Οι χαμένοι [S01E01]

P
Βασίλης Βαμβακάς

Οι χαμένοι [S01E01]

Ο B.B. έκατσε στη θέση του στο αεροπλάνο της εταιρείας χαμηλού κόστους. Τον εντυπωσίαζε το γεγονός ότι ποτέ αυτή η φτηνή εταιρεία δεν είχε καθυστέρηση και ότι στο τέλος κάθε πτήσης χτυπούσε χαρμόσυνα η καραμούζα, ανακοινώνοντας την επιτυχία της έγκαιρης άφιξης. Βασικά όμως τον λύτρωνε που δεν χρειαζόταν πια να παίρνει το τρένο. Του άρεσε επίσης που μπορούσε να συμπληρώσει μια ώρα ύπνο στο εβδομαδιαίο ταξίδι του προς Θεσσαλονίκη, καθώς τα αεροπλάνα λειτουργούσαν επάνω του σαν υπνωτικό. Άλλωστε, ξυπνούσε πάντα χαράματα για να πάρει την πρώτη (και πιο φτηνή) πτήση, ώστε να έχει την ημέρα μπροστά του για να στριμώξει όλες του τις δουλειές.

Αυτή τη φορά δεν περίμενε καν την απογείωση του αεροπλάνου: τα μάτια του είχαν κλείσει γαλήνια κατά την ώρα της τροχοδρόμησης. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν μήπως κοιμηθεί τόσο βαθιά, που αρχίσει το ροχαλητό μέσα στο αεροπλάνο. Οι οδηγίες ασφαλείας που ακούστηκαν από το μαγνητοφωνημένο μήνυμα ήταν το τέλειο νανούρισμα και τον απάλλαξαν από κάθε έγνοια καθωσπρεπισμού.

Όχι μόνο η ευτυχία του γρήγορου ύπνου αλλά και η ενεργοποίηση του αγαπημένου του —το τελευταίο διάστημα— ονείρου τον χαροποιούν απολύτως. Είναι από αυτά τα όνειρα που ξέρεις ότι τα βλέπεις, από αυτά που δεν προέρχονται από το ασυνείδητο αλλά από το συνειδητό σου. Ο Β.Β. βλέπει ότι διδάσκει στο πανεπιστήμιο όπου φοίτησε στο Λονδίνο, εκεί στην υποβαθμισμένη νοτιανατολική περιοχή της μεγάλης μητρόπολης όπου πήγε στα νιάτα του για να σπουδάσει, αρνούμενος την αποδοχή του στο LSE — ήθελε να μάθει τότε για τον Φουκό και τον Λακάν, να μελετήσει την εξουσία, την τέχνη, την επικοινωνία, την «κοινωνία» με εναλλακτικούς όρους. Τώρα συχνά στα όνειρά του έβλεπε ότι έχει φύγει από ό,τι τον ματαίωνε και ότι είχε γυρίσει εκεί ως καθηγητής. Πάνω όμως που ετοιμαζόταν να πει στους φοιτητές του κάτι ωραία πράγματα που είχε στο μυαλό του για τον νεοκαταναλωτισμό, κάτι πήγε στραβά, και άκουσε τον εαυτό του να μιλά στα αγγλοελληνικά για ένα περίεργο λόττο, λέει, που είχε φιλανθρωπικούς σκοπούς και για αρώματα που μπορούσε να βρει κανείς σε τιμές χαμηλότερες από ό,τι τα duty free. Συνειδητοποίησε γρήγορα ότι δεν μιλούσε αυτός, ότι άκουγε τη συνεχή, εκκωφαντική αναγγελία-διαφήμιση που γινόταν στο αεροπλάνο χαμηλού κόστους, αυτό που τόσο του αρέσει. Ηρέμησε και πήρε έναν ακόμη βαθύτερο ύπνο χωρίς συνειδητά όνειρα.

