Οι σκληρές όμορφες λέξεις

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

Οι σκληρές όμορφες λέξεις

Μια συζήτηση με τη μεταφράστρια Γωγώ Αρβανίτη, επ’ ευκαιρία της έκδοσης του μυθιστορήματος «Το Όνειρο του Μισισιπή», του George R.R. Martin (Εκδόσεις Μεταίχμιο).

 

Κυριάκος Αθανασιάδης: Κυρία Αρβανίτη, δουλεύετε ήδη αρκετά χρόνια στον χώρο και έχετε μεταφράσει πραγματικά πολλά βιβλία, αρκετά μάλιστα από τα οποία είχαν και πολύ καλή πορεία στην αγορά. Μετά από όλον αυτό τον καιρό και όλους αυτούς τους τίτλους, πώς βλέπετε τα πράγματα σχετικά με εσάς, με τους εκδότες, με τα βιβλία που επιλέγονται για μετάφραση; Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει;

Γωγώ Αρβανίτη: Κάτι που βλέπω να έχει αλλάξει στις τρεις δεκαετίες μου στον χώρο είναι η σημασία που δίνεται στις μεταφράσεις. Οι καλές δουλειές ξεχωρίζουν, γίνεται κριτική, έχουν καθιερωθεί ετήσια βραβεία λογοτεχνικής μετάφρασης, ιδρύθηκε η σχολή μετάφρασης και διερμηνείας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Στη δεκαετία του ’80, στην ΚΑ΄ εφορεία Αμπελοκήπων όπου έβγαλα το πρώτο μου μπλοκ, με είχαν κατατάξει στην κατηγορία «φασόν», τουτέστιν δουλειά με το κομμάτι, γιατί δεν υπήρχε τότε η μετάφραση ως αποκλειστική επαγγελματική ιδιότητα. Ε, αυτό σίγουρα έχει αλλάξει, είμαστε πλέον υπαρκτά όντα. Το ΤΕΒΕ έγινε ΟΑΕΕ, αλλά είναι πάντα το ίδιο και χειρότερο και οι αμοιβές μας στην καλύτερη περίπτωση είναι στο όριο της αξιοπρέπειας, αν δεν έχουν μειωθεί δραματικά τα τελευταία 6 χρόνια. Οι εκδόσεις είναι σαφώς πιο καλαίσθητες, πιο προσεγμένες. Υπήρξε μια εκδοτική έκρηξη που τώρα έχει κοπάσει ξανά, κάτι που νομίζω ότι είναι για καλό, ίσως μας κάνει όλους πιο επιλεκτικούς. Οι τίτλοι που επιλέγονται έχουν ως συνήθως στόχο να πάνε καλά στην αγορά, αλλά, εκτός από τα «ευπώλητα», βλέπω να πηγαίνουν καλά και αρκετά αξιόλογα, πιο απαιτητικά βιβλία. Θα τολμούσα να πω ότι έχει ανεβεί το επίπεδο του ξενόγλωσσου best seller (έχει συμβάλει και η αμεσότητα του Ίντερνετ σ’ αυτό, η ευκολία της γρήγορης και έγκυρης πληροφόρησης) και ότι βρίσκεις αληθινά διαμάντια μέσα στην πληθώρα των εκδόσεων. Ή μήπως έτσι συνέβαινε πάντα;

Κ.Α.: Ανήκετε επίσης και στον κύκλο, ας πούμε, των πέντ’-έξι, αν δεν κάνω πολύ μεγάλο λάθος, πιο γνωστών μεταφραστών βιβλίων του Φανταστικού, μεταξύ άλλων. Γιατί σας ενδιαφέρει το είδος; Και πώς διαμορφώθηκε όλον αυτό τον καιρό που βλέπετε από πολύ μέσα αυτόν τον τομέα της λογοτεχνίας;

Γ.Β.: Ναι, μεταξύ άλλων, γιατί έχω μεταφράσει και πολύ Αστυνομικό. Θα έλεγα ότι το είδος επέλεξε εμένα — και το εξηγώ. Ξεκίνησα να δουλεύω για τις εκδόσεις Χαρλένικ στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ήμουν ακόμη φοιτήτρια, ζητούσαν μεταφραστές, έδωσα δείγμα, πήρα το πρώτο μου βιβλίο. Ήταν ένα Άρλεκιν. Αφού μετέφρασα καμιά εικοσαριά, το ένα μετά το άλλο, και ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω γιατί είχα πήξει, ο ίδιος εκδοτικός οίκος μού έδωσε ένα βιβλίο του Arthour Haily. Τότε έπαψα να βλέπω τη μετάφραση σαν χαρτζιλίκι, το πήρα στα σοβαρά και πήρα επίσης τα πρώτα εύσημα για τη δουλειά μου από επιμελητές και εκδότη. Ακολούθησαν συγγραφείς όπως οι Stephen King, Clive Barker, Dean Koonz, που ο ίδιος εκδότης μού εμπιστεύτηκε τη μετάφρασή τους. Μου άρεσε το είδος, από μικρή αγαπούσα τη λογοτεχνία του Φανταστικού, είχα διαβάσει πολύ, και ίσως λειτούργησε ένα είδος καλής χημείας. Το ίδιο συνέβη με το Αστυνομικό, στις εκδόσεις Μεταίχμιο. Αγαπούσα το είδος, μου δόθηκαν για μετάφραση πολύ καλά βιβλία, με αποτέλεσμα να «εξειδικευτώ» και στο αστυνομικό. Αυτό που μπορώ να πω μετά από 30 χρόνια είναι ότι τα βιβλία του Φανταστικού έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο κοινό και δεν θεωρούνται πια υποδεέστερο είδος. Βοήθησε σίγουρα και η μεταφορά της τριλογίας του Tolkien στον κινηματογράφο.

