Οι χαμένοι [S01E03]
Το ψιλόβροχο σταμάτησε, γρήγορα όμως η υγρασία καθόταν πάνω στους έξι επιβάτες της καρότσας του Ντάτσουν και πότιζε τα ρούχα τους. Κανείς δεν είχε όρεξη για συζήτηση, όλοι κοιτούσαν με αγωνία τα κινητά τους μήπως και επανέλθει το δίκτυο. Ο φουσκωτός χίπστερ συνδύαζε αραιά και πού τα «Άι σιχτίρ» για τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας που ήταν άχρηστες με το στόλισμα της Παναχαϊκής «του», ειδικά όσο έβλεπε το αυτοκίνητο να σέρνεται στη λεωφόρο αργά και βασανιστικά. Η πιο ανέκφραστη ήταν η καλοντυμένη κυρία, που, περιέργως, έδειχνε να μη δυσανασχετεί πολύ με την όλη κατάσταση.
Το στομάχι του Β.Β. άρχισε να γουργουρίζει άσχημα, νηστικός όπως ήταν από το πρωί. Κι όταν πεινούσε, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Σιωπηρά άλλωστε είχε μεταλλάξει το καρτεσιανό cogito σε «σκέφτομαι, άρα τρώω». Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε περιχαρής ότι στην τσάντα του είχε πάρει μαζί του κάτι μπισκότα Μιράντα με σοκολάτα γάλακτος. Αυτά που αγόραζε στην κόρη του, που όμως δεν της άρεσαν (προτιμούσε τα σκέτα), και έτσι βρήκε τη δικαιολογία να τα τρώει αυτός, χωρίς μεγάλες τύψεις διαιτητικής συνειδήσεως. Άρχισε λαίμαργα να μασουλάει τα μπισκότα, όταν συνειδητοποίησε ότι είχαν —τα μπισκότα Μιράντα με τη σοκολάτα γάλακτος— προσελκύσει το ενδιαφέρον των συνεπιβατών του. Προσέφερε και στους υπόλοιπους, αν και ήθελε να κρατήσει και μερικά για αργότερα· δεν είχε πολλά. Όλοι πήραν από δυο-τρία εκτός από την κομψή κυρία, που είπε ότι δεν της άρεσε η σοκολάτα.
«Μήπως έχουμε και καθόλου νεράκι;» ρώτησε ο κύριος με το χτένισμα-γέφυρα.
«Δυστυχώς όχι», απάντησε ο Β.Β., και το μασούλημα των μπισκότων απλώθηκε ως συμπλήρωμα των πολλών και διαφόρων τριξιμάτων της καρότσας του αυτοκινήτου.
«Έχω να φάω τέτοια από μικρό παιδί», μονολόγησε η παλιά φοιτήτρια του Β.Β. «Δεν νομίζω να είχε με σοκολάτα τότε».
«Ο πολιτισμός εξελίσσεται», απάντησε χαμογελώντας ο Β.Β., κάτι που δεν άρεσε πολύ στον φουσκωτό χίπστερ:
«Φιλαράκι, ο πολιτισμός πάει σκατά. Δεν βλέπεις πού μας φέρανε όλα αυτά;»
Ο Β.Β. έκανε πως δεν πολυάκουσε, επικεντρωμένος δήθεν στη σοκολατένια επιφάνεια του μπισκότου. Στο μεταξύ, ο μεγάλος κύριος κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του, ενώ ο μουσικός χαμογελούσε αινιγματικά.
Με κάπως περισσότερη ενέργεια χάρη στο μπισκότο, ο Β.Β. άρχισε να σκέφτεται πιο πρακτικά ζητήματα. Πρώτον, ότι στο σπίτι θα είχαν πεθάνει από την αγωνία που δεν είχε επικοινωνήσει μαζί τους ακόμη. Δεύτερον, ότι είχε χάσει το πρωινό μάθημα στο πανεπιστήμιο. Τρίτον, ότι ήταν άγνωστο πότε θα έφταναν με την ταχύτητα που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη. Κακός όπως ήταν στον υπολογισμό γεωγραφικών αποστάσεων, ρώτησε την παλιά του φοιτήτρια πόσο θα έκαναν για να φτάσουν. Του απάντησε ότι Καβάλα-Θεσσαλονίκη κανονικά δεν ήταν πάνω από δύο ώρες. Η κομψή κυρία, ακούγοντας τη συζήτηση, παρενέβη και είπε ότι υπολόγιζε πως, με την ταχύτητα που πήγαινε το Ντάτσουν, θα έκαναν τα 150 χιλιόμετρα σε τουλάχιστον 7 ώρες, εάν ο οδηγός επέλεγε την Εγνατία. Ο φουσκωτός χίπστερ πήγε πάλι να «τιμήσει» την Παναχαϊκή του, αλλά, κάπως θαμπωμένος από την κομψότητα και την ευστροφία της κυρίας, κρατήθηκε και προτίμησε να της απευθυνθεί:
«Είμαι σίγουρος ότι κάπου σε έχω ξαναδεί εσένα. Στο Facebook; Ναι, ναι σίγουρα στο Facebook ήταν!»
