Οι χαμένοι [S01E08]

L
Βασίλης Βαμβακάς

Οι χαμένοι [S01E08]

Το σκοτάδι άρχισε να υποχωρεί μπροστά από τα μάτια του Μπάμπη. Μια νοτισμένη πετσέτα απλωνόταν τώρα στο πρόσωπό του. Είδε εκείνη την καλοστεκούμενη σαραντάρα (μήπως ήταν πενηντάρα; δεν μπορούσε να πει με σιγουριά, αλλά του άρεσε ακόμη περισσότερο έτσι) που είχε βοηθήσει και τον γεράκο όταν έφαγε το χτύπημα με την πέτρα. Του σκούπιζε με προσοχή το μέτωπο και κυρίως το ζυγωματικό όπου είχε προσγειωθεί η σιδερογροθιά του μπαχαλόβλακα. Σιγά-σιγά, και υπό τη φροντίδα της γιατρού, συνήλθε. Και θυμήθηκε ότι βρισκόταν όμηρος σε κείνη την καφετέρια, που έκανε τις καφετέριες του Πολυγύρου, στις οποίες είχε φάει τα νιάτα του, να φαίνονται σαλέ των Άλπεων. Μόλις ανέκτησε πλήρως τις αισθήσεις του, ρώτησε με σβησμένη φωνή:

«Τι έγινε, διάολε;…»

Η παλιά φοιτήτρια του Β.Β. και η γιατρίνα τού θύμισαν τι είχε γίνει και τον ενημέρωσαν ότι οι δύο άντρες είχαν πάρει μαζί τους, δεμένους, τους δύο συνεπιβάτες τους στο Ντάτσουν. Ο ηλικιωμένος κύριος μαζί με τον καφετζή άρχισαν να συζητούν για το εάν μπορούσαν να σηκώσουν τα ρολά ή όχι. Ο Μπάμπης ανασηκώθηκε απότομα. Του ήρθε σκοτοδίνη, αλλά κρατήθηκε από μια καρέκλα και αναφώνησε:

«Πρέπει να βγω από δω μέσα… Τώρα!»

Οι στοιχηματίες είχαν αρχίσει ήδη τα προγνωστικά για το εάν το άνοιγμα της πόρτας θα τους έβαζε σε κινδύνους, και κατά πόσο οι «τρομοκράτες» (έτσι τους ονόμασαν) μπλόφαραν ή όχι. Η γιατρίνα συνέστησε ψυχραιμία και δήλωσε ότι έπρεπε να περιμένουν δέκα λεπτά ακόμα πριν προβούν σε οποιαδήποτε κίνηση. Η φοιτήτρια συμφώνησε μαζί της, προσθέτοντας ότι, εάν έκαναν κάτι παρακινδυνευμένο, ίσως έθεταν σε κίνδυνο τον Β.Β. και τον μουσικό.

«Να πάρουμε τηλέφωνο», είπε ο ηλικιωμένος, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι οι απαγωγείς είχαν κόψει τη γραμμή της καφετέριας, όπως μόλις τον είχε ενημερώσει ο καφετζής.

«Παππού, δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήσει έξω. Ούτε αστυνομίες, ούτε τίποτα. Πάρ’ το χαμπάρι. Δεν άκουσες ότι αφοπλίσανε τους μπάτσους; Είναι σχέδιο, οργανωμένο», είπε ο Μπάμπης. Στην ερώτηση του καφετζή ποιος το είχε κάνει και γιατί, ο Μπάμπης έδωσε μία ασαφή απάντηση: «Το γαμημένο το σύστημα, ποιος άλλος;»

«Ποιο σύστημα, καλέ;» ρώτησε η παλιά φοιτήτρια. «Αυτοί είναι αντιεξουσιαστές».

«Σκατά είναι! Προβακάτορες, τσογλάνια!» ανταπάντησε ο Μπάμπης και συμπλήρωσε με περισσή, πλέον, αποφασιστικότητα: «Πρέπει να βγούμε έξω, ό,τι κι αν γίνει. Κουνηθείτε κι εσείς, κουβάδες, τι περιμένετε;» φώναξε απευθυνόμενος στους στοιχηματίες.

Ο πατέρας του είχε πρακτορείο και ο Μπάμπης σιχαινόταν να δουλεύει εκεί, κυρίως γιατί δεν άντεχε να βλέπει συνέχεια τις χαζόφατσες των θαμώνων, και ιδίως αυτών που έβλεπαν με απλανές βλέμμα τις απανωτές κληρώσεις του Κίνο. Μπορούσε άνετα να πάρει μια καραμπίνα και να τους καθαρίσει. Αυτούς και τα πρεζόνια δεν τους άντεχε με τίποτα. Ζόμπι τούς ανέβαζε, ζόμπι τούς κατέβαζε. «Κάντε λίγο χορταράκι του Θεού να βρείτε την υγεία σας», έλεγε και στις δύο κατηγορίες, «γιατί το έχετε ρίξει στα σκληρά; Είστε εντελώς ηλίθιοι;»

Ένας δυνατός χτύπος ακούστηκε στα ρολά του καφενείου.