Οι πιλότοι της εταιρείας για κάποιον περίεργο λόγο συνήθιζαν να κατεβάζουν πολύ απότομα το αεροπλάνο στο αεροδιάδρομο, σχεδόν σαν να ήταν ελικόπτερο. Ο Β.Β. προβληματιζόταν μεν γι’ αυτό, αλλά δεν αγωνιούσε. Αυτή η απότομη προσγείωση ήταν, άλλωστε, το ξυπνητήρι του. Έτσι κι αυτή τη φορά ξυπνά και, νυσταγμένος ακόμα, προσπαθεί να βγάλει από το κινητό του τη λειτουργία πτήσης. Διαισθάνεται όμως γρήγορα μια γενικευμένη ανησυχία ολόγυρα, ενώ δεν θυμόταν να είχε ακούσει τον ήχο της έγκαιρης άφιξης. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόταν δίπλα του βρισκόταν στα όρια του τσακωμού. Η κυρία σχεδόν έβριζε τον σύζυγο της που δεν είχε ακούσει την κόρη τους και πήραν αυτή την εταιρεία και όχι την άλλη, την καλή. Κάποιες μαμάδες προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τα μικρά παιδιά τους, που από την απότομη κατάβαση είχαν βουλώσει τα αυτιά τους και φώναζαν περισσότερο από όσο συνήθως. Κάποιοι νεαροί έκαναν πλάκα για την «Αir Μπαχάλ» που τους έβγαλε αντί για τη Θεσσαλονίκη στην Καβάλα.

Ο Β.Β. δεν τολμά να ρωτήσει τι έχει γίνει, γιατί δεν θέλει να απομυθοποιηθεί στα μάτια του η εταιρεία του «λαϊκού καπιταλισμού» στον οποίο πλέον έχει ενδώσει. Παίρνει την τσάντα του και περιμένει. Τις απορίες του όμως θα τις λύσει αμέσως από τα ηχεία του αεροπλάνου ο πιλότος Μανώλης (ποτέ στην εταιρεία αυτή το πλήρωμα δεν συστήνεται με τα επίθετά του — πάντα με τα μικρά τους ονόματα· αυτό ξενίζει και εκνευρίζει τον Β.Β.):

«Κυρίες και κύριοι, για την καλύτερη εξυπηρέτησή σας δώστε τις τσάντες σας στο προσωπικό για να τις ρίξει στην τσουλήθρα και μετά θα κατεβείτε εσείς, ένας-ένας. Μη σπρώχνεστε. Μη στριμώχνεστε. Δεν χρειάζεται να φορέσετε σωσίβια. Τα μαξιλάρια που έχουν τοποθετηθεί στο τέλος της τσουλήθρας είναι μεγάλα και μαλακά, δεν διατρέχετε κανέναν κίνδυνο. Μόλις κατεβείτε και συγκεντρωθείτε στο κτίριο του αεροδρομίου, οι υπεύθυνοί του θα σας ενημερώσουν για τα περαιτέρω. Ladies and Gentleman…»

 Η αγγλική βερσιόν της ανακοίνωσης δεν ακούστηκε ποτέ, καθώς καλύφθηκε από την οχλοβοή των επιβατών που προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έπρεπε να κάνουν, που κατηγορούσαν τις αεροσυνοδούς της εταιρείας (κυρίως αυτή την μικρόσωμη ξανθιά Ιρλανδέζα) και που προσπαθούσαν να πάρουν θέση στην πόρτα της εξόδου για την τσουλήθρα. Ο Β.Β., με καταρρακωμένο το ηθικό, έτοιμος κι αυτός να τα βάλει με την εταιρεία, βρέθηκε δίπλα-δίπλα με έναν άντρα που συνταξίδευαν κάθε εβδομάδα με το ίδιο αεροπλάνο, αλλά που ποτέ δεν πριν είχαν μιλήσει. Έφταιγε που κουβαλούσε κάποιο μουσικό όργανο ο άλλος, και ο Β.Β. φαντασιωνόταν ότι ήταν κάποιος μουσικολόγος-βυζαντινολόγος και ότι θα εκνευριζόταν έτσι και του μιλούσε — γιατί ένα πράγμα δεν ανέχεται με τίποτα: τη νεοορθοδοξία. Τώρα όμως ρίχνει τα μούτρα του και του μιλάει:

«Συνάδελφε, τι έγινε, εξαιτίας της ομίχλης μάς έφεραν εδώ;»

Ευγενέστατα, ο «συνάδελφος» του εξηγεί ότι είχαν προσγειωθεί στην Καβάλα γιατί, όπως είπε νωρίτερα και ο Μανώλης —ο πιλότος—, όταν ο Β.Β. κοιμόταν, είχαν προκύψει έκτακτα γεγονότα και το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης είχε τεθεί εκτός λειτουργίας. Τα οχήματα εδάφους δεν λειτουργούσαν και έπρεπε να έρθουν στο μόνο αεροδρόμιο στο οποίο μπορούσαν να κατέβουν με τσουλήθρα, και μάλιστα «στο μόνο αεροδρόμιο που διέθετε μαξιλάρια». Στην επόμενη ερώτηση του Β.Β. («Έκτακτα γεγονότα; Τι έκτακτα γεγονότα;») ο «συνάδελφος» τού απάντησε αινιγματικά:

«Έεε… οι πολιτικές εξελίξεις…»

Ο Β.Β. δεν ρώτησε περισσότερα, φοβούμενος ότι η αναπαραγωγή των ειδήσεων από τον «συνάδελφο» θα ήταν επίφοβη. Αντίθετα, προσέτρεξε στο κινητό του για πληροφορίες. Ήταν όμως εκτός δικτύου.

«Πρέπει να κάνω restart…» μονολόγησε.

Όμως ο «συνάδελφος» του απάντησε ότι δεν έφταιγε το κινητό: όλα τα δίκτυα είχαν πέσει ήδη από χθες το βράδυ. Κι ενώ ο Β.Β. προσπαθούσε να τα χωνέψει όλα αυτά, είχε έρθει η σειρά του να δώσει την τσάντα του στην αεροσυνοδό και να τσουλήσει στην τσουλήθρα και στα μαξιλάρια με τα λαχούρια που τον περίμεναν στο τέλος της διαδρομής.

Μετά από λίγο, στο κτίριο του αεροδρομίου, ένας ευτραφής κύριος μάζεψε τους επιβάτες και τους είπε ότι «λόγω των γεγονότων» υπήρχε πολύ μεγάλη αναταραχή και ότι, δυστυχώς, τα ΚΤΕΛ δεν μπορούσαν να έρθουν να τους πάρουν για να τους μεταφέρουν στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν μόνο μερικές θέσεις στα ΚΤΕΛ που πήγαιναν τους πρόσφυγες στα Σκόπια εάν κάποιοι ήθελαν να μπουν — πράγμα που προκάλεσε την αγανάκτηση των επιβατών και κυρίως ενός φουσκωτού χίπστερ που άρχισε να λέει κάτι ακαταλαβίστικα για διακρίσεις εναντίον των Ελλήνων.

Αφού ηρέμησε λίγο η ατμόσφαιρα, ο «υπεύθυνος» του αεροδρομίου πρότεινε στους επιβάτες να πάρουν ταξί, όσοι είχαν μαζί τους 90 ευρώ και μπορούσαν να τα διαθέσουν, ενώ τους υπόλοιπους θα τους εξυπηρετούσαν όταν θα έφταναν τα γαϊδούρια που περίμεναν από ώρα σε ώρα.

Ο Β.Β. απομακρύνθηκε γρήγορα από τον χαμό που προκλήθηκε μετά την ανακοίνωση του «υπευθύνου», ψάχνοντας να ρωτήσει πού θα έβρισκε τηλεκάρτα, και βέβαια ένα καρτοτηλέφωνο.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]