Όλα τα βιβλία είναι ταξιδιωτικά
«Είναι απαραίτητο να ταξιδεύεις, δεν είναι απαραίτητο να ζεις. Δεν είναι απαραίτητο να ζεις· απαραίτητο είναι να δημιουργείς». — Φ. Πεσσόα
Έχουμε συνηθίσει να δεχόμαστε την υπόθεση πως η πρώτη μορφή λογοτεχνίας που επινόησε ο άνθρωπος είναι η ποίηση. Μπορούμε, ωστόσο, να προχωρήσουμε και προς μια διαφορετική κατεύθυνση και να ισχυριστούμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, οι πρώτες αφηγήσεις που προφέρθηκαν από ανθρώπινα χείλη θα ήταν αυτό που σήμερα ονομάζουμε ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Όταν αναφερόμαστε, λοιπόν, σε εκείνη τη μακρινή εποχή της προϊστορίας, όπου ο πιο πρόσφορος τρόπος μετάδοσης πληροφοριών ήταν ο προφορικός λόγος, δεν είναι καθόλου αβάσιμη η υπόθεση πως ο κυνηγός που ακολούθησε καινούρια και απάτητα μονοπάτια και απομακρύνθηκε κάπως περισσότερο από τα όρια της οικείας περιοχής, επιστρέφοντας σώος στην κατασκήνωση θα αφηγήθηκε σε ολόκληρη τη φυλή όσα θαυμαστά και πρωτόγνωρα συνάντησε εκεί. Όπως ακριβώς, δηλαδή, κάνει και ο σύγχρονος συγγραφέας, όταν επιστρέφει μετά από μια περιπετειώδη περιπλάνηση στους δικούς του κυνηγότοπους — είτε είναι ο Μπάροουζ, που αυτοχαρακτηρίζεται κοσμοναύτης του εσωτερικού διαστήματος, είτε είναι ο Μπρους Τσάτουιν, που όλη του τη ζωή εφαρμόζει και υπερασπίζεται τη νομαδική εναλλακτική επιλογή, είτε είναι ο Προυστ, που χρόνια ολόκληρα ζει και γράφει κλεισμένος σε ένα δωμάτιο καλυμμένο με φελλό.
Σε τι έγκειται, λοιπόν, η λειτουργία του ταξιδιού για έναν συγγραφέα; «Τελικά, στην κοινοποίηση όσων έχει βιώσει κανείς. Δίχως μια τέτοια κοινοποίηση το ταξίδι δεν είναι ταξίδι, όπως ένα βιβλίο χωρίς αναγνώστες δεν είναι βιβλίο», συνοψίζει καίρια ο Ίνγκο Σούλτσε. Γιατί η φυσική κατάσταση του συγγραφέα συνίσταται σε αυτές τις δύο αντίρροπες μεταξύ τους δυνάμεις: από τη μία είναι το πάθος για τους ανοιχτούς δρόμους και την πλατιά θάλασσα και από την άλλη η ανάγκη για ένα μικρό δωμάτιο που ίσα-ίσα να χωρά μια καρέκλα και ένα τραπέζι με μια λευκή κόλλα χαρτί. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο συγγραφέας αποδεικνύεται ένας ριψοκίνδυνος εξερευνητής πραγματικών και φανταστικών περιοχών. Ο Κέρουακ, αδυνατώντας κάθε άνοιξη να αντισταθεί στα καλέσματα της γης που έρχονται με τις αύρες του ποταμού, βγαίνει στον δρόμο γυρεύοντας την πέτρα της ζωής. Ο Μέλβιλ, προκειμένου να αποδιώξει τον υγρό Νοέμβριο που κλείνει στην ψυχή του και να μην οδηγηθεί στην αυτοκτονία, μπαρκάρει στο πρώτο πλοίο που βρίσκεται μπροστά του και ξανοίγεται στον ωκεανό. Ο Χένρι Μίλερ προτιμά να πεθάνει της πείνας στα παρισινά βουλεβάρτα παρά να μείνει στάσιμος στον γενέθλιο τόπο του. Ο Καζαντζάκης, μια ζωή ολόκληρη, γυρεύει στα πέρατα της γης το σώμα ενός Θεού που, στην πραγματικότητα, τον κρύβει μέσα στην ψυχή του, ενώ ο Γκίνσμπεργκ κυνηγά ακατάπαυστα, σε ξένα χώματα και σε ξένα σώματα, μια ξανθιά νύξη της αλήθειας. Ο Χέμινγουεϊ γυρεύει την έμπνευση από το Παρίσι στην Ισπανία και από την Αφρική στην Κούβα, και ο Τζέιμς Τζόις αυτοεξορίζεται στην Τεργέστη, στο Παρίσι, στη Ζυρίχη, για να εισχωρήσει όλο και βαθύτερα στον μυχό της γλώσσας.
