Οι χαμένοι [S01E07]

L
Βασίλης Βαμβακάς

Οι χαμένοι [S01E07]

Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, ο Β.Β. βρέθηκε φιμωμένος και με δεμένα τα χέρια στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου που δεν είχε δει καν τη μάρκα ή το χρώμα του, αφού οι δύο απαγωγείς του (δεν ήξερε πώς αλλιώς να τους ονομάσει) του είχαν φορέσει μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών στο κεφάλι μόλις βγήκαν από την καφετέρια. Στην ίδια ακριβώς κατάσταση βρισκόταν, δίπλα του, και ο μουσικός.

Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Μουσική Evanescence, εάν δεν έκανε λάθος ο Β.Β., σε πολύ δυνατή ένταση, πλημμύρισε το αυτοκίνητο. Ναι ήταν Evanescence, αναγνώρισε το «Sweet Sacrifice», τώρα ήταν σίγουρος. Δεν του άρεσε το συγκρότημα, αλλά συχνά το χρησιμοποιούσε στο μάθημα για να μιλήσει για το Heavy Metal και πόσο αυτό φερόταν ή προσλαμβανόταν σαν σατανιστικό ή ως φορέας αντισυμβατικότητας, αν και ουσιαστικά αποτελούσε διεύρυνση μιας θεολογικής και πολύ συντηρητικής κοσμοαντίληψης εδώ και δεκαετίες. Κανένας φοιτητής δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του να κάνει μια σοβαρή εργασία γι’ αυτό, και ο Β.Β. το έφερνε βαρέως. Οι Evanescence του άρεσαν, όχι μουσικά, αλλά γιατί έκαναν απολύτως συμβατικό το άκουσμα της Heavy Metal, κορύφωναν και καθιστούσαν ακόμη πιο τετριμμένη τη «ριζοσπαστικοποίηση της καψούρας» —όπως ήθελε να το ονομάζει ως μουσικό φαινόμενο—, μολονότι ούτε αυτό το σχόλιο άρεσε ιδιαίτερα στο φοιτητικό ακροατήριο, αν εξαιρούσε κανείς ορισμένα γελάκια που προκαλούσε η διασύνδεση της μουσική τους με τους «Δαίμονες» του Καρβέλα και της Βίσση.

Το χειρότερο όμως ήταν ότι το τραγούδι, και κυρίως η έντασή του, δεν άφηναν στο Β.Β. τη δυνατότητα να ακούσει τι έλεγαν ο κομπιουτεράς και ο Ράμπο στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, αν και καταλάβαινε ότι υπήρχε κάποια ένταση ανάμεσα στους δύο. Η μοναδική φράση που έπιασε ήταν τα σπασμένα ελληνικά του Ράμπο να φωνάζουν, σε πραγματικά Heavy Metal τόνο: «Για τη γαμοτράπεζα ήρθαμε, όχι για τον λόφο Πάστα… Βάστα, πώς τον λένε!» Ο Β.Β. συνδύασε τη φράση με την πληροφορία που είχε δώσει ο καφετζής για «απαλλοτρίωση» του ATM της περιοχής. Η αναπνοή του όμως είχε αρχίσει να δυσκολεύει με φιμωμένο το στόμα και με τη σακούλα στο κεφάλι, οπότε η ντετεκτιβική διάθεσή του υποχώρησε γρήγορα.

Μία από τις μεγαλύτερες φαντασιώσεις του ήταν να μπορούσε να γίνει Αμερικανός αστυνομικός σε περιπολικό, να λύνει γρίφους και να αντιμετωπίζει εγκληματικές πράξεις. Η κύρια επιθυμία του, βέβαια, επικεντρωνόταν κυρίως στους αμέτρητους καφέδες, τα ντόνατς και τα λαχταριστά χοτ-ντογκ που οι αμερικανικές αστυνομικές ταινίες και σειρές έδειχναν τους πρωταγωνιστές τους να καταναλώνουν εν ώρα υπηρεσίας, και όχι τόσο οι σκηνές δράσης. Και νά που τώρα είχε βρεθεί να ζει μία σκηνή ακραίας δράσης, με έναν άγνωστο «συνάδελφο» δίπλα του (τον μουσικό) και μάλιστα χωρίς να μπορεί να χαρεί τα καλά της παρακολούθησης, πόσο δε μάλλον αυτά της αποκωδικοποίησης των τεκταινομένων. Και χωρίς καν ένα χοτ-ντογκ για παρηγοριά.

Ήταν σαφές ότι το αυτοκίνητο είχε μπει πια σε χωματόδρομο και ότι δεν διέθετε και την καλύτερη ανάρτηση, αφού το κεφάλι του Β.Β. χτυπούσε διαρκώς τον ουρανό του από τις αναταράξεις. Μετά από λίγη ώρα η μηχανή έσβησε, μαζί και η θορυβώδης μουσική, αλλά οι δύο απαγωγείς δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους. Η δυσφορία του Β.Β. κάτω από τη σακούλα και με κλειστό το στόμα είχε φτάσει στα όρια της λιποθυμίας. Όταν άνοιξαν οι πόρτες, προσπάθησε να αναπνεύσει βαθιά, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να χωθεί στα ρουθούνια του το πλαστικό της σακούλας σκουπιδιών. Μια μουσική, πολύ μελωδική, άρχισε να βουίζει στα αυτιά του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν, γιατί δεν ακουγόταν κοντά. Αλλά ήταν μια όαση μετά τα άπαντα των Evanescence που είχαν προηγηθεί.

