Οι χαμένοι [S01E06]

P
Βασίλης Βαμβακάς

Οι χαμένοι [S01E06]

Στην καφετέρια της Μεσολακκιάς, εκτός από τους πνιχτούς λυγμούς της γονατισμένης παλιάς φοιτήτριας και τον ήχο της τηλεοπτικής μετάδοσης του αγώνα β΄ κατηγορίας του γερμανικού πρωταθλήματος, δεν ακουγόταν τίποτα. Ο κομπιουτεράς κοιτούσε διαρκώς το τάμπλετ του, ενώ ο Ράμπο έριχνε αδιάφορες ματιές στην κοπέλα που στόχευε με το μικρό αυτόματο όπλο του. Όλους τους υπόλοιπους τους είχαν αναγκάσει να κάτσουν στο πάτωμα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Ακόμη και τον τραυματισμένο ηλικιωμένο κύριο, με το χτένισμα γέφυρα — το οποίο είχε απεμπολήσει εξαιτίας της πετριάς που δέχτηκε στα διόδια.

«Τι ακριβώς περιμένουμε;» έσπασε τη γενική σιωπή ο μουσικός.     

Ο κομπιουτεράς και πάλι καθησύχασε τον «Ράμπο» που άρχισε να βρίζει τον μουσικό και να τον απειλεί με το όπλο του. Απάντηση στο ερώτημα όμως δεν έδωσε. Ήταν προφανές ότι μέσω της ταμπλέτας του έστελνε μήνυμα σε κάποιον. Ο μουσικός συνέχισε με θάρρος που ο Β.Β. άρχισε να θαυμάζει:

«Εάν θέλετε χρήματα, να σας ενημερώσουμε ότι δεν έχουν μείνει και πολλά μετρητά επάνω μας. Αν πάλι θέλετε να μας τιμωρήσετε για ό,τι συνέβη στα διόδια, καλό είναι να ξέρετε ότι δεχτήκαμε αναίτια επίθεση».

Ο κομπιουτεράς αποκρίθηκε, με φανερό εκνευρισμό εξαιτίας της τελευταίας αποστροφής του μουσικού:

«Ωραίος είσαι, ρε Μπετόβεν, δεν πληρώνεις, χτυπάς με το σαξόφωνο, ωραία τέχνη κατέχεις… Το ξέρεις ότι έσπασες τα δόντια του παιδιού; Το ξέρεις ότι το ένα από τα δύο παλικάρια με τα μηχανάκια έχει σπασμένο αστράγαλο; Βούλωσέ το καλύτερα πριν αμολήσω τον Ράμπο».

Ο Β.Β. συνειδητοποίησε ότι για άλλη μια φορά είχε πέσει έξω. Τελικά δεν ήταν καλός φυσιογνωμιστής, ο μόνιμος συνταξιδιώτης του στην πτήση χαμηλού κόστους κουβαλούσε πνευστό και όχι έγχορδο μουσικό όργανο (και μάλιστα παραδοσιακό), όπως είχε υποθέσει. Είχε διαπιστώσει και άλλες φορές ότι, εάν δεν άκουγε κάποιον να μιλάει ή αν δεν τον έβλεπε να κάνει συγκεκριμένα πράγματα, οι μαντεψιές του ήταν άστοχες. Είναι κι αυτή η ενδυματολογική μόδα που έχει εξομοιώσει τους ανθρώπους σε μια ταυτότητα οριακά εναλλακτική, εάν όχι ριζοσπαστική, είναι και η από καιρό τώρα γενικευμένη γενειοφορία στους άντρες — όλα αυτά τον δυσκολεύουν πολύ στις διαπιστώσεις που πάντα τού άρεσε να κάνει για το «ποιόν» των ανθρώπων με βάση καθαρά την εμφάνισή τους.

Η κομψή γιατρός, ταλαιπωρημένη πια από τη βροχή και λιγότερο ψύχραιμη, αποτάθηκε στους δύο «δεσμώτες» τους:

«Κοιτάξτε, εάν το ζήτημα είναι οικονομικό, ίσως μπορεί να βρεθεί μια λύση».

Ο κομπιουτεράς τής ξέκοψε αμέσως την προσπάθεια να τον παζαρέψει:

«Το θέμα είναι πολιτικό, πάντα ήταν πολιτικό, κυρα-Άντζελα…»

Φαινόταν ξεκάθαρα ότι ο συγκεκριμένος είχε τον ηγετικό ρόλο ανάμεσα στους δύο. Η δε τάση του να αποδίδει παρατσούκλια σε όλους θύμισε στον Β.Β. τη δική του φυσιογνωμιστική αποτυχία. Βέβαια ο κομπιουτεράς έδινε έναν γρήγορο και φανερό προσδιορισμό στους γύρω του (όχι κρυφά όπως ο Β.Β.) και κυρίως ήθελε με βάση τις συγκεκριμένες ονομασίες να σαρκάσει παρά να κατανοήσει τις ιδιότητες των άλλων. Κάπου εκεί, στη συνειδητοποίηση κοινών σημείων με τον δεσμώτη του, ο Β.Β. αποφάσισε να σπάσει κάπως τη δειλή σιωπή του:

«Δεν είναι και πολύ μαρξιστικό να τα αποδίδεις όλα στην πολιτική, η οικονομία σε τελευταία ανάλυση…» Έκοψε την πρότασή του στη μέση, εντυπωσιασμένος πάντως και ο ίδιος με τον εαυτό του που είχε βρει τη δύναμη για σκωπτικό σχόλιο τέτοια ώρα, αν και περισσότερο προσπαθούσε να κρατήσει τη συζήτηση κοντά σε ένα ενδεχόμενο παζάρι με τους δεσμώτες του παρά να τους ελέγξει για οτιδήποτε.

«Όπα, δασκαλάκο, έγινες και μαρξιστής τώρα; Μήπως τώρα θα βγεις και στα κανάλια να προπαγανδίσεις το ΟΧΙ; Γιατί σε θυμάμαι μια χαρά πριν λίγους μήνες να λες ότι “φοβάσαι” για να πείσεις και τους άλλους να γίνουν νενέκοι. Τις κωλοτούμπες στους μαθητές σου, όχι σε μας. Δεν περνάνε πια οι εκβιασμοί, χωνέψτε το».

Ο Β.Β. ανταπάντησε: «Αυτός που φοβάται δεν μπορεί να εκβιάσει, μόνο να αμυνθεί», όμως διακόπηκε γρήγορα:

«Καλά, ο δασκαλάκος έχει όρεξη για φιλοσοφικά μαθήματα. Ράμπο, την ταινία».

Ο κομπιουτεράς πήρε με επιδεικτικό τρόπο μια μονωτική ταινία από την τσάντα του φίλου του και την κόλλησε στο στόμα του Β.Β. και του μουσικού. Την ίδια ώρα, ο ποδοσφαιρικός αγώνας είχε τελειώσει και είχε ξεκινήσει μία εκπομπή ανάλυσης για τους αγώνες του Σαββατοκύριακου.

«Δεν θα μας μάθετε μπαλίτσα εσείς… Όποιος μιλήσει από δω και πέρα θα έχει την ίδια τύχη», είπε ο κομπιουτεράς στον περίγυρο, και οι στοιχηματικοί παίχτες αποδέχτηκαν άμεσα την απειλή του σκύβοντας το κεφάλι.

Μετά από μεγάλη σιωπή, ο Ράμπο αποφάσισε να αλλάξει κανάλι στην τηλεόραση.

«Έτσι, βάλε Σκάι που θα αρέσει και στον δασκαλάκο», είπε ο κομπιουτεράς.

Στην ενημερωτική εκπομπή που έδειχνε η οθόνη ένας βουλευτής της κυβέρνησης και ένας της αντιπολίτευσης διασταύρωναν τα ξίφη τους. Ο μεν δεύτερος κατηγορούσε την κυβέρνηση για πλήρη έλλειψη ελέγχου της κατάστασης και για την οριστική απόφασή της να κάνει την Ελλάδα Βόρειο Κορέα, ο δε πρώτος ανταπαντούσε ότι οι εταίροι είχαν εξωθήσει την κατάσταση στα άκρα και ότι αυτή τη φορά η δημοκρατική φωνή του ελληνικού λαού δεν επρόκειτο να φιμωθεί. «Το καλοκαίρι ρίξαμε τον σπόρο, τώρα θα ανθίσει το δέντρο», κατέληξε με ποιητικό τρόπο. Στη συνέχεια, η αντιπαράθεση κινήθηκε στο ζήτημα εάν η δημοκρατία είχε ή όχι αδιέξοδα και στο ποια θα ήταν αυτή τη φορά η ακριβής διατύπωση του δημοψηφίσματος. Ο κυβερνητικός βουλευτής διαβεβαίωνε ότι, με βάση τις πληροφορίες του, αυτή τη φορά η διατύπωση δεν θα άφηνε περιθώριο παρερμηνείας σε κανέναν: ναι ή όχι στον ευρωπαϊκό μονόδρομο. Στην επιχειρηματολογία του βουλευτή της αντιπολίτευσης ότι η ΕΕ δεν ακολουθεί ένα δρόμο αλλά τη λύση των πολλαπλών συμβιβασμών, ο κυβερνητικός βουλευτής απαξίωσε να απαντήσει, με ένα πλατύ χαμόγελο και με τη φράση: «Το άλλο με τον κοντό το ξέρεις;» Ο δημοσιογράφος προσπάθησε να πάει τη συζήτηση στα βίαια επεισόδια έξω από τις ευρωπαϊκές πρεσβείες, στον αφοπλισμό των ΜΑΤ και στις πληροφορίες ότι σε όλη τη χώρα έχει αρχίσει να επικρατεί ένα ιδιόμορφο κλίμα ανομίας. Ο κομπιουτεράς όμως τότε διέταξε τον Ράμπο να ξαναβάλει μπάλα.