Όποιο, όμως, και αν είναι το κίνητρο της φυγής, όποια κι αν είναι η αιτία ή ο σκοπός τής διαρκούς αυτής αναχώρησης, όποιος και αν είναι ο δημιουργός ή ο προορισμός της μετακίνησής του, η κατάληξη είναι, σχεδόν πάντα, η ίδια: η επιστροφή στο μοναχικό δωμάτιο της συγγραφικής εργασίας, η καταγραφή της εμπειρίας και η κοινοποίησή της σε βιβλία που δεν εντάσσονται, κατ’ ανάγκην, στην κατηγορία της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, μα που δεν θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει δίχως το βίωμα αυτής της περιπλάνησης. Ιδού πώς γλαφυρά περιγράφει τη συναρπαστική αυτή λειτουργία ο Τ. Κ. Παπατσώνης:
Δύο μόλις ημέρες μετά την πρώτη παραζάλη του ταξιδιού και της επιστροφής αισθάνθηκα την ανάγκη, την ψυχική επιταγή και ανάγκη, να ξεδιπλώσω και να απλώσω εμπρός μου τον χάρτη και να καθίσω, μόνος, πολλές ώρες της νυκτός βυθιζόμενος ολονέν περισσότερο σε στοχασμούς, που, ενώ άρχιζαν από τις κανονικές εντυπώσεις των αισθήσεων και των σκέψεων που γεννώνται από τις συνήθεις γεωγραφικές έννοιες, ολίγο κατ’ ολίγο μετετίθεντο, μεταπηδούσαν σε σφαίρες άλλων κόσμων, της ψυχής και του ονείρου, προεξετείνοντο στα βάθη του παρελθόντος και του μέλλοντος και επί πλέον γεννούσαν σωρεία από εικόνες της ποιήσεως, με έρεισμα μεν πραγματικότητος τις βέβαιες και ασφαλείς εντυπώσεις του ταξιδιού μου, αλλά και με πλούσια δώρα της φαντασίας, υλικά πολύτιμα για μία κατανόησι διαρκώς πληρεστέρα, για μία συμπλήρωσι των χασμάτων διαρκώς πλέον ικανοποιητική. Και όλ’ αυτά τυλιγμένα με το σινδόνι της αγάπης.
Από αυτή, λοιπόν, την οπτική γωνία, μικρή σημασία έχει, τελικά, τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη, αν το βιβλίο που τυπώνεται είναι ταξιδιωτικό ή όχι — το ταξίδι είναι εξασφαλισμένο. Έτσι κι αλλιώς, τα όρια μεταξύ ταξιδιωτικής και γενικής, ας την πούμε έτσι, λογοτεχνίας είναι, εδώ και καιρό, αν όχι ανύπαρκτα, πάντως εξαιρετικά ελαστικά και δυσδιάκριτα. Με τον ίδιο τρόπο που σ’ ένα ταξιδιωτικό βιβλίο εμπεριέχονται πια, με φυσικό και αβίαστο τρόπο, στοιχεία αυτοβιογραφίας, λυρικής αφήγησης, κοινωνιολογικής ανάλυσης και στοχαστικής ενδοσκόπησης, στοιχεία δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, δοκιμίου, πολιτικής κριτικής, ακόμη και μυθοπλασίας, έτσι και σε κάθε σχεδόν λογοτεχνικό έργο εμφανίζονται σελίδες ταξιδιωτικού προσανατολισμού και ενδιαφέροντος. Το φαινόμενο δεν είναι, βέβαια, καινούριο — η «Οδύσσεια», από τον 8ο κιόλας αιώνα π.Χ., αποτελεί εξαιρετικό πρότυπο συγκερασμού των ειδών, τα εννέα βιβλία της «Ιστορίας» του Ηροδότου επίσης. Και ένας εντελώς σύγχρονος συγγραφέας, ο Περικλής Μονιούδης, παρέχει πολύ περισσότερες πληροφορίες για το Βερολίνο στο μυθιστόρημά του «Παλλάδιο», παρά στο αμιγώς ταξιδιωτικό βιβλίο του «Στους κόλπους των πόλεων». Όπως ο Πεσσόα για τη Λισαβόνα, ο Τζόις για το Δουβλίνο, ο Μπουκόφσκι και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ για το Λος Άντζελες, ο Τόμας Μαν για τη Βενετία και το Νταβός, ο Πολ Μπόουλς για την Ταγγέρη, ο Παπαδιαμάντης για τη Σκιάθο και την Αθήνα.
Αν, λοιπόν, περιέχει κάποια αλήθεια ο ισχυρισμός πως όλα τα βιβλία είναι ταξιδιωτικά και, κατά συνέπεια, κάθε συγγραφέας είναι ένας νέος Μαγγελάνος (ισχυρισμός που, κατά τη γνώμη μου, περιέχει εν σπέρματι όλη την αλήθεια που μπορεί να ειπωθεί για τη λογοτεχνία), άλλη τόση εγκυρότητα πρέπει να υπάρχει και στην άποψη ότι κάθε ανάγνωση είναι ταυτόχρονα μία συναρπαστική αναχώρηση και μια λυτρωτική επιστροφή. Γι’ αυτό, ενδεχομένως, οι παλιοί αναγνώστες συνήθιζαν, προτού ανοίξουν το βιβλίο τους στην πρώτη του σελίδα, να κάνουν τον σταυρό τους, όπως ακριβώς έκαναν και πριν από την αναχώρησή τους για ένα μακρύ ταξίδι. Η κινητήρια δύναμη, εξάλλου, κάθε αφήγησης είναι η περιπλάνηση και η επιστροφή, γεγονός που καθορίζει και τη στάση που οφείλει να τηρεί ο αναγνώστης, αν στ’ αλήθεια επιθυμεί να καρπωθεί όση απόλαυση και ωφέλεια μπορεί να του προσφέρει η μοναχική πράξη της ανάγνωσης. Ακόμη, λοιπόν, και σ’ έναν ενοποιημένο κόσμο, στον οποίο κανένας δεν μπορεί πια να αυτοεξοριστεί (όπως ισχυρίζεται ο Ντεμπόρ), ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία στο γύρισμα μιας σελίδας να δει να μεταβάλλεται τόσο η πραγματικότητα γύρω του όσο και η ψυχή μέσα του — χωρίς αμφιβολία, συνεπώς, ένα σύντομο νεύμα αποχαιρετισμού προς τον κόσμο όπως τον γνωρίζει ενδείκνυται προτού ξεκινήσει την ανάγνωση.
Τα 10 αγαπημένα μου αμιγώς ταξιδιωτικά βιβλία:
- Κώστας Ουράνης, «Ταξίδια (Από τον Ατλαντικό στη Μαύρη Θάλασσα)», εκδ. Εστία.
- Κλαούντιο Μάγκρις, «Δούναβης», εκδ. Πόλις.
- Περικλής Μονιούδης, «Στους κόλπους των πόλεων (Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αλεξάνδρεια)», εκδ. Εστία.
- Elias Canetti, «Οι φωνές του Μαρρακές», εκδ. libro.
- Μπλαιζ Σαντράρ, «Περιπλανήσεις», εκδ. Ροές.
- Γιώργος Βέης, «Έρωτες τοπίων (Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία, Ταϊλάνδη)», εκδ. Κέδρος.
- Πωλ Μοράν, «Βενετίες», εκδ. Ολκός.
- Ζοζέ Καρδόσο Πίρες, «Λισαβόνα (Ημερολόγιο καταστρώματος)», εκδ. Καστανιώτη.
- Νίκος Καζαντζάκης, «Ταξιδεύοντας (Ιαπωνία-Κίνα)», εκδ. Ελένης Καζαντζάκη.
- Μπρους Τσάτουιν, «Στην Παταγωνία», εκδ. Χατζηνικολή.