Ένιωσε ένα δυνατό τράβηγμα στο χέρι που τον έσυρε έξω από το αυτοκίνητο και μετά ένα περιοδικό σπρώξιμο στην πλάτη από κάποιο μέταλλο (μάλλον το ούζι) που τον κατεύθυνε για να βαδίσει. Όσο προχωρούσε, ξεκαθάριζε και η μελωδία. Αυτό που άκουγε ήταν ταγκό! Ίσως Πιατσόλα. Ο Β.Β. θυμόταν ότι είχε πάρει ένα δίσκο του στα τέλη της δεκαετίας του ’80, το σάουντρακ της ταινίας «Ο Νότος», κυρίως για να εντυπωσιάσει την τότε κοπέλα του που τον έτρεχε σε κουλτουριάρικες ταινίες στο Ααβόρα. Το σίγουρο πάντως ήταν πως ακουγόταν άκουγε πράγματι ένα ταγκό και, όσο πλησίαζαν προς την πηγή της μουσικής, ακούγονταν και τα συγχρονισμένα βήματα κάποιων που ακολουθούσαν τον ρυθμό: των χορευτών.

Ένα βίαιο σπρώξιμο τον έριξε κάτω, ενώ ο κομπιουτεράς είπε κοροϊδευτικά:    

«Καθίστε εδώ, έχει και μουσικούλα».

Το ταγκό και ο χορός συνεχίστηκαν για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή η μουσική επιτέλους σταμάτησε, και τότε ακούστηκε εν χορωδία (ίσως από καμιά εικοσαριά άτομα, υπολόγισε ο Β.Β.) το σύνθημα:

«Μια νύχτα μαγική, σαν την Αργεντινή, να δούμε στο ελικόπτερο ποιος θα πρωτομπεί».

Μια γυναικεία φωνή σχολίασε ότι αυτό το σύνθημα το φώναζαν και οι φασίστες στην πάνω πλατεία και έπρεπε να βρουν μια παραλλαγή του. Έπεσε για αρκετή ώρα συζήτηση για την πατρότητα του συνθήματος και το νόημά του. Άλλοι οι περισσότεροι —υπέθετε ο Β.Β.— υποστήριζαν ότι αποτελούσε έκφραση του πρώτου γνήσιου λαϊκού ξεσπάσματος εδώ και δεκαετίες. Η γυναίκα επέμεινε ότι διατηρούσε τις επιφυλάξεις της για το κατά πόσο έπρεπε να εξακολουθούν να το χρησιμοποιούν, δεδομένου ότι είχε συνδυαστεί με βίαιες εκδηλώσεις. Άλλοι πάλι είπαν ότι δεν ήθελαν να τα βάλουν ακόμη με την κυβέρνηση, οπότε καλό θα ήταν να βρεθεί μια άλλη εκδοχή. Μετά από αρκετή συζήτηση, κατέληξαν στο: «Μια νύχτα μαγική, σαν την Αργεντινή, να δούμε τον λαό το ΟΧΙ να ξαναπεί». Υπήρχαν κάποιες διαφωνίες ως προς το ποιητικό μέτρο, αλλά τελικά διαμορφώθηκε μια κάποια συναίνεση για το κόνσεπτ.

Ο Β.Β., μέσα στη ζαλάδα της ασφυξίας που του προκαλούσε η σακούλα, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος αν τα φανταζόταν όλα αυτά ή εάν συνέβαιναν πραγματικά. Κάθε ενδοιασμός του όμως για την πραγματικότητα της κατάστασης διαλύθηκε από τον ισχυρό θόρυβο ενός αγροτικού, μάλλον, οχήματος (ίσως και τρακτέρ) που κατέφτασε στο σημείο. Τα δυνατά του φώτα μάλιστα φώτισαν για λίγο τον περίκλειστο χώρο στον οποίο ανέπνεε ο Β.Β. διαπερνώντας τη μαύρη σακούλα και δίνοντάς του να καταλάβει ότι είχε βραδιάσει. Άκουσε τη φωνή κάποιου άντρα να λέει ότι έφερε μαζί του αγρότες-συντρόφους για βάρδιες και ότι θα έρχονταν και άλλοι αργότερα. Κάποιος άλλος φώναξε ρυθμικά, «Όλα τα κιλά όλα τα λεφτά», και η ομήγυρη γέλασε και χειροκρότησε.

Στη συνέχεια, ο Β.Β. άκουσε τον άντρα να μιλάει από κάπου δίπλα του και να ρωτάει:

«Είναι αυτοί που νομίζω;»

Του απάντησε ο κομπιουτεράς:

«Ναι, κύριε Λάμπρο, αυτοί είναι, όπως συμφωνήσαμε. Τους άλλους τούς αφήσαμε κάτω».