O μουσικός έσπασε την αμηχανία που δημιούργησε το παράξενο φλερτ του μυώδους άντρα με το μούσι τύπου τζιχάντ, με μια προσπάθεια να τονώσει το ηθικό της ομήγυρης:
«Πάλι καλά που βρήκαμε κι αυτό το αυτοκίνητο, ποιος ξέρει αν θα βρίσκαμε άλλο τρόπο να μετακινηθούμε από Καβάλα». Προσέφερε μάλιστα τσιγάρο στους συνεπιβάτες του. Πήραν μόνο η παλιά φοιτήτρια και ο ηλικιωμένος κύριος, «Για αργότερα», όπως είπε.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και το Ντάτσουν βγήκε σε έναν παράδρομο και όδευσε προς ένα βενζινάδικο. Μια ουρά αυτοκινήτων περίμενε μπροστά τους. Η συνοδηγός βγήκε από το αυτοκίνητο και ζήτησε από τους έξι επιβάτες της καρότσας, «Δέκα ευρώπουλα για μπετζίνα». Από τον καθένα. Ο ηλικιωμένος κύριος αντέταξε ότι είχαν ήδη πληρώσει το εισιτήριο τους και ότι δεν προβλεπόταν κάτι τέτοιο. Η Τσιγγάνα είπε γρήγορα, «Μπορώ να δω το μοίρα σου και σου λέω ότι θα δώσεις». Ο φουσκωτός χίπστερ άρχισε να ωρύεται και να λέει ασυνάρτητες προτάσεις που κατέληγαν στο επαναλαμβανόμενο μότο ότι, «Γεμίσαμε γύφτους». Η κομψή κυρία παρενέβη καταλαβαίνοντας ότι τα πράγματα πήγαιναν με μαθητική ακρίβεια προς σύρραξη και είπε στη συνοδηγό ότι έδινε είκοσι ευρώ και ότι δεν ήθελε ρέστα. Έδωσαν και οι υπόλοιποι από δέκα ευρώ, εκτός από τον φουσκωτό χίπστερ που μαζεύτηκε στη θέση του.
Εντωμεταξύ, το αυτοκίνητο είχε προσεγγίσει αρκετά τις αντλίες της βενζίνης. Επάνω σε μια από αυτές υπήρχε ένα ραδιοκασετόφωνο από αυτά της δεκαετίας του ’80 που μπορούσε να κάνει και αντιγραφές από κασέτα σε κασέτα. Ο Β.Β. είχε ένα παρόμοιο όταν ήταν έφηβος. Το κοίταξε με απορία και θαυμασμό που ακόμα λειτουργούσε. Από το ραδιόφωνο άρχισε να ακούγεται καθαρά το δελτίο ειδήσεων:
«Επεισόδια πρωτοφανούς κλίμακας και στόχου εξελίχτηκαν εχτές το βράδυ μετά το διάγγελμα του πρωθυπουργού. Δεκάδες κουκουλοφόροι περικύκλωσαν τις πρεσβείες ευρωπαϊκών χωρών και έριξαν πρωτοφανή αριθμό μολότοφ. Μεγαλύτερες ζημιές έχουν υποστεί οι πρεσβείες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας, που υπήρξαν και ο κύριος στόχος των αντιεξουσιαστών. Οι φήμες ότι ο Γερμανός πρέσβης ετοιμάζει διάβημα, και ότι επίκειται η αποχώρησή του, δεν επιβεβαιώνονται για την ώρα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σε γραπτή δήλωσή του, συστήνει σε όλους ψυχραιμία, νηφαλιότητα, ενότητα…»
Το άκουσμα των ειδήσεων βρήκε όλους τους πελάτες του βενζινάδικου σκυθρωπούς και αμίλητους αλλά όχι ιδιαίτερα ανήσυχους. Το μούδιασμα απλώθηκε και στην καρότσα του Ντάτσουν. Ο έκρυθμος φουσκωτός χίπστερ μονολόγησε, «Τους μαλάκες… τα ’θελαν και τα ’παθαν», χωρίς να αποσαφηνίσει πού αναφερόταν. Ο ηλικιωμένος κύριος κοιτούσε ανήσυχος το κινητό του. Ο μουσικός ρούφηξε με βαθυστόχαστη ένταση το τσιγάρο του. Η κομψή κυρία έβγαλε το καθρεφτάκι της και άρχισε να φρεσκάρει το μακιγιάζ της. Η παλιά φοιτήτρια μουρμούρισε ότι φοβόταν. Και ο Β.Β. παρατηρούσε, μονάχα, τους πάντες, ως συνήθως, κυρίως για να μη τον καταβάλει ο πανικός.
