«Όλα θα πάνε καλά»
ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Στα social media η ανάπτυξη του παραμυθητικού λόγου, μεταξύ άλλων ειδών, πολλών (όλα τους βέβαια συστρέφονται κυρίως γύρω από την κακή λογοτεχνία και τον ακόμη χειρότερο δημόσιο λόγο που τα γέννησε), διεκδικεί μερίδιο γίγαντος: οι αφορμές πλήθυναν, και η προθυμία «να πεις μια κουβέντα παρηγοριάς», «να στείλεις ένα μήνυμα αισιοδοξίας», αναπαράγεται και ενισχύεται και βγαίνει εκτός ελέγχου χάρη στο γεωμετρικής προόδου σχήμα λειτουργίας των Μέσων: μια κουβέντα παρηγοριάς που τη διαβάζουν όλοι γεννά υποχρεώσεις, και οι υποχρεώσεις τέτοιου είδους γεννούν πλειοδοσίες και γενναιόδωρες ανταποδόσεις. Στο νυχθημερόν