτερη έμφαση στο λογοτεχνικό κομμάτι και λιγότερη στο τεχνικό, ενασχόληση με προκλητικά θέματα (π.χ., ναρκωτικά και σεξ). Απώτερη φιλοδοξία τους ήταν να μη διαφέρει η Επιστημονική Φαντασία από την υπόλοιπη λογοτεχνία, να μην τη διαχωρίζουν ούτε αυτοί που τη γράφουν, ούτε αυτοί που τη διαβάζουν.
Στο περιοδικό βρήκαν διέξοδο πολλοί νέοι λογοτέχνες, όχι μόνο Βρετανοί, αλλά και Αμερικανοί που το έργο τους παραήταν προκλητικό για να βρει εκδότη στη χώρα τους. Όμως άνθρωποι όπως ο ιδιοφυής Τόμας Ντις, ο ρηξικέλευθος και ανεξάντλητος Τζ. Γκ. Μπάλαρντ, ο προκλητικός Νόρμαν Σπίνραντ και ο ίδιος ο Μούρκοκ έγιναν κόκκινο πανί για τους παλιούς, εξαιτίας αυτών που έγραφαν και έλεγαν. Το New Worlds έφτασε να συζητηθεί με επερώτηση στη Βουλή, ως περιοδικό ανήθικου περιεχομένου. Το κίνημα στη Βρετανία εκφυλίστηκε γρήγορα, με τα κείμενα να γίνονται σουρεαλιστικά και ασυνάρτητα, ενώ το περιοδικό έπαψε να είναι αποκλειστικά Επιστημονικής Φαντασίας. Οι συγγραφείς ξαναπήραν ο καθένας τον δικό του δρόμο, και μεγαλούργησαν χάρις σε όσα τους είχε διδάξει η εμπειρία.
Πρόφτασε όμως το Νέο Κύμα να εισαχθεί στις ΗΠΑ, κυρίως χάρις στην Τζούντιθ Μέριλ, και να συναντηθεί με αντίστοιχες τάσεις που εκφράστηκαν στην ιστορική ανθολογία Dangerous Visions που επιμελήθηκε ο Χάρλαν Έλισον. Συγγραφείς και αναγνώστες διχάστηκαν, αλλά η οικονομική ύφεση έκανε τους εκδότες δεκτικούς σε κάθε είδους καινοτομία που θα θα προσείλκυε ξανά το κοινό. Έτσι, η λογοτεχνία βγήκε πολλαπλά κερδισμένη. Οι οπαδοί της σκληρής Επιστημονικής Φαντασίας υποχρεώθηκαν να δώσουν μεγαλύτερη σημασία στον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων τους και στη γραφή τους για να μπορούν να σταθούν στο ίδιο επίπεδο με τους ανταγωνιστές τους. Μεγαθήρια της παλιάς σχολής, όπως ο Ασίμοφ και ο Χέινλαϊν, φλέρταραν με το Νέο Κύμα και ανανέωσαν τη γραφή τους. Το σπουδαιότερο, σπουδαίοι λογοτέχνες ανανέωσαν πλήρως το είδος, λογοτέχνες που είτε εντάχθηκαν στο Νέο Κύμα, όπως ο Έλισον και ο Σάμιουελ Ντιλέινι, είτε λειτούργησαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία ιδεών με αυτό, σαν τον Φίλιπ Ντικ (που θεωρούσε πως είναι αναμενόμενο ένα καλό βιβλίο να μη βγάζει 100% νόημα αφού η ίδια η πραγματικότητα είναι χαοτική) και την Ούρσουλα ΛεΓκεν (που άνοιξε τον δρόμο για μελέτη κάθε επιπέδου της ταυτότητας και των σχέσεων).
Η απαισιοδοξία που χαρακτήριζε το Νέο Κύμα κατέβασε το μέλλον από το λαμπερό και απαστράπτον βάθρο στο οποίο είχε ανεβάσει η Χρυσή Εποχή — και το έκανε εφιάλτη. Έδωσε μεγαλύτερο βάρος στην ενδοσκόπηση απ’ ό,τι στην εξερεύνηση άλλων πλανητών. Κι όταν οι δυο τάσεις ισορρόπησαν και η Επιστημονική Φαντασία ήρθε στα ανθρώπινα μέτρα, όταν το άτομο αντιπαραβλήθηκε με το Σύμπαν και αναζήτησε τη θέση του μέσα σε αυτό (αντί να είναι δεδομένα κέντρο ή θύμα του), τότε γεννήθηκε η σύγχρονη Επιστημονική Φαντασία.
[ Εικόνα: Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του Astounding Science Fiction, Φεβρουάριος 1942 ].