Κάποιος άλλος οδηγός άρχισε ξαφνικά να φωνάζει στον βενζινοπώλη ότι ήταν υποχρεωμένος να του αλλάξει λάστιχο στο αυτοκίνητο και ότι θα καλούσε την αστυνομία έτσι και δεν το έκανε. Η λογομαχία άρχισε να εξελίσσεται σε άγριο καβγά, και οι δύο άντρες ήρθαν στα χέρια.
Το τρίξιμο της λαμαρίνας του αυτοκινήτου ήταν αυτή τη φορά ανακουφιστικό. Είχαν γεμίσει καύσιμο και τουλάχιστον μπορούσαν να κινηθούν και να φύγουν από το βενζινάδικο της Twilight Zone, σκέφτηκε ο Β.Β. Παρακολουθώντας πια από απόσταση ασφαλείας τον καβγά, στον οποίο είχαν εμπλακεί και άλλοι οδηγοί, ενώ άλλοι έπαιρναν φωτογραφίες με τα κινητά τους, μασουλούσε το τελευταίο του Μιράντα με επικάλυψη σοκολάτας.
Είχε περάσει μία ώρα όταν το αυτοκίνητο άρχισε πια να πλησιάζει τα διόδια Μουσθένης. Σφυρίχτρες με περιοδικό ρυθμό ακούγονταν όλο και πιο ξεκάθαρα όσο προσέγγιζαν τα γκισέ των διοδίων. Επίσης όλο και πιο διακριτό ήταν ένα τραγούδι που ακουγόταν σε ποδοσφαιρικό σκοπό, σαν σύνθημα, που κατέληγε στο ρεφρέν, «Πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από δω». Η όλη φασαρία προερχόταν από καμία τριανταριά άτομα παρατεταγμένα μπροστά από τα διόδια, που κρατούσαν μεγάλα πανό: «ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ τα λάθη του παρελθόντος», «ΠΛΗΡΩΝΩ για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία», «ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ τα όνειρά μας».
Η ακατανόητη συνθηματολογία έμελλε να αποσαφηνιστεί από έναν ψηλό μουσάτο κύριο ανάμεσα στους συγκεντρωμένους, που, αφού σταμάτησε το αυτοκίνητο, απευθύνθηκε στον οδηγό και στους επιβάτες της καρότσας:
«Για να περάσετε, σύντροφοι, πέντε ευρώ ο καθένας. Για τον αγώνα». Στην ερώτηση του ηλικιωμένου κυρίου: «Ποιον αγώνα;», απάντησε: «Τον αγώνα να ξανακερδίσουμε την αξιοπρέπειά μας, να πάρουμε τη χώρα μας πίσω, να κερδίσουμε στο δημοψήφισμα».
Ο φουσκωτός χίπστερ, κατακόκκινος από τον θυμό, προσπάθησε μεν να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ρώτησε:
«Κι αν δεν πληρώσουμε, φιλαράκι;»
«Τότε θα πρέπει να περιμένετε εδώ μέχρι να έρθουν οι άλλοι».
«Οι άλλοι; Τι οι άλλοι;» ρώτησε ο Τσιγγάνος οδηγός.
«Κάντε στην άκρη και θα δείτε», απάντησε σε ύφος διαταγής ο ψηλός μουσάτος. «Εμποδίζετε τη διέλευση».
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]