«Οι Ψαράδες», του Chigozie Obioma

C
Γιάννης Μαντζίκος

«Οι Ψαράδες», του Chigozie Obioma

Το να συγκρίνεται ένας νέος, πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας στη Νιγηρία με τον Chinua Achebe, τον πατέρα της Νιγηριανής λογοτεχνίας (μαζί με τον Wole Sonyika), είναι η ύψιστη τιμή. Αυτό συμβαίνει με τον Chigozie Obioma, που βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το φετινό Βραβείο Man Booker, αλλά και σε πολλές άλλες, σε όλο τον κόσμο, χάρη στο πρώτο του βιβλίο, τους «Ψαράδες».

Ο Obioma τοποθετεί την ιστορία του σε ένα μικρό ψαροχώρι της Νιγηρίας, το Ακούρε, όπου τέσσερα αδέλφια —ο μικρότερος είναι και ο αφηγητής του βιβλίου— πάνε για ψάρεμα στον μολυσμένο και επικίνδυνο ποταμό Ομι-άλα, παρά τις αντίθετες οδηγίες του πατέρα τους. Οι Ψαράδες, ένα πολιτικό βιβλίο, εκτυλίσσονται σε μια ταραγμένη για τη Νιγηρία εποχή: την περίοδο του δικτάτορα Sani Abacha, κάπου γύρω στο 1995. Ο πατέρας των τεσσάρων αγοριών, που —εν αντιθέσει με τον μέσο Νιγηριανό— είναι μορφωμένος και προοδευτικός, εργάζεται στην Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας και μετατίθεται σε μια μικρή κωμόπολη. Αυτό που πάνω απ’ όλα επιθυμεί είναι οι γιοι του να ασχοληθούν με τις σπουδές τους και μόνο. Στο ψαροχώρι όπου πάνε τα τέσσερα αδέλφια, τους καταριέται ένας περίεργος ημίτρελος σαμάνος, νεκρόφιλος και παιδεραστής: ότι, λέει, αν ψαρέψουν εκεί, ο μικρότερος αδελφός θα θανατωθεί από τα αδέλφια του.

Ο Obioma δεν δίνει πειστική απάντηση για το ποιος ευθύνεται για ό,τι συμβεί και, ηθελημένα, αφήνει αναπάντητα πολλά ερωτήματα. Βρίσκεται ο πατέρας από πίσω; ο Σαμάνος; η τοπική κοινότητα που θεωρεί έναν μισότρελο ανθρωπάκο προφήτη; η μητέρα; Εντέλει, προκύπτει ότι οι δυναμικές των σχέσεων που επηρεάζουν τον συγγραφέα, τον αφηγητή και όλο το βιβλίο είναι εσωτερικές και όχι εξωτερικές. Για τον Obioma, οι πρωταγωνιστές, δηλαδή τα αδέλφια, καθορίζουν την τύχη τους και όχι η μοίρα.

Θα έλεγε κανείς, αν και θα ήταν παρακινδυνευμένο, ότι το αφήγημα του Obioma είναι ένας παραλληλισμός και μια μεταχρονολογημένη κριτική της βρετανικής παρουσίας στη Νιγηρία μέσα από τα βιώματα ενός παιδιού (του ίδιου τού Obioma εντέλει) που δεν έζησε ποτέ του την εποχή των Βρετανών, την αποικιοκρατία. Μακροσκοπικά, ο σαμάνος, ο πατέρας και όλοι οι «μεγαλύτεροι» του μυθιστορήματος είναι συλλήβδην Βρετανοί αποικιοκράτες, και τα τέσσερα αδέλφια η Νιγηρία. Παρά ταύτα, ο Obioma πάει ένα βήμα παρακάτω από τον συμβολισμό αυτό, διηγείται μια ανθρώπινη, δραματική ιστορία, δείχνοντας πώς διαμορφώνεται μέσα από τη «μοίρα» του καθένας από τους πρωταγωνιστές. Εστιάζει, όπως προαναφέραμε, στο ότι οι επιρροές δεν είναι πάντα εξωτερικές και ότι δεν ευθύνονται μόνον όλοι οι άλλοι, οι Βρετανοί, οι Αμερικανοί, οι κακοί πολιτικοί — αλλά σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται και οι ίδιοι οι Νιγηριανοί.

Δεν είναι τόσο απλοϊκό όσο δείχνει· το αντίθετο: η γραφή του Obioma εκτείνεται από τα βιώματα της κουλτούρας ενός δεκάχρονου τη δεκαετία του 1990, που επηρεάζεται από την τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδια, μέχρι τους γίγαντες της αφρικανικής λογοτεχνίας και τον πλούτο της τοπικής παράδοσης — η γκάμα του είναι πολύπλευρη και πολυδιάστατη.

Δεν λείπουν βέβαια και σημεία που, ειδικά σε έναν μη Νιγηριανό, μη Αφρικανό αναγνώστη, προκαλούν ενδεχομένως ερωτηματικά —κάποιες, φέρ’ ειπείν, από τις μεταφορές δεν μπορούν ίσως να γίνουν εύκολα κατανοητές—, ενώ η κριτική εστίασε και στον όγκο του (υποτίθεται πως κάποια κομμάτια δείχνουν να κουράζουν). Ένας αρθρογράφος, μάλιστα, των South African Sunday Times, ο Percy Zvomuya, σημείωνε πως «έπρεπε» να εκπροσωπηθεί η Αφρική στα Booker, εξ ου και επελέγη ο Obioma: «Έπρεπε να βρουν έναν Αφρικανό», έγραψε χαρακτηριστικά. Το ίδιο είχε ειπωθεί βέβαια όταν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Wole Sonyika, το 1985. Ο ισχυρισμός του Zvomuya είναι σε κάθε περίπτωση υπερβολικός — άλλωστε ο νικητής του Booker, ο Μarlon James, είναι επίσης εκπρόσωπος της μαύρης κουλτούρας.

Τι κρατάμε όμως από το συγγραφικό ντεμπούτο του νεαρού συγγραφέα; Ένα σκοτεινό και συνάμα ελκυστικό μυθιστόρημα με στοιχεία του μύθου του Κάιν και του Άβελ, άφθονα ψήγματα του μεγάλου Chinua Achebe και σύγχρονες πινελιές της ποπ κουλτούρας.

Θα αναμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο έργο του.

[Amagi, σημείωση: οι «Ψαράδες» κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Ιωάννας Ηλιάδη].