Οι θυμωμένοι της παγκοσμιοποίησης

P
Χαράλαμπος Κακολύρης

Οι θυμωμένοι της παγκοσμιοποίησης

Τον περασμένο Ιούνιο, η πλειοψηφία των Βρετανών έκλεισε τα μάτια στην εντυπωσιακή βελτίωση του κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος που είχε καταγραφεί αμέσως μετά την είσοδό τους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα αυτιά στα στέρεα επιχειρήματα πως Brexit σημαίνει οικονομική συρρίκνωση, μείωση της επιρροής και διαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου, μουρμούρισε κάτι για ανάκτηση ελέγχου και, αναπάντεχα, έσπρωξε τη Μεγάλη Βρετανία εκτός ΕΕ. Λίγους μήνες μετά, και πριν καταλάβουμε τι ακριβώς είχε συμβεί, ξυπνήσαμε με έναν υποψήφιο που περιφρονούσε εξοργιστικά τον ορθό λόγο και αναπαρήγε εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας, χρησιμοποιούσε φρικτά σεξιστικές και ρατσιστικές εκφράσεις, δεν φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη σημασία στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας και υποστήριζε ξεκάθαρα ένα όραμα περιχαράκωσης, να κερδίζει τους 270 εκλέκτορες που χρειαζόταν για να εκλεγεί πρόεδρος της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη. «Brexit επί πέντε», είχε χαρακτηρίσει προεκλογικά ο ίδιος αυτό το ενδεχόμενο. «Υπέροχα νέα», σχολίασε ο ακροδεξιός Ούγγρος πρωθυπουργός, Β. Όρμπαν. «Νίκη κατά του πολιτικού κατεστημένου και κατά της πολιτικά ορθής ελίτ της παγκοσμιοποίησης», είδε η Φρ. Πέτρι του ευρωσκεπτικιστικού κόμματος Εναλλακτική Οδός Για τη Γερμανία. Την ίδια στιγμή, ο Φλοριάν Φιλιπό του ξενοφοβικού Γαλλικού Εθνικού Μετώπου έγραφε στο Twitter: «Ο κόσμος τους γκρεμίζεται. Ο δικός μας κόσμος κτίζεται».

Προσπαθώντας να πιάσουμε το νήμα δύο μήνες μετά το σοκ του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών και λίγες ημέρες πριν την ορκωμοσία του Ν. Τραμπ, ας αναρωτηθούμε καταρχάς ποιοι είναι αυτοί που υπερψήφισαν την «κατεδάφιση» του «κόσμου» μας;

Σύμφωνα λοιπόν με την ανάλυση των δεδομένων από το Bloomberg: Η τέως Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Γερουσιαστής της Νέας Υόρκης και Πρώτη Κυρία, κατέρρευσε εκλογικά ανάμεσα στους ψηφοφόρους που γεννήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις περιοχές όπου το 97% ή περισσότερο του πληθυσμού ήταν γηγενείς, η Κλίντον πήρε μόλις το 30% των ψήφων και ο αντίπαλός της το 65% — αρκετά καλύτερα απ’ ό,τι είχε καταγράψει προ τετραετίας ο τότε Ρεπουμπλικανός υποψήφιος. O Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε κατά κράτος την αγροτική ψήφο. Στις περιοχές με λιγότερους από 20.000 κατοίκους η ανθυποψήφιά του ψηφίστηκε από ποσοστό μικρότερο του 30%. Ο δισεκατομμυριούχος υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών σάρωσε τις ψήφους όσων δεν είχαν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στις Πολιτείες όπου λιγότεροι από 1 στους 5 είχαν φοιτήσει στο κολέγιο, πήρε 7 στις 10 ψήφους — πάλι πολύ καλύτερη επίδοση από αυτή του Μ. Ρόμνεϊ το 2012. Η Χίλαρι Κλίντον έχασε συντριπτικά τη λευκή ψήφο. Στις Πολιτείες όπου τουλάχιστον το 85% ήταν λευκοί, η υποψήφια των Δημοκρατικών πήρε το 33% — αρκετά χαμηλότερα από την επίδοση του Ομπάμα το 2012. Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών προηγήθηκε σημαντικά στη μεσαία τάξη. Στις Πολιτείες όπου η διάμεσος των εισοδημάτων ήταν 25.000-30.000 δολάρια το χρόνο, η Κλίντον συγκέντρωσε 9% λιγότερη αποδοχή από το 52% που ψήφισε Τραμπ — ενώ ο Ομπάμα είχε επικρατήσει με 1% διαφορά.

Αν δεχτούμε πως οι παραπάνω πληθυσμιακές ομάδες δεν υιοθέτησαν ξαφνικά απόψεις σαν αυτές του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου σε τέτοια συντριπτικά ποσοστά, γιατί υπάρχει τόσος θυμός που οδηγεί σε τέτοιες εκλογικές συμπεριφορές ιδίως σε μια χώρα που φαίνεται να έχει ανακάμψει από την πρόσφατη μεγάλη ύφεση;

Στις ΗΠΑ, η ανεργία βρίσκεται πράγματι στο χαμηλό 8 ετών, μετά από θετικό ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ για τουλάχιστον 6 συνεχόμενα έτη. Μάλιστα 5,7 εκατομμύρια άνθρωποι βρήκαν δουλειά μόνο το 2014 και το 2015, η καλύτερη επίδοση για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης από το 1998-99.

Όμως, εκτός από το ποσοστό της απασχόλησης, κρίσιμος είναι και ο ρυθμός με τον οποίο βελτιώνεται το εισόδημα των εργαζομένων. Λοιπόν, εκεί τα στοιχεία δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι καλά: Μπορεί το ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών των Ηνωμένων Πολιτειών το 2015 να πραγματοποίησε το μεγαλύτερο ετήσιο άλμα από το 1967 (με εξαίρεση τα νοικοκυριά εκτός μητροπολιτικών περιοχών, όπου υπήρξε συρρίκνωση), αλλά ακόμα και τότε η διάμεσος βρέθηκε 1,6% χαμηλότερα από το επίπεδο του 2007 και 2,4% χαμηλότερα από το υψηλό του 1999 (σύμφωνα με το Census Bureau). Μόλις του χρόνου η διάμεσος του εισοδήματος αναμένεται να ξεπεράσει το επίπεδο του 2007 (τη χρονιά αμέσως πριν την τελευταία ύφεση), όπως εκτίμησε το IHS Global Insight στη WSJ. Με άλλα λόγια, μπορούμε να μιλήσουμε για μια χαμένη δεκαετία όσον αφορά το εισόδημα των Αμερικανών.

Κι αν αναρωτηθούμε κατά πόσο τα παραπάνω μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά για όλα τα εισοδηματικά ποσοστημόρια, τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα. Αν πάρουμε ως σημείο αναφοράς την κορυφή του 1999, το Census Bureau πρόσφατα επισήμανε πως, ενώ τα ανώτερα εισοδήματα (60ο, 80ο, 90ο και 95ο εκατοστημόριο) βρίσκονταν ήδη υψηλότερα, οι παρατηρήσεις που άφηναν το 10% και το 20% των εισοδημάτων χαμηλότερα παρουσίαζαν σημαντική υστέρηση: 9,9% και 7,6% αντίστοιχα. Επιπλέον, το περυσινό ποσοστό της φτώχειας (εισοδήματα μικρότερα των 24.257 δολαρίων για μία τετραμελή οικογένεια) δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρεθεί χαμηλότερα από το αντίστοιχο ποσοστό προ επταετίας.

Ταυτόχρονα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο βαθμός στον οποίο τα παιδιά που γεννιούνται στις ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να κερδίζουν περισσότερα από ό,τι οι γονείς τους ως ένα μέτρο κινητικότητας και, ως εκ τούτου, ισότητας ευκαιριών. Πρόσφατη μελέτη από ομάδα ερευνητών των πανεπιστημίων Stanford, Harvard και Berkeley έδειξε πως μόνο οι μισοί από όσους γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80 είχαν ως ενήλικες μεγαλύτερο εισόδημα από αυτό των γονιών τους (αφού συνυπολογιστεί ο πληθωρισμός). Το συγκεκριμένο ποσοστό ήταν 92% για όσους είχαν γεννηθεί το 1940 — από τότε, η τάση είναι φθίνουσα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει δε το γεγονός πως η πτώση αυτή είναι πιο απότομη για τη μεσαία τάξη και για ορισμένες βιομηχανικές μεσοδυτικές Πολιτείες. Μάλιστα, υπάρχουν και άλλες έρευνες που υποστηρίζουν τα παραπάνω ευρήματα, αποτυπώνοντας αντίστοιχη μείωση στην εκπαιδευτική κινητικότητα — το ποσοστό των παιδιών που εκπαιδεύονται περισσότερο τελικά από ό,τι οι γονείς τους. Επίσης, το 70% της μείωσης της κινητικότητας από τους baby-boomers στους millennials εξηγείται από τη συγκέντρωση του εισοδήματος στους πλουσιότερους Αμερικανούς, ενώ η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης ευθύνεται κατά 30% μόνο σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ίδιας μελέτης. Σημειωτέον, η τελευταία αναφορά του ΟΟΣΑ δείχνει ότι οι ΗΠΑ είναι η τρίτη χώρα με τη μεγαλύτερη εισοδηματική ανισότητα ανάμεσα στις ανεπτυγμένες. Σε αυτή την ομάδα κρατών, το επίπεδο της ανισότητας είναι το υψηλότερο από τη δεκαετία του ’80.

Δεδομένου ότι τα πολιτικά αφηγήματα του αντι-κατεστημένου που κεφαλαιοποιούν τον θυμό ανά τον κόσμο συναντιούνται στην πολεμική εναντίον της «ελίτ της παγκοσμιοποίησης», πώς τοποθετείται η κοινή γνώμη ανά χώρα απέναντι στο φαινόμενο και ποιες είναι πραγματικά οι επιπτώσεις του στα εισοδήματα;

Σύμφωνα με ένα πολύ ενδιαφέρον γράφημα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στον Economist, η μικρή ποσοστιαία μεταβολή τού κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ 2011 και 2015 —ανεξαρτήτως πόσο μεγάλο ή μικρό ήταν αυτό μετά τη μεταβολή— φαίνεται να συνοδεύεται από μικρότερο ποσοστό ατόμων που αποδίδουν στην αυξανόμενη ροή αγαθών και υπηρεσιών, ιδεών, κεφαλαίου και ανθρώπων θετικό πρόσημο. Όσοι, διαβάζοντας την έρευνα της YouGov/ Economist, αναρωτιόνταν πώς γίνεται και τα μικρότερα ποσοστά υποστήριξης της παγκοσμιοποίησης να αποτυπώνονται στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, ενώ τα μεγαλύτερα στο Βιετνάμ, στις Φιλιππίνες και στην Ινδία, θα εντυπωσιαστούν αν μάθουν ότι η πρώτη ομάδα χωρών είχε τη μικρότερη ενώ η δεύτερη ομάδα τη μεγαλύτερη αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ την αντίστοιχη περίοδο από ό,τι όλες οι άλλες της έρευνας.

Ενώ για τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στα εισοδήματα έχουν γραφτεί πολλά, νομίζω ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η εργασία του καθ. Μπ. Μιλάνοβιτς, τέως επικεφαλής οικονομολόγου του τμήματος έρευνας της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία εξετάζει την εξέλιξη των εισοδημάτων παγκοσμίως —σε ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες— από το 1988 έως το 2008. Στο περίφημο διάγραμμα που, λόγω σχήματος, λέγεται η «καμπύλη του ελέφαντα» (βλ. λινκ) αποτυπώνεται τεράστια (πραγματική) εισοδηματική βελτίωση (>80%) για ανθρώπους με εισόδημα κοντά στη διάμεσο του παγκοσμίου εισοδήματος (σημείο Α: οι 9 στους 10 είναι Ασιάτες, κυρίως Κινέζοι και Ινδοί, οι οποίοι βέβαια παραμένουν ακόμα φτωχοί συγκριτικά με τη Δύση) και συγκρίσιμη αν και κάπως μικρότερη ποσοστιαία αύξηση για το 1% των πιο πλούσιων (σημείο C: οι μισοί είναι Αμερικανοί). Όμως αυτό δυστυχώς δεν ισχύει για όλους, αφού προκύπτει πως δεν υπάρχει καθόλου αύξηση στα εισοδήματα όσων είναι στο 80ο με 85ο εκατοστημόριο της παγκόσμιας κατανομής (σημείο Β: οι 7 στους 10 είναι άνθρωποι από τις «παλιές πλούσιες» χώρες του ΟΟΣΑ και ανήκουν στη χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες των χωρών τους). Η μεγάλη αντίθεση λοιπόν μεταξύ της εντυπωσιακής αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων των ανθρώπων του σημείου C και της στασιμότητας εκείνων του Β —όπου τόσο οι μεν όσο και οι δε υπερεκπροσωπούνται στις ανεπτυγμένες χώρες— ίσως λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής του θυμού εκεί. Και ενδεχομένως αυτό σχετίζεται με την ευκολία με την οποία γίνεται αποδεκτή η αμφιλεγόμενη εικασία πως υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ των μεταβολών στις τρεις ομάδες ανθρώπων των παραπάνω σημείων. Π.χ., κάποιοι ρωτούν γιατί να πληρώνουμε (η χαμηλότερη μεσαία τάξη των πλουσιότερων χωρών) με τη στασιμότητα των εισοδημάτων μας το κόστος για τη βελτίωση των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης στην Ασία. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν είναι αυτονόητο.

Πάντως, πέρα από τις συγκρίσεις μεταξύ διαφoρετικών εισοδηματικών ποσοστημορίων, η σημαντική αύξηση των εισοδημάτων των φτωχότερων του πλανήτη (του 75% των χαμηλότερων εισοδημάτων) την οποία επέφερε η παγκοσμιοποίηση τις τελευταίες δεκαετίες έχει μεταξύ άλλων οδηγήσει στην εντυπωσιακή μείωση του ποσοστού όσων ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Πρόσφατα η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούσε πως το ποσοστό της ακραίας φτώχειας θα βρεθεί κάτω από το 10%, καθιστώντας την εκπλήρωση του στόχου για εξάλειψή της μέχρι το 2030 εξαιρετικά πιθανή. Η ακραία φτώχεια παραμένει συγκεντρωμένη στη Νότια Ασία και στην Υποσαχάρια Αφρική.

Προεκλογικά ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έλεγε: «Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει φέρει τίποτε άλλο στα εκατομμύρια εργαζομένων στις ΗΠΑ εκτός από φτώχεια και θλίψη». Ειδικά για τη NAFTA (συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου των ΗΠΑ με το Καναδά και το Μεξικό) ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας έχει σχολιάσει πως ήταν «ίσως η χειρότερη εμπορική συμφωνία που έχει υπογραφεί οπουδήποτε, αλλά σίγουρα η πιο κακή που σύναψε η χώρα αυτή», ενώ έχει απειλήσει με δασμούς 45% στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων. Αν λοιπόν αφήναμε τα κοσμοπολίτικα γυαλιά στην άκρη αγνοώντας τη σημαντική ωφέλεια στα μικρά αλλά κυρίως στα μεσαία παγκόσμια εισοδήματα και φορούσαμε τα εθνικά γυαλιά τού «Πρώτα η Αμερική», μήπως το ελεύθερο εμπόριο τελικά έβλαψε τους εργαζομένους στις ΗΠΑ και η επιβολή δασμών θα είχε θετική επίπτωση σε αυτούς;

Το Peterson Institute for International Economics, ένα think-tank που εδρεύει στην Ουάσιγκτον, προσπάθησε να εκτιμήσει την επίπτωση μιας προστατευτικής πολιτικής Τραμπ, μελετώντας τρία βασικά σενάρια που ξεκινούν από αυτό του «ματαιωμένου εμπορικού πολέμου» και κλιμακώνονται ώς εκείνο του πλήρους εμπορικού πολέμου με το Μεξικό και την Κίνα. Στο πρώτο και ηπιότερο σενάριο, ο Αμερικανός πρόεδρος αναγκάζεται να μειώσει τους δασμούς μέσα σε διάστημα ενός έτους από την επιβολή τους, αλλά οι αλυσίδες εφοδιασμού διαταράζονται και 1,3 εκατ. θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ χάνονται. Ενώ, σύμφωνα με το τρίτο και χειρότερο σενάριο, αυτό του πλήρους εμπορικού πολέμου με το Μεξικό και την Κίνα, η ζημιά θα εξαπλωνόταν και στον τομέα των υπηρεσιών και θα υπήρχε απώλεια 4,8 εκατ. αμερικανικών θέσεων εργασίας. Τέτοιου είδους πολιτικές θα ήταν «φρικτά καταστροφικές» σχολίασε ο πρόεδρος του PIIE στον Economist. Επιπλέον, λίγους μήνες πριν το U.S. Department of Commerce εξέδωσε στοιχεία που έδειχναν πως το 2015 οι αμερικανικές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών συντηρούσαν 11,5 εκατ. θέσεις απασχόλησης, αύξηση 1,87 εκατ. από το 2009. Μεταξύ 2009 και 2015, οι εξαγωγές στην Κίνα μόνο δημιούργησαν 367.000 περισσότερες δουλειές στις ΗΠΑ, ενώ οι πωλήσεις σε Καναδά και Μεξικό —εταίρους των ΗΠΑ στη NAFTA— προσέθεσαν 473.000 θέσεις εργασίας στη χώρα

Παράλληλα, τον ίδιο ακριβώς μήνα με τη δημοσίευση του D.o.C, το Congressional Budget Office σε έκδοση του ανέφερε ότι διάφορες οικονομικές μελέτες καταλήγουν πως οι συμφωνίες που μεταξύ άλλων αφαίρεσαν εμπόδια στο εμπόριο ανάμεσα στις ΗΠΑ και τρίτες χώρες (PTAs, Preferential Trade Agreements) είχαν θετική επίδραση στην οικονομία της χώρας, αν και περιορισμένη (λόγω του πολύ μικρότερου μεγέθους των οικονομιών των εταίρων των ΗΠΑ, αλλά και του γεγονότος πως δασμοί και εμπόδια δεν ήταν μεγάλα ακόμα και πριν συναφθούν οι συμφωνίες αυτές). Συγκεκριμένα, υπήρξε (μικρή) θετική άμεση επίπτωση στην εμπορική δραστηριότητα και στις ροές αμέσων ξένων επενδύσεων και έτσι έμμεση ωφέλεια στη μέση παραγωγικότητα και ως εκ τούτου (μικρή) θετική ανάπτυξη της παραγωγής και της απασχόλησης στις ΗΠΑ. Τέλος, τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις ωφελήθηκαν από τις χαμηλότερες τιμές προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και από τη μεγαλύτερη ποικιλία που έφερε η αφαίρεση εμποδίων στο εμπόριο.

Βέβαια, η όποια βελτίωση στην απασχόληση ή ενδεχομένως στο μέσο εργατικό εισόδημα εξαιτίας του ελευθέρου εμπορίου προφανώς δεν σημαίνει πως εκτός των κερδισμένων (σε επαγγέλματα, επιχειρήσεις, κλάδους που αναπτύχθηκαν) δεν υπήρξαν και κάποιοι που είδαν το δικό τους εισόδημα να μη βελτιώνεται ή τις θέσεις εργασίας τους να χάνονται (σε επαγγέλματα, επιχειρήσεις, κλάδους που συρρικνώθηκαν). Από την άλλη, η καταστροφή θέσεων εργασίας (π.χ., στη μεταποιητική βιομηχανία) πολλές φορές αποδίδεται χωρίς πολλή σκέψη αποκλειστικά στην παγκοσμιοποίηση δίχως να λαμβάνονται υπόψιν άλλοι παράγοντες που μπορεί να έχουν επιδράσει καθοριστικά (π.χ., η τεχνολογική πρόοδος που επιτρέπει στις εταιρείες να παράγουν περισσότερο με λιγότερο ανθρώπινο δυναμικό).

Το Λεξικό της Οξφόρδης ανακήρυξε ως λέξη της χρονιάς για το 2016 το “post-truth”, ένα επίθετο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε σχέση με τα πρόσφατα αποτελέσματα του βρετανικού δημοψηφίσματος αλλά κυρίως των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. Σίγουρα η χρησιμοποίηση αποσπασματικών ή και αμφίβολων στοιχείων για να υποστηριχτεί ένα αδύναμο επιχείρημα ή να παρουσιαστεί μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην πολιτική, αλλά εδώ η αλήθεια φαίνεται να μη διεκδικείται καν. Ο post-truth πολιτικός λόγος αναφέρεται αποκλειστικά στο θυμικό των ψηφοφόρων, περιφρονώντας τη λογική σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραιτείται από την ανάγκη τεκμηρίωσης (π.χ., η εξωφρενική δήλωση του επιφανέστερου εκπροσώπου του λόγου αυτού πως ο πατέρας του ανθυποψήφιου του για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών συνήργησε στη δολοφονία του Κένεντι, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από κανένα στοιχείο, ή ο επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός του ιδίου πως ο Ομπάμα δεν γεννήθηκε στη χώρα ενώ το πιστοποιητικό γέννησης του Αμερικανού προέδρου είχε δημοσιευτεί). Αλλά και η επιρροή στην κοινή γνώμη αδιαμφισβήτητων στοιχείων δείχνει να αδυνατίζει συνεχώς μπροστά στον ορμητικό θυμό, που προσηλυτίζει πλέον πλειοψηφίες ανεπτυγμένων χωρών σε μια αυθαίρετη πίστη σε αστήρικτα —πλην ανακουφιστικά— αφηγήματα. Παρά ταύτα, ακόμα και αν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται πως οι θεσμικοί έλεγχοι και οι ισορροπίες των πατέρων του Αμερικανικού Συντάγματος θα λειτουργήσουν, ή όσοι ελπίζουν ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος θα κυβερνήσει σαν να ήταν κάποιος άλλος, η επικράτηση Τραμπ —λίγους μήνες μετά τη νίκη του Leave— οφείλει να προβληματίσει σοβαρά τουλάχιστον όσους πιστεύουν στον ορθό λόγο. Και η μόνη αποτελεσματική αντίδραση μοιάζει να είναι η εξουδετέρωση του θυμού, αντιμετωπίζοντας τα κυριότερα προβλήματα από όπου εκείνος ξεπηδάει στις ΗΠΑ (αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες): τη στασιμότητα των χαμηλών και χαμηλότερων μεσαίων εισοδημάτων και τη μειούμενη κοινωνική κινητικότητα (διευρυνόμενη ανισότητα ευκαιριών), αλλά και τον υπαρξιακό —για εργαζομένους περιορισμένων δεξιοτήτων σε συρρικνούμενους κλάδους— κίνδυνο της ανεργίας. Φυσικά, η αναστροφή της αυξανόμενης ροής αγαθών και υπηρεσιών, κεφαλαίου και ανθρώπων, την οποία ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας κηρύττει δεν αποτελεί λύση, μια που —όπως είδαμε και παραπάνω— η παγκοσμιοποίηση αυξάνει τη μέση ωφέλεια και στις ΗΠΑ πέραν της εντυπωσιακής επίπτωσής της στα εισοδήματα των αναδυομένων οικονομιών. Όμως, η ευημερία που η παγκοσμιοποίηση παράγει στις ανεπτυγμένες οικονομίες φαίνεται απαραίτητο να ανακατευθυνθεί σε κάποιο βαθμό στη μεγαλύτερη προστασία (π.χ., πλατύτερη κάλυψη υπηρεσιών υγείας ή παροχή εκπαίδευσης στους ανέργους για απόκτηση νέων δεξιοτήτων) των χαμένων της εισοδηματικής μεταβολής των τελευταίων δεκαετιών κάθε (ανεπτυγμένης) χώρας.