Oι τρεις θάνατοι του Γιώργη Σεϊμένη
H εθνική ιστοριογραφία χτίζεται πάνω σε δύο πυλώνες: τα «μεγάλα» γεγονότα που συγκλονίζουν, και τις «μικρές» ιστορίες που ενθαρρύνουν, παραδειγματίζουν, διαπαιδαγωγούν και αναπτύσσουν την «εθνική υπερηφάνεια». Στα τελευταία ανήκουν φυσικά και οι ιστορίες των εθνικών ηρώων που μπολιάζουν το εθνικό φαντασιακό με ισχυρές δόσεις ρομαντισμού και αυτοθυσίας. Συχνά βέβαια, στο όνομα του έθνους, όπου πέφτουν σαν «λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί», πρώτη θυσιάζεται η αλήθεια. Ίσως μια τέτοια περίπτωση να είναι και αυτή του Γιώργη Σεϊμένη.
Σήμερα, δεν τον θυμάται σχεδόν κανείς. Αλλά για ένα μικρό διάστημα , το 1903, ο Σεϊμένης ήταν κάτι σαν άγιος για τους αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα. Ο θάνατός του ενέπνευσε πάνω από 30 συγχωριανούς του να σηκωθούν από την Ανώπολη Σφακίων και να ανηφορίσουν τα κακοτράχαλα βουνά της Μακεδονίας, στην υπηρεσία της ελληνικής εθνικής ιδέας. Ο αδερφός του, ένας από αυτούς, βρήκε το θάνατο σε κάποια τουρκική φυλακή. Το μένος των «εκδικητών του Σεϊμένη» θύμιζε πάθος βεντέτας. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το 1870 ιδρύεται η αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία (Εξαρχία), που το Οικουμενικό Πατριαρχείο κηρύσσει άμεσα σχισματική. Στην τριακονταετία που ακολουθεί, οι περισσότερες περιοχές της Βουλγαρίας προσχωρούν στην Εξαρχία, ενώ οι απόστολοι του Βουλγαρισμού ανέλαβαν κολοσσιαίο έργο, να προσηλυτίσουν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς. Η Μακεδονία, μήλον της Έριδος για τους «μικροεθνικισμούς» των Βαλκανίων, γίνεται σταδιακά το θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα σε εκπροσώπους του βουλγαρισμού και του ελληνισμού, ενώ ενδιαμέσως ακούγονται ισχυρές φωνές για την αυτονόμηση της περιοχής και πέφτει το σύνθημα: «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες».
Τομή στην ιστορία της οθωμανικής Μακεδονίας στάθηκε η λεγόμενη «Επανάσταση του Ίλιντεν», που κηρύχθηκε στο Μοναστήρι στις 20 Ιουλίου 1903 από τη φιλοβουλγαρική οργάνωση ΕΜΕΟ κόντρα στην τουρκική εξουσία. Ο Ι. Δραγούμης αυθημερόν τηλεγραφεί στον πατέρα του: «Έχομεν Σλαυική Επανάσταση στη Μακεδονία». Η Επανάσταση εξαπλώνεται σε επαρχιακές πόλεις και χωριά, προκαλώντας πανικό τόσο στην οθωμανική διοίκηση όσο και στην ελληνική κυβέρνηση, καθώς, θεωρείται προπομπός της βουλγαρικής επέκτασης στη Μακεδονία. Τελικά, το κίνημα καταστέλλεται από ισχυρές δυνάμεις του τουρκικού στρατού, τον οποίο παραδόξως συνδράμει και η κρητική σωματοφυλακή του Έλληνα μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη.
Ένας από τους σωματοφύλακες του μητροπολίτη είναι και ο Γιώργης Σεϊμένης. Η επίσημη ιστοριογραφία θέλει τον Σεϊμένη, «πρώτο νεκρό του Μακεδονικού Αγώνα», που «κατακρεουργήθηκε», ασθενής ων, στο κρεβάτι του από τους Βουλγάρους. «Πρωτομάρτυρας» του αγώνα θεωρείται ο Σεϊμένης για τον μακεδονομάχο Καραβίτη, ο οποίος δίνει ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του θανάτου του:
«Ο Γ. Σεϊμένης, βαριά άρρωστος στο Λέχοβο, επροδόθη από τον Στέργιο Μπίμπα και οι Βούλγαροι τον έσυραν έξω ενώ παραληρούσε απο τον πυρετό και τον έκαμαν κόσκινο από τους λογχισμούς. […] Για τούτο, όχι μόνον η οικογένειά του […] αλλά και όλοι οι νέοι του χωριού μας, επήραν το ζήτημα τοπικά, ζήτημα του χωριού μας, και ορκίστηκαν να κάμουν τους βουλγάρους να πληρώσουν. […] Έβραζε το αίμα τους από ενθουσιασμό,πατριωτισμό και λύσσα εκδικήσεως».
Αυτός είναι ο «πρώτος» θάνατος του Σεϊμένη. Σαν να λέμε, η επίσημη εκδοχή. Κανονικά, η ιστορία έπρεπε να τελειώσει εδώ. Αλλά ο ερευνητής, μελετώντας τις πρωτογενείς πηγές, τα απομνημονεύματα και τα ημερολόγια των μαχητών, πέφτει σε κάποιες περίεργες αντιφάσεις και αμφισημίες.
Ο Γ. Περάκης, μέλος της σωματοφυλακής κι αυτός, στέλνει στις 4 Σεπτεμβρίου (ενάμιση μήνα μετά τον θάνατο του Σεϊμένη) επιστολή στον συντονιστή των αντάρτικων ομάδων, Γ. Τσόντο:
«Διά τον φόνον του Σεϊμένη θέλετε μάθη λεπτομερώς εις πρώτην μας συνάντησιν. Εφονεύθη δε εις την μάχην της Κλεισούρας».