«Επιτέλους, κάποιος μας αναζήτησε!» φώναξε η παλιά φοιτήτρια.

Ένας από τους στοιχηματίες έδωσε 80% πιθανότητα να είχαν ξαναγυρίσει οι απαγωγείς, όμως ο Μπάμπης τού έκοψε τον βήχα: «Σκάσε, κουβά! Άνοιξε τα ρολά, γαμώ την Πανακόλα μου!» απευθύνθηκε, πραγματικά απειλητικά, προς τον καφετζή αυτή τη φορά. Η «Πανακόλα» ήταν η παραλλαγή που χρησιμοποιούσε από έφηβος για να μη χρησιμοποιεί τη λέξη Παναγία στην αγαπημένη του βρισιά, κάτι που ενοχλούσε πολύ τη θρήσκα μητέρα του, που ήθελε με κάθε τρόπο να διαφυλάξει την παρθενία της μητέρας του Θεανθρώπου.

Η γιατρίνα υποστήριξε το αίτημά του, κάτι που ο Μπάμπης γρήγορα μετέφρασε ως σημάδι συμπάθειας προς το πρόσωπό του, αν και δεν είχε χρόνο να το εκμεταλλευτεί αρκούντως, αφού είχε άλλες προτεραιότητες εκείνη τη στιγμή. Η επιτυχία του στις μικρότερες και συνομήλικες γυναίκες δεν ήταν μεγάλη, αλλά εκείνη στις μεγαλύτερες ηλικίες «έσπαγε ταμεία», όπως έλεγε. Κάτι που δεν τον χαλούσε καθόλου, εξ ου και, είτε στις παραλίες της Χαλκιδικής το καλοκαίρι είτε στον Ταξιάρχη τον χειμώνα, το αγαπημένο του σπορ ήταν το φλερτ —και ό,τι ήθελε προκύψει— με ώριμες γυναίκες, χήρες, ζωντοχήρες, και ακόμη καλύτερα με παντρεμένες που ψάχνονταν για άλλα. Μάλιστα, δεν του άρεσε καθόλου το παλιό ρητό: «Η γριά η κότα έχει το ζουμί», και το είχε παραλλάξει προκαλώντας με μεγάλη του ευχαρίστηση την αμηχανία του περίγυρού του με την πορνογραφική παραπομπή: «Το μιλφέιγ έχει την καλή την κρέμα». Σε μια από αυτές τις κυρίες —την καλλιτέχνιδα Στέλλα— οφειλόταν και το περίεργο χίπστερ λουκ που είχε υιοθετήσει, αφού του είχε πει ότι τα μούσια θα τόνιζαν τα ευαίσθητα μάτια του, όπως συνέβαινε στους χίπηδες και στους Ταλιμπάν. Αν και είχε διστάσει αρχικά να ακολουθήσει τη συμβουλή της, αφού είχε χτυπήσει μεροκάματα στο παρελθόν στα γυμναστήρια για να γίνει ένας σοβαρός μποντιμπιλντεράς, όταν η σχετική μόδα του χίπστερ λουκ πέρασε και στους αθλητές, απέβαλε κάθε ενδοιασμό. Μάλιστα, οι φίλοι του στον Πολύγυρο του είχαν δώσει το παρατσούκλι «μίνι-Καϊμακόγλου» (μια και δεν ήταν πολύ ψηλός) ή απλά «Καϊμακόγλου», πράγμα που επίσης δεν τον χάλαγε καθόλου.

Τώρα όμως έπρεπε να φύγει από αυτήν την κωλοκαφετέρια. Άμεσα. Τα υπόλοιπα μπορούσαν να περιμένουν.

Τα ρολά άρχισαν να ανασηκώνονται, και η φιγούρα του Τσιγγάνου οδηγού φάνηκε στην πόρτα. Τα δύο πιτσιρίκια έτρεξαν και σκαρφάλωσαν πάνω του.

«Έτοιμο το αμάξι», τους ανακοίνωσε ο οδηγός. «Φώτα κομπλέ. Πάμε. Πού ’ναι οι άλλοι; Γιατί ταμπουρωθήκατε;»

Η γιατρίνα, με κάποιες μεταφραστικές βοήθειες από την Τσιγγάνα σύζυγο, του εξήγησε τι είχε γίνει.

Ο Μπάμπης από τη μια απογοητεύτηκε που έβλεπε πάλι τον Γύφτο, από την άλλη η ενόχλησή του μετριάστηκε αφού τουλάχιστον δεν είχαν χάσει το όχημά τους. Μισούσε τους Γύφτους, μπορούσε να ανεχτεί Αλβανούς και μαύρους, «δεν ήταν ρατσιστής», όπως έλεγε, «άλλα όχι αυτή την κωλοφάρα». Το ίδιο και τους Ινδιάνους: από μικρός δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχαν τη συμπάθεια τόσων φίλων του. Από την εποχή που είχε βγει το «Χορεύοντας με τους Λύκους» είχε να δει καουμπόικο, απογοητευμένος από την ηρωοποίηση των Ινδιάνων. Με κάποιο περίεργο τρόπο τούς Τσιγγάνους τούς ταύτιζε με τους Ινδιάνους, και του την έσπαγε, όχι τόσο ότι ήταν φτωχοί ή άπλυτοι ας πούμε, αλλά που όλοι τούς είχαν για ελεύθερους και μάγκες.

