Οι χαμένοι [S01E10]

P
Βασίλης Βαμβακάς

Οι χαμένοι [S01E10]

«Η χώρα μας έγινε το πρώτο πειραματόζωο ξένων και ντόπιων δυνάμεων που θέλουν να καταλύσουν κάθε έννοια δημοκρατίας, κάθε έννοια κοινωνικής πολιτικής, κάθε έννοια ανθρωπιάς. Ο ελληνικός λαός όμως αποδεικνύεται ανυπότακτος στα σχέδια της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και στην αποκτήνωση της ελεύθερης αγοράς. Τα τελευταία χρόνια δεν είναι τα χρόνια της κρίσης αλλά τα χρόνια της δόξας του ελληνικού λαού. Εδώ στην Αμφίπολη στήνεται το μνημείο της σύγχρονης ελληνικής εποποιίας». O μουσικός προβάριζε χαμηλόφωνα τα λόγια που έπρεπε να αποστηθίσει. Το ίδιο και ο Β.Β. έχοντας επιστρέψει μαζί με τον Ράμπο και την καλλιτέχνιδα Έλσα στην αρχική σκηνή. Τους είχαν αφήσει λυμένους και χωρίς τις σακούλες στο κεφάλι.

Ο Β.Β είχε γίνει πια πολύ νευρικός από τον παραλογισμό του αδιεξόδου που αντιμετώπιζε. Ήδη τα συμπτώματα της ψυχοσωματικής αλλεργίας που εμφάνιζε σε καταστάσεις άγχους είχαν κάνει την εμφάνισή τους στα χέρια του. «Οι καντήλες από τα εσωτερικά καντήλια», όπως έλεγε, ήταν πάλι εκεί. Κι αυτό το περίεργο αερόθερμο που φυσούσε μέσα στη σκηνή τον έκανε να νιώθει ακόμη χειρότερα, σαν να τον πυροβολούσε ένα μηχάνημα γεμάτο μικρόβια.

Ο Ράμπο είχε βγάλει ένα περίεργο μικρό τρανζίστορ. Σαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι φίλαθλοι στο παρελθόν για να ακούν τους αγώνες που παίζονταν σε άλλα γήπεδα. Μέσα από πολλά παράσιτα ακουγόταν ένας εκφωνητής περιφερειακού σταθμού να σχολιάζει διάφορα θέματα της επικαιρότητας. Μεγάλη βαρύτητα έδινε στο γεγονός της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας της κυβέρνησης, που περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο είχε καταφέρει να πιάσει πρώτος τον σταυρό την ημέρα των Θεοφανίων. Ο εκφωνητής συμπλήρωνε πληροφορίες πού αφορούσαν το βιογραφικό του υπουργού και τις κολυμβητικές του επιδόσεις όταν ήταν νέος. Επίσης σχολίαζε το καταρχήν οξύμωρο, ένας αριστερός να ασχολείται με θρησκευτικά έθιμα, τονίζοντας ότι τελικά οι λαϊκές παραδόσεις δεν έχουν ούτε χρώμα ούτε κόμμα.

Στη συνέχεια ο Ράμπο άλλαξε σταθμό και επέλεξε να σταματήσει σε ένα τραγούδι της Πάολας. Ο μέχρι εκείνη τη στιγμή ανέκφραστος τύπος άναψε τσιγάρο για να απολαύσει τη στιγμή. Ο μουσικός τού ζήτησε να χαμηλώσει κάπως τον ήχο για να μπορέσει να μάθει τα λόγια του, αλλά δεν εισακούστηκε από τον μερακλωμένο Ράμπο, παρά και τις σχετικές εκκλήσεις της καλλιτέχνιδος. Κάτω από την κλαψιάρικη μελωδία τού «Φταις», ο Β.Β. θυμήθηκε την αθώα εκείνη περίοδο που προβληματιζόταν για τα αίτια της επιτυχίας της Πάολας: εάν αποτελούσε μια ξαφνική επιστροφή του αυθεντικού σκυλάδικου, εάν ήταν η πρώτη queer βασίλισσα της ελληνικής πίστας (ποτέ δεν μπόρεσε να την ξεμπλέξει από το μυαλό του από την τραβεστί Πάολα), εάν τρόπον τινά εξέφραζε μια παρηκμασμένη εκδοχή της εποχής των τοπ μόντελ και του πρότυπου Μπάρμπι. Οι σκέψεις αυτές τον χαλάρωσαν για λίγο, αλλά η κίνηση του Ράμπο να σνιφάρει κάτι στα μουλωχτά την ώρα του μεγάλου νταλκά τον επανέφερε στο παρόν και στην ανάγκη όλες του οι ερμηνείες να συνδυάζονται με μελέτης πρόσληψης του κοινού. Η καλλιτέχνις απευθυνόταν τώρα προς το μέρος του. Τον ρωτούσε εάν έμαθε το κείμενο για να φωνάξει τον Σάκη και να ξεκινήσει η λήψη με την κάμερα. Της απάντησε ότι δεν μπορούσε να μάθει τα λόγια, αλλά ήταν σε θέση να πει κάτι δικό του που θα τους ικανοποιούσε. Η καλλιτέχνις τον κοίταξε καχύποπτα. Φάνηκε όμως να της αρέσει η ιδέα της αυτενέργειας και αποφάσισε να δώσει μια ευκαιρία στον Β.Β.