Κ.Α.: Υπήρξαν σίγουρα βιβλία που δεν σας άρεσαν όσο τα δουλεύατε. Θέλω να μου πείτε, από την άλλη, μερικούς τίτλους που ξεχωρίσατε, που ευχαριστηθήκατε τη μετάφρασή τους και που τους θυμάστε είτε με περηφάνια, για τη δουλειά σας, είτε με χαρά επειδή σας άρεσαν σαν βιβλία.

Γ.Β.: Πρώτους-πρώτους θυμάμαι τους «Νυχτερίτες» του Stephen King. Ήμουν ακόμη σχετικά καινούρια στη δουλειά και σ’ αυτό το βιβλίο αισθάνθηκα για πρώτη φορά τη χαρά της μετάφρασης. Παιδευόμουν επί ώρες με μια παράγραφο και το απολάμβανα αγνοώντας την πίεση του deadline. Το αποτέλεσμα ήταν μια δίμηνη καθυστέρηση — αλλά και η αίσθηση ότι είχα κάνει καλή δουλειά. Ξεχωρίζω το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», γιατί, παρά τον αρχικό τρόμο μου, η μετάφρασή του βγήκε αβίαστα και το αποτέλεσμα με έκανε να νιώσω περήφανη. Το «Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν», της Lionel Shriver, ένα δύσκολο κείμενο, ένα κείμενο -πρόκληση, τόσο από πλευράς περιεχομένου και θέματος, όσο και ύφους της συγγραφέως. Και τον «Σκοτεινό Τόπο», το θρίλερ της Gillian Flynn, που επίσης μου άρεσε πολύ.

Κ.Α.: Παλαιότερα, όλοι σχεδόν οι μεταφραστές πρότειναν τίτλους στους εκδότες. Εδώ και καιρό τα πράγματα έχουν αλλάξει, οι εκδότες και τα επιτελεία τους έχουν πολύ καλή εικόνα της αγοράς του εξωτερικού, και άλλωστε, επιπροσθέτως, η παραγωγή τείνει να μειωθεί. Ωστόσο, εσείς έχετε κατά νου βιβλία που θα θέλατε να δείτε στα ελληνικά; Παρακολουθείτε μέσω Ίντερνετ τις νέες εκδόσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ; Προτείνετε η ίδια στους εκδότες με τους οποίους συνεργάζεστε βιβλία που θα θέλατε να μεταφράσετε;

Γ.Β.: Ώς τώρα έχω συνεργαστεί με εκδότες που έχουν ήδη επιλέξει τους τίτλους και προγραμματίσει την έκδοσή τους, και απλώς μου αναθέτουν μια μετάφραση. Ωστόσο, συχνά διαβάζω και αξιολογώ, κατά παραγγελία του εκδότη, κάποια βιβλία ή καινούριους συγγραφείς. Ένα χτυπητό τέτοιο παράδειγμα ήταν ο σχετικά άγνωστος πριν από μερικά χρόνια Jo Nesbo. Μου δόθηκε το «Νέμεσις», το αξιολόγησα θετικά και ζήτησα να το μεταφράσω, σε περίπτωση που θα αποφάσιζε τελικά το Μεταίχμιο να το εκδώσει. Έχει συμβεί και με άλλα βιβλία, που είτε τα μετέφρασα εγώ τελικά είτε όχι. Ενημερώνομαι μέσω Ίντερνετ για τις νέες εκδόσεις, αλλά από προσωπικό ενδιαφέρον. Προτιμώ να διαβάζω τα αγγλικά βιβλία στο πρωτότυπο.

Κ.Α.: Έχετε διαβάσει όλο το έργο τού George R.R. Martin; Είστε φαν τού «Game of Thrones»;

Γ.Β.: Δεν είχα ακούσει καν τον Martin μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ο γιος μου, ξέροντας τις προτιμήσεις μου, μου πέρασε στο λάπτοπ τα πρώτα πέντε επεισόδια της σειράς, όταν του ζήτησα καμιά καλή ταινία για να δω το βράδυ. Κόλλησα. Είδα και τα πέντε μαζί, σχεδόν ξενύχτησα, τα ξαναείδα από την αρχή την άλλη μέρα και κατέβασα αμέσως τα υπόλοιπα. Τότε η σειρά βρισκόταν ήδη στη δεύτερη σεζόν. Ναι, είμαι φαν του «Game of Thrones». Και έκανα σαν παιδάκι από τη χαρά μου όταν μου δόθηκε για μετάφραση ένα βιβλίο του Μάρτιν, το «Όνειρο του Μισισιπή». Σκοπεύω να διαβάσω όλη τη σειρά «A Song of Ice and Fire» στα αγγλικά, αφού την ολοκληρώσει ο συγγραφέας.