«Και πολύ καλά κάνατε», απάντησε ο κύριος Λάμπρος. «Εμπρός, φέρτε τους στη σκηνή μου».

Με τραβολογήματα και σπρωξιές, ο Β.Β. και ο μουσικός (όπως υπέθετε) μεταφέρθηκαν σε μια σκηνή, ιδιαίτερα ζεστή μάλιστα. Η απότομη αλλαγή θερμοκρασίας, αλλά και η αίσθηση ότι η ζέστη προερχόταν από ένα αερόθερμο, ενεργοποίησαν τα αλλεργικά αντανακλαστικά του Β.Β. και άρχισε να φταρνίζεται δυνατά μέσα στη σακούλα. Σε συνδυασμό με το σφραγισμένο του στόμα, ζούσε πια μία κανονική κατάσταση πνιγμού. Κανείς δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να τον βοηθήσει, ενώ του φάνηκε πως άκουσε τον κομπιουτερά να λέει, ενώ ο Ράμπο είχε λυθεί στα γέλια:

«Κορόιδευες τον πρύτανη Μυξόπουλο, ε; Ευρωλιγούρη επικουράκο!»

Όλα αυτά διακόπηκαν απότομα όταν κάποιος έδωσε εντολή να γίνει κάτι που ο Β.Β. δεν μπόρεσε να καταλάβει μέσα στον πνιγμό του. Το μόνο που άκουσε ήταν τον κομπιουτερά να λέει, «Οκέι, οκέι, κύριε Λάμπρο». Ένα χέρι ελευθέρωσε τότε το στόμα του από την ταινία προκαλώντας του πόνο (ήταν και αξύριστος) χώνοντας ένα χαρτομάντιλο κάτω από τη σακούλα.

«Φύσα, επικουράκο!» του είπαν.

Αφού κατάφερε να πάρει βαθιά αναπνοή μετά από ώρες, ο Β.Β. χρησιμοποίησε το χαρτομάντιλο. Στο στιγμιαίο σήκωμα της σακούλας που προηγήθηκε, νόμισε πως διέκρινε στιγμιαία τον Λάμπρο. Είχε αποφασίσει να σταματήσει τη φυσιογνωμική άσκηση που έκανε πάντα, και δεν θέλησε να τον τακτοποιήσει γρήγορα σε κάποια κοινωνικοπολιτική κατηγορία, αλλά δεν μπορούσε να τον χαρακτηρίσει σε καμία περίπτωση όμορφο… Μάλλον το ακριβώς αντίθετο — για την ακρίβεια, το στερεοτυπικό πρόσωπο που περιμένεις να δεις να σε απειλεί σε μια ταινία θρίλερ. Σίγουρα όμως τον είχε ξαναδεί κάπου, κάποτε…

Ο Λάμπρος είχε αποφασίσει να ξεσφραγίσει και το στόμα του μουσικού. Και αμέσως μετά έβγαλε έναν σύντομο αλλά καλά οργανωμένο λόγο:

«Κύριοι, γνωρίζετε καλά ότι έχετε κάνει σοβαρά λάθη. Όχι μόνο σήμερα. Και παλιότερα. Εμείς ούτε βάρβαροι είμαστε, ούτε εκδικητικοί. Θα έχετε την ευκαιρία να διορθώσετε τα λάθη σας. Είμαστε έτοιμοι να σας συγχωρέσουμε. Αρκεί να καταλάβετε τι παίζεται εδώ, τι παίζεται την επόμενη Κυριακή, τι παίζεται για τον λαό τις επόμενες ώρες και μέρες. Το μόνο που θέλουμε από εσάς είναι μία ομολογία των λαθών σας. Να πείτε δημόσια στον κόσμο ότι εδώ, στην πηγή του πολιτισμού μας, στην πηγή μιας Ελλάδας διαπολιτισμικής, αλληλέγγυας και ατρόμητης, όλα αρχίζουν ξανά, όλα μπορούν να συμβούν, όλα μπορούν να κερδηθούν».

Στην ερώτηση του μουσικού: «Τι ακριβώς παίζεται εδώ δηλαδή;…» ο Λάμπρος απάντησε:

«Αυτή τη φορά η επανάσταση δεν θα ξεκινήσει από το κέντρο αλλά από την περιφέρεια. Από τα σημαντικά σύμβολα του ελληνισμού. Αλλά με την πραγματική τους σημασία. Όχι αυτά που θέλει ο κάθε ακροδεξιός ελληναράς. Εδώ, στα ιερά χώματα της Αμφίπολης, θα δείξουμε την παγκοσμιότητα τη μαχητική φύση της Ελλάδας. Εδώ θα αποδείξουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε αλλιώς, διαφορετικά από όλους, διαφορετικά από τον καθένα. Όπως οι πρόγονοί μας δηλαδή».

Στην πνιχτή απορία του Β.Β., «Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;» ο Λάμπρος χαμογέλασε:

«Μια μικρή δήλωση στο YouTube… Σάκη; Την κάμερα», συνέχισε απευθυνόμενος στον κομπιουτερά.