«Αρκετά με την προπαγάνδα, καλύτερα το όπιο του λαού», συμπλήρωσε γελώντας.

Είχε περάσει αρκετά η ώρα, και οι όμηροι είχαν σκεβρώσει στο πάτωμα. Ο καφετζής είχε αναγκαστεί από τους δύο τύπους να κατεβάσει τα ρολά του μαγαζιού ώστε να μην μπουν άλλοι πελάτες. Η αναμονή είχε αρχίσει να γίνεται εκνευριστική και ανεξήγητη. Ο ηλικιωμένος κύριος ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Ο κομπιουτεράς όμως του είπε να τα κάνει πάνω του.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, μπάρμπα», τον καθησύχασε ειρωνικά.

Ο Ράμπο γέλασε. Ήταν η πρώτη στιγμή που γέλασε πραγματικά.

Ο φουσκωτός χίπστερ, απολύτως σιωπηλός μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν μπόρεσε να κρατηθεί:

«Ρε παλικάρια, μας έχετε κλείσει εδώ μέσα τόσες ώρες, δεν μας αφήνετε να κουνηθούμε, δεν μας αφήνετε να μιλήσουμε, δεν μας αφήνετε να κατουρήσουμε και δεν μας λέτε τι θέλετε. Πάτε καλά; Τι είσαστε, ρε σεις, το ISIS είστε; Αφήστε μας να πάμε στις δουλειές μας. Αρκετά κράτησε το αστείο!»

«Πετάχτηκε και η πορδή. Έμαθε και το ISIS τώρα — μήπως είσαι και je suis Charlie, φιλαράκι;» σχολίασε ο κομπιουτεράς κάτω από το νέο γέλιο επιδοκιμασίας του Ράμπο.

Όμως ο φουσκωτός χίπστερ δεν ανέχτηκε τη σπόντα, την οποία άλλωστε παρεξήγησε ως μείωση της ανδροπρέπειάς του:

«Ποιον είπες αδερφή, ρε μπαχαλάκη;» φώναξε και έκανε να σηκωθεί.

Ο Ράμπο όμως, με μια αστραπιαία και χορευτική κίνηση βγαλμένη από το Matrix, του κατέβασε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με μια σιδερογροθιά, ρίχνοντάς τον αναίσθητο και δημιουργώντας τεράστια ανησυχία στους υπόλοιπους. Για να τους «καθησυχάσει», άρχισε να πυροβολεί στον αέρα.

Τα Τσιγγανάκια, εντυπωσιασμένα από τον θόρυβο του όπλου, κούρνιασαν κοντά στη μαμά τους, ενώ οι στοιχηματίες χώθηκαν πάλι κάτω από τους καναπέδες της καφετέριας.

«Ήρεμα, ήρεμα, δεν θέλουμε πυροβολισμούς, όχι εδώ», τον προειδοποίησε ο κομπιουτεράς. Και αμέσως συμπλήρωσε προς τον φίλο του: «Έχω νέα. Τα παιδιά δεν μπορούν να έρθουν. Πηγαίνουν στον λόφο. Έχουν πληροφορίες ότι τα Χρυσαύγουλα θα κάνουν το βράδυ προσπάθεια ανακατάληψης». Στην ερώτηση του Ράμπο, «Ποιο λόφο;» ο κομπιουτεράς απάντησε ψιθυριστά: «Καστά, ρε μαλάκα, γιατί είμαστε εδώ;» Και στην αυθόρμητη ερώτηση του καφετζή αν θα κατέστρεφαν το μνημείο, ο κομπιουτεράς απάντησε: «Φοβάσαι, κύριε Λουμίδη μας; Φοβάσαι μπας και χάσεις κανέναν τουρίστα; Ρίξε κάνα κουβά νερό στον Σαρλί κι άσε το μνημείο». Στράφηκε πάλι στον σύντροφό του: «Ράμπο, θα πάρουμε μαζί μας μόνο αυτούς τους δύο, τους άλλους στα παπάρια μας, θα τους αφήσουμε εδώ, δεν μπορούμε να τους πάρουμε μαζί. Δέσ’ τους τα χέρια και φύγαμε. Πρέπει να πάμε για ενισχύσεις».

Ο Ράμπο έσφιξε πίσω από την πλάτη με ένα σκοινί τα χέρια του Β.Β. και του μουσικού και τους έσπρωξε προς την πόρτα. Ταυτόχρονα, σημάδευε τους υπολοίπους μην τυχόν και κάνουν καμία κίνηση.

Ο κομπιουτεράς τούς χαιρέτησε «φιλικά»:

«Χάρηκα για τη γνωριμία, κυρίες και κύριοι. Δεν νομίζω να κάνετε καμία βλακεία. Λουμίδη, μόλις φύγουμε και για καμία ωρίτσα, κατεβάζεις τα ρολά και πάλι. Φιλάκια».

Οι τέσσερις άντρες αποχώρησαν από την καφετέρια, ενώ ο καφετζής σήκωνε τα ρολά έντρομος.