Κ.Α.: Το «Όνειρο του Μισισιπή» δεν είναι fantasy. Είναι ένα βιβλίο τρόμου, με βρικόλακες. Πώς διαφοροποιείται, πέραν τούτου, από το υπόλοιπο έργο τού George R.R. Martin; Μιλήστε μας γι’ αυτό: πόσο σας ιντρίγκαρε, πόσο σας άρεσε, αν σας τρόμαξε και αν σας δυσκόλεψε.

Γ.Β.: Διαφέρει, γιατί η πλοκή εξελίσσεται σε πραγματικό ιστορικό χρόνο και σε υπαρκτή εποχή, συγκεκριμένα τον 18ο αιώνα στις Πολιτείες του Νότου της Αμερικής, κυρίως στη Λουιζιάνα. Μου άρεσε, το βρήκα παράξενα τρυφερό, νοσταλγικό μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, και πολύ λιγότερο βίαιο από τα υπόλοιπα του Martin. Η δυσκολία ήταν να αποδώσω την ομιλία των μαύρων ηρώων — εννοώ τον ήχο, τη μουσική των φράσεων, όχι τα λάθη ή τις ασυνταξίες. Η ατμόσφαιρα είναι από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του βιβλίου, και ο καπετάνιος Μαρς, ο κεντρικός ήρωας, αξιολάτρευτος. Ένα κράμα Τίριον Λάνιστερ και Νεντ Σταρκ.

Κ.Α.: Με ποια γνωστά βιβλία συγγενεύει περισσότερο;

Γ.Β.: Με το «Δρ Τζέκιλ και Κος Χάιντ», ίσως.

Κ.Α.: Τώρα πάνω σε τι δουλεύετε;

Γ.Β.: Μετά από τη νουβέλα της Gillian Flynn «Το Χέρι που Κινεί τα Νήματα» έδωσα στον εαυτό μου λίγες ημέρες διακοπές, αλλά θα τις διακόψω μάλλον πρόωρα γιατί ανέλαβα το Concussion, που σύντομα θα προβληθεί στους κινηματογράφους, με πρωταγωνιστή τον Γουίλ Σμιθ, για τις νέες εκδόσεις Ροπή, ενώ αμέσως μετά θα ξεκινήσω ένα αστυνομικό θρίλερ του Eric Rikstad, το «The Silent Girls», για τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Κ.Α.: Πόσες ώρες την ημέρα εργάζεστε; Δουλεύετε κάθε μέρα, και τις Κυριακές; Γιατί να γίνει κανείς μεταφραστής, και τι πρέπει κυρίως να προσέχει; Δώστε μερικές συμβουλές στους νεότερους ή δυναμει συναδέλφους.

Γ.Β.: Δουλεύω από το πρωί ώς αργά το βράδυ με διαλείμματα, όπου συνήθως κάνω κάτι χειρωνακτικό ως αντίδοτο ή περιφέρομαι στο Ίντερνετ ή βγαίνω από το σπίτι. Αντιλαμβάνομαι τα Σαββατοκύριακα κυρίως σαν αίσθηση, επειδή ζω έχοντας γύρω μου ανθρώπους με άλλα ωράρια, αλλά δεν θα σταματήσω τη μετάφραση απλώς επειδή είναι Σάββατο ή Κυριακή. Υπάρχουν φορές που βυθίζομαι σε ένα βιβλίο, ειδικά όταν μου αρέσει πολύ: είναι σαν να ζω την ιστορία, ταυτίζομαι με έναν ή και περισσότερους χαρακτήρες. Έχει τύχει να ξυπνήσω έχοντας βρει στον ύπνο μου τη μεταφραστική λύση για ένα λογοπαίγνιο ή ένα ζόρικο σημείο… Τώρα, γιατί να γίνει κάποιος μεταφραστής; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Όχι για βιοπορισμό, σίγουρα. Μια συμβουλή έχω να δώσω: η μετάφραση γίνεται όλο και καλύτερη όσο την ξανακοιτάς και τη διορθώνεις και φτάνεις στο σημείο να ακούς τις λέξεις να κυλάνε χωρίς να κομπιάζουν. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, υπάρχει πάντα ένα deadline.

Κ.Α.: Σας ευχαριστώ πολύ!

Γ.Β.: Κι εγώ ευχαριστώ. Κι εσάς, και τον Αμάγκι, για την αγάπη και τη δουλειά σας για το βιβλίο.