Οικογενειακές ιστορίες
Γύρω από το οικογενειακό τραπέζι συναντιούνται, για μια-δυο φορές προς το φινάλε του χρόνου, οι γενιές, οι μνήμες και οι απολογισμοί. Άνθρωποι που έζησαν από κοντά όλα σχεδόν τα τρομακτικά και συνάμα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα καλούνται να φάνε παρέα με ανθρώπους που γεννήθηκαν μέσα στον 21ό αιώνα. Το χάσμα του χρόνου και των εμπειριών γεφυρώνεται —πρόσκαιρα— χάρη στην τελετουργία του εορταστικού δείπνου και κυρίως χάρη στις σχέσεις στοργής και αγάπης που υπερτερούν έναντι της έλλειψης κοινών βιωμάτων μεταξύ αυτών των δύο, ή και περισσότερων, κόσμων, ενώ το τέλος της χρονιάς οδηγεί αυτομάτως σε προσωπικούς και συλλογικούς απολογισμούς, σε μία αυθόρμητη ταξινόμηση γεγονότων — τόσο αυστηρά προσωπικών όσο και παγκοσμίως κοινών.
Το 2015 ήταν μία χρονιά γεμάτη εξαιρετικά σκληρές εικόνες, από τα σοκαριστικά αιματοκυλίσματα στο Παρίσι και το υδάτινο δράμα των αμέτρητων προσφυγικών ροών στο Αιγαίο μέχρι τη σχεδόν εμφυλιακή πόλωση σε διαπροσωπικό επίπεδο που προκάλεσε η ξέφρενη πορεία του εγχώριου εθνικολαϊκισμού ανάμεσα σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις εντός μονάχα εννέα μηνών, μηνών τόσο πυκνών, πολιτικά και συναισθηματικά, που έμοιασαν με χρόνια. Ο αντίκτυπος του 2015 δεν είναι ίδιος, όμως, για τους ανθρώπους που (επ)έζησαν τον χειμώνα του 1942 ή τα Δεκεμβριανά του 1944, όπως για τη γιαγιά μας, που διασχίζει την ένατη δεκαετία της ζωής της και η μνήμη της οποίας έχει σταματήσει σε στιγμές που ο θάνατος πέρασε και ξαστόχησε, για λίγο.
Η γιαγιά, άξαφνα, διακόπτει τους δικούς μας πρόσφατους απολογισμούς και αρχίζει να αφηγείται, να περιγράφει τον μακρόσυρτο ήχο της οβίδας που ισοπέδωσε το πατρικό τους σπίτι, τη μαμά τους που ήταν μέσα στην κουζίνα και που, για μερικά ατελείωτα λεπτά, τη θρήνησαν σαν να ορφάνεψαν, μέχρι που φάνηκε μέσα από τα ερείπια, σαβανωμένη από τη σκόνη, να περπατάει σαν τον Λάζαρο, έχοντας γλιτώσει την τελευταία στιγμή, σαν από θαύμα.
Θυμάται την ετοιμόγεννη κυρία στο καταφύγιο, που σαν καλό κοριτσάκι τής έδωσε την καρέκλα της για να ξαποστάσει, και που, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τη θέριζε μία ρουκέτα — αφήνοντας τουλάχιστον το μωρό της να ζήσει: ένα μωρό που είδε το φως της ζωής —έστω: το μισοσκόταδο— τη στιγμή που η μητέρα του χανόταν για πάντα στη νύχτα. Οι εικόνες περνούν από μπροστά της σαν να έχει μπει σε λειτουργία ένα view master αναμνήσεων, τόσο σοκαριστικών για όλους τους υπόλοιπους στο τραπέζι, που κανείς πια δεν μιλά, ούτε τρώει, μονάχα ακούει την προγονική αφήγηση και τον ήχο της μουσικής.
Μέσα από τα παλιά ηχεία, η μουσική συνεχίζει το βιολί της καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου. Είναι ένα βιολιστικό κοντσέρτο που συνέθεσε ο Τσαϊκόφσκι το καλοκαίρι του 1877 στην Ελβετία, μαζί με τον τότε νεαρό μαθητή και εραστή του, τον σολίστα του βιολιού Ιωσήφ Κότεκ. Παραδόξως, η συγκεκριμένη, ερωτική, μελωδία κατέστη θρυλική από την ερμηνεία του Σοβιετικού βιολιστή Νταβίντ Όιστραχ τον χειμώνα του 1942, καταμεσής της μάχης του Στάλινγκραντ, όταν η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Όιστραχ, προσπάθησε να καλύψει τον κρότο των οβίδων με τη μουσική του Τσαϊκόφσκι προκειμένου να δώσει κουράγιο στους υπερασπιστές της πόλης.
Τα λόγια και οι νότες σμίγουν εκεί όπου τέμνονται αυτές οι παράλληλες ιστορίες, εκεί όπου η ζωή, έστω και προσωρινά, νικά τον θάνατο και αποχαιρετά οριστικά ακόμα ένα χρόνο.
Καλή Χρονιά.