Μέχρι να σκεφτεί τον επιλεκτικό ρατσισμό του ο Μπάμπης, ο οδηγός είχε κατατοπιστεί πλήρως για τα γεγονότα. Ο ηλικιωμένος τού ζήτησε να φύγουν άμεσα και να βγουν πάλι στην εθνική για να φτάσουν κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη. Όμως ο οδηγός τού απάντησε ότι ήταν καλύτερα να τους πήγαινε Σέρρες, για να πάρουν από εκεί το ΚΤΕΛ.

«Μου αρέσει ο τρόπους που σκέφτεσαι, αρχηγέ», αναφώνησε ο Μπάμπης, σκεφτόμενος ότι έτσι θα απαλλασσόταν γρηγορότερα από το Ντάτσουν και από το γυφταριό.

Η γιατρίνα όμως έβαλε αμέσως τον προβληματισμό τι θα γινόταν με τους άλλους δύο που είχαν απαχθεί. Αυτό δεν πολυάρεσε στον Μπάμπη. Ήταν γνωστή άλλωστε η επιτυχία των μουσικών στις γυναίκες, και τη συγκεκριμένη σκέψη τη μετέφρασε ως ενδεχόμενη διάθεση του μιλφέιγ για μουσικές ρομαντζάδες. Έτσι σκεφτόταν τα πράγματα: ο κόσμος κινούνταν με βάση το γκομενικό, ήταν απολύτως πεπεισμένος γι’ αυτό. Μάλιστα, ένας γραμματισμένος φίλος του του είχε πει ότι το ίδιο έλεγε και ο πατέρας της ψυχανάλυσης, το όνομα του οποίου πάντα ξεχνούσε και ποτέ δεν μπορούσε να το ανακαλέσει και να το αναφέρει σε πιο ψαγμένες τύπισσες που θέλει να ρίξει. Δεν ήθελε όμως και να διαφωνήσει ανοιχτά με τη γιατρίνα, οπότε προσπάθησε να μεταφέρει αλλού την ευθύνη:

«Ό,τι πει ο τσιφ», είπε, όντας σίγουρος ότι το λαμόγιο ο γύφτος ούτε που θα ήθελε να σκεφτεί να έμπαινε σε μεγαλύτερη περιπέτεια για τους δύο αγνοούμενους. Εκείνη τη στιγμή όμως κάτι ψιθύρισε το αγοράκι στο αυτί του πατέρα του, και ο Τσιγγάνος έπεσε σε σκέψεις.

«Έχει δίκιο η κυρά», είπε ο οδηγός. «Έχουν πληρώσει κι αυτοί. Και χρωστάμε στον κλαριτζή που ξεφύγαμε από διόδια, όπως λέει και το μικρό».

Προς δεύτερη μεγάλη έκπληξη του Μπάμπη, τόσο ο παππούς όσο και το μεγαλοπιπίνι, η παλιά φοιτήτρια του Β.Β., συμφώνησαν με την ιδέα να δουν τι θα έκαναν για τους άλλους δύο. Από μέσα του τους έριξε αρκετές Πανακόλες, αλλά δεν ήθελε να φανεί δειλός, κυρίως απέναντι στο μιλφέιγ, οπότε το βούλωσε.

«Ανεβείτε στην καρότσα, σκέφτηκα κάτι», είπε τότε ο οδηγός, και όλοι τον ακολούθησαν μουρμουρίζοντας, χωρίς να ξέρουν τι είχε στο μυαλό του.

Ο Μπάμπης ήταν έξαλλος που όλοι ακολουθούσαν και πάλι τυφλά τον γύφτο, λες και ήταν αρχηγός τον Απάτσι. Έπρεπε όμως να δει τι θα έκανε στην πορεία. Το να κάτσει κι άλλο εκεί δεν ωφελούσε σε τίποτα. Είδε και τις μίζερες φάτσες των στοιχηματιών που είχαν ξαναγυρίσει το ενδιαφέρον τους σε έναν αγώνα μπάσκετ του ισπανικού πρωταθλήματος και αποφάσισε: χίλιες φορές καλύτερα με το Ντάτσουν, παρά με αυτούς τους τελειωμένους — για την ακρίβεια, διαχώριζε τους παίχτες τυχερών παιχνιδιών στην Προπό και μετά Προπό εποχή, διακηρύττοντας ότι οι δεύτεροι αποτελούσαν πισωγύρισμα στην εξέλιξη του είδους.

Το κεφάλι του πονούσε πολύ και ζήτησε ένα ντεπονάκι από τη γιατρίνα. Εκείνη τού έδωσε. Απλόχερα και με απώτερο σκοπό, όπως ήθελε να πιστεύει ο Μπάμπης. Ο Μπάμπης ο «ζαχαροπλάστης».

 

[ Εικονογράφηση, Krasso Mihaylov, Bodybuilder in Front of an Old Car, 2009 ].