«Πρόσεξε όμως, εάν δεν είναι κάτι συμβατό με αυτά που θέλουμε, δύσκολα θα αποφύγεις την ταξική συνειδητοποίηση», τον προειδοποίησε.

«Το καταλαβαίνω», απάντησε ο Β.Β. «Θα πάρω το ρίσκο».

Η καλλιτέχνις βγήκε από τη σκηνή και φώναξε τον Σάκη. Του είπε να φέρει μαζί του και μερικά παιδιά.

Μετά από λίγο εμφανίστηκε στη σκηνή ο Σάκης με δύο άλλους άντρες που φορούσαν κράνη μηχανής. Ο Σάκης έκλεισε το ράδιο του Ράμπο, που είχε αποκοιμηθεί υπό τον ήχο των σκυλάδικων νανουρισμάτων. Έστησε την κάμερα και άναψε κάτι φακούς πίσω από το σημείο όπου καθόταν ο Β.Β. Ο μουσικός, για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό πλάνο, μετακινήθηκε υπό τις οδηγίες των κρανοφόρων κοντά στον κοιμισμένο Ράμπο. Ακόμη προσπαθούσε να μάθει τα λόγια του, καρφωμένος πάνω από το χαρτί που του είχαν δώσει.

«Πάμε», είπε όταν όλα ήταν έτοιμα ο Σάκης. «Ξεκίνα!»

Ο Β.Β. πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε:

«Βρίσκομαι τυχαία στην περιοχή της Αμφίπολης, με ένα φίλο που συνήθως κάνουμε άθελά μας ταξίδια μαζί. Βλέπω με μεγάλη μου έκπληξη ότι αυτή τη στιγμή η περιοχή έχει μετατραπεί σε ένα εργοτάξιο καλλιτεχνικής αναζήτησης. Όλα όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια θα αναβιώσουν δημιουργικά σε αυτό το σημείο. Το παρόν θα συναντήσει το παρελθόν, όχι το αρχαίο, που αποτελεί για πολλούς το σημείο αναφοράς της ελληνικής ανωτερότητας, αλλά το πρόσφατο, αυτό της λαϊκής αγανάκτησης, της δικαιολογημένης και αδικαιολόγητης οργής. Τίποτε από όσα έγιναν τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να ξεχαστεί. Ούτε από αυτούς που τα προκάλεσαν, ούτε από αυτούς που τα υπέστησαν, ούτε από αυτούς που κατάλαβαν την πραγματικότητα, ούτε από αυτούς που νόμισαν ότι μπορούν να την παραγνωρίσουν. Εδώ, στην Αμφίπολη, η συλλογική μνήμη ισορροπεί μεταξύ θραύσματος και τραύματος…»

«Στοπ!» πετάχτηκε ο Σάκης και σταμάτησε τον Β.Β. «Τι τραύμα και παπαριές; Δεν μου αρέσουν αυτά. Δεν μου αρέσουν καθόλου αυτά».

«Δεν έχεις δίκιο Σάκη», απάντησε η καλλιτέχνις Έλσα. «Νομίζω ότι είναι πολύ καλό και δεν θα φανεί καθόλου κατευθυνόμενο. Αυτό ειδικά με το θραύσμα και το τραύμα θύμισε και λίγο Σάββα… Πολύ δυνατό!»

Ακολούθησαν λίγα λεπτά διαφωνίας μεταξύ των δύο, σχετικά με το εάν έπρεπε να ξαναγίνει το γύρισμα από την αρχή ή να κοπεί απλώς η τελευταία ατάκα του Β.Β. Η καλλιτέχνις έβαλε μπροστά την ειδικότητά της, υποστηρίζοντας ότι δεν έπρεπε να ασκείται λογοκρισία και ότι το ποθούμενο επετεύχθη και με το παραπάνω. Ο Σάκης απάντησε ότι, «Εδώ δεν κάνουμε τέχνη, ανόητη, πολιτική κάνουμε». Η συζήτηση άρχισε να φτάνει σε αδιέξοδο και η ιδέα να αποφασίσει ο κ. Λάμπρος έπεσε από τον Σάκη, αφού ο ίδιος δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη να ανεβάσει το βίντεο στο Διαδίκτυο.

Την ώρα που τα νεύρα ήταν κάπως τεντωμένα και ο Β.Β. αναλογιζόταν έκπληκτος πώς κατάφερε και είπε όλα αυτά τα λόγια —που πίστευε και δεν πίστευε για το σουρεαλιστικό θρίλερ που αντιμετώπιζε—, ο μουσικός με μια αστραπιαία κίνηση κατάφερε να αποσπάσει το ούζι από τον κοιμισμένο Ράμπο. Φωνές, απειλές και βρισιές κατέκλυσαν τη σκηνή. Ο αγουροξυπνημένος Ράμπο κινήθηκε ατάραχος εναντίον του μουσικού. Αυτός όμως του έριξε στο πόδι και έστρεψε το καυτό όπλο προς τους υπόλοιπους.

«Όποιος κουνηθεί θα έχει την ίδια τύχη» είπε, δείχνοντας στο έδαφος τον αιμόφυρτο Ράμπο που βογκούσε. «Πάμε να φύγουμε», είπε στον Β.Β., και πετάχτηκαν τρέχοντας από τη σκηνή αναζητώντας την πιο κατηφορική διαδρομή του λόφου.

Άρχισαν να κατεβαίνουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Σχεδόν κουτρουβαλούσαν. Από πίσω μπορούσαν να διακρίνουν τουλάχιστον μία ντουζίνα κρανοφόρους με ξύλα να τρέχουν πίσω τους σε μία απόσταση το πολύ πενήντα μέτρων. Ο μουσικός έριξε στον αέρα με το ούζι, για να τους φοβίσει. Μετά από μια σύντομη ριπή όμως το όπλο σίγησε και ο μουσικός το πέταξε νευριασμένος μακριά.

Το μικρό τάγμα που τους ακολουθούσε άρχισε και πάλι να πλησιάζει, μετά από ένα μικρό διάλειμμα εξαιτίας της ριπής που τους έκανε να κοντοσταθούν. Ο Β.Β. είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση ότι δεν θα γλίτωναν τα χειρότερα. Τα πόδια του είχαν αρχίσει να πονάνε από τις τούμπες της κατάβασης — δεν έβλεπε να αντέχει για πολύ ακόμη το τρέξιμο. Ξαφνικά όμως κάτω από τα πόδια τους αισθάνθηκαν άσφαλτο και άρχισαν να τρέχουν ακόμη πιο γρήγορα τώρα, με όση δύναμη μπορούσαν να αντλήσουν από μέσα τους. Δεν τολμούσαν καν να κοιτάξουν πίσω για να δουν πού βρίσκονταν οι διώκτες τους. Μονάχα έτρεχαν.

Ξαφνικά, μπροστά τους άναψαν ισχυροί προβολείς οχημάτων. Αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή και συνέχισαν να τρέχουν — κατευθείαν επάνω στο φως. Όσο πλησίαζαν, άρχισαν να κόβουν ταχύτητα. Ήταν σαφές ότι μπροστά τους είχαν ένα μπλόκο από τρακτέρ. Τώρα πια περπατούσαν, βέβαιοι ότι είχαν ξαναπιαστεί στη φάκα, οριστικά αυτή τη φορά. Τότε δύο σκιές ξεκόλλησαν από το σκοτάδι και άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος τους. Ο ένας έκανε νεύματα να κινηθούν πιο γρήγορα.

Όταν έφτασαν σε απόσταση αναπνοής, ο Β.Β. και ο μουσικός αντίκρισαν έκπληκτοι τον Τσιγγάνο του Ντάτσουν και τον φουσκωτό χίπστερ.

[ Εικονογράφηση: Wolfgang Krell, Uzi ].