Αυτή η επιστολή ανοίγει μια ρωγμή στην επίσημη ιστορία. Ο συμπολεμιστής του νεκρού δηλώνει απερίφραστα πως ο Σεϊμένης δεν φονεύθηκε καθηλωμένος σ’ ένα κρεβάτι στο Λέχοβο, αλλά στη μάχη της Κλεισούρας. Η Κλεισούρα, επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας, πολιορκήθηκε από τους επαναστάτες του Ίλιντεν στις 22 Ιουλίου 1903 και καταλήφθηκε δι’ εφόδου. Άρα ο Σεϊμένης πολέμησε. Η επίσημη ιστορία παρεμβαίνει διορθωτικά: «Υπερασπίστηκε την Κλεισούρα απ’ τους Βουλγάρους, συνελήφθη και εκτελέστηκε», αναφέρουν νεότερες πηγές. Το πρόβλημα είναι ότι, εκείνες τις ημέρες, η ομάδα του είχε ήδη φύγει από εκεί. Ο ίδιος, όμως, γιατί δεν έφυγε; Η Επίσημη Ιστορία του Στρατού αναφέρει αινιγματικά:
«Απεχωρίσθη αυτοβούλως της ομάδας άλλων Κρητών λόγω προσωπικής διαφωνίας».
Αυτός λοιπόν είναι ο «δεύτερος θάνατος του Σεϊμένη». Ναι μεν δεν σύρθηκε ασθενής από τους δειλούς φονιάδες του, αλλά παραμένει ήρωας του εθνικού ιδανικού, που θυσιάστηκε πολεμώντας ηρωικά κατά των Βουλγάρων. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν, ωστόσο,μένουν αναπάντητα: οι επίσημες πηγές δεν μας διευκολύνουν. Ας ψάξουμε λίγο βαθύτερα τώρα.
Όσοι ασχολούνται με τη μακεδονική ιστορία ίσως έχουν ακούσει για τον Γ. Μόδη. Ο Μόδης υπήρξε ένας από τους βασικότερους συγγραφείς και ερασιτέχνες ιστοριογράφους του Μακεδονικού Αγώνα. Βετεράνος ο ίδιος, εξαίρετος δημοσιογράφος και νομικός, θήτευσε σε δημόσιες θέσεις, ως Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Υπουργός Εσωτερικών και Υπουργός Παιδείας. Η κεντρική πλατεία Φλωρίνης φέρει το όνομά του. Στο κλασικό βιβλίο του Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη Μακεδονική Ιστορία γράφει τα εξής αποκαλυπτικά (και αγνοημένα) για τα ηθικά διλήμματα των Κρητικών του Καραβαγγέλη:
«Το εκπληκτικότερο ήταν ότι οι Βούλγαροι εμφανίζονταν σαν πρόμαχοι της ελευθερίας και πρωτοπόροι της τουρκικής σταυροφορίας. Κι ωστόσο έπρεπε να τους χτυπήσουν. Στην αρχή δεν τους ήταν εύκολο να το καταλάβουν. […] Μια μέρα, ο Σεϊμένης εξαφανίστηκε. Όπως μου είπε ο Καούδης [ο επικεφαλής τους], πήγε κρυφά στους κομιτατζήδες να πολεμήσει κατά των Τούρκων. Και κείνοι τον κομμάτιασαν. Παρόμοια σύγχυση είχαν πάθει στην αρχή και πολλοί ντόπιοι Μακεδόνες. […] Ο αγώνας για την ελευθερία εναντίον της τυραννίας συγκινεί πάντα τη νεολαία».
Αυτός είναι λοιπόν ο «τρίτος», και «μυστικός», θάνατος του Γιώργη Σεϊμένη. Ο Σεϊμένης (κατά Μόδη) δεν πολέμησε τους επαναστάτες. Αντιθέτως,δοκίμασε να ενταχτεί στις τάξεις τους. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα συμμαχούσε με τους Τούρκους ενάντια σε ένα άλλο χριστιανικό έθνος. Και έτσι «λιποτάκτησε».
Φυσικά αυτή η ενέργεια ήταν πολύ βαριά, σχεδόν αδιανόητη, για να διαρρεύσει από επίσημα χείλη. Γι’ αυτό και η επιστολή του Περάκη είναι τόσο λιγόλογη και εμπιστευτική. Η εθνικά ορθή αφήγηση τον θέλει πρωτομάρτυρα. Ο αγώνας χρειάζεται ιδανικά, και μια ανάγκη εκδίκησης για να χυθεί αίμα στην αρένα της μάχης. Όταν ολοκληρώνεται το αντάρτικο στα 1908, μετά από εκατόμβες θυμάτων, κανείς δεν θυμάται πλέον την αλήθεια, και ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να ασχοληθούν. Οι επίσημοι ιστορικοί αναλαμβάνουν να λειάνουν τις γωνίες ώστε να χωρέσει ομαλά όλη η ανθρωπογεωγραφία των αγωνιστών στο κάδρο. Κάπως έτσι, η βιαστική αφηγηματική κατασκευή μετατρέπει τον μύθο σε Ιστορία. Και ο ρομαντικός, ευαίσθητος, ίσως αφελής Σεϊμένης, που πίστεψε κατά τον Μόδη στη συμμαχία των ραγιάδων ενάντια στην οθωμανική εξουσία, δεν υπάρχει πια, ούτε ως ανάμνηση.
Ας αφιερώσουμε λοιπόν αυτό το γραπτό στη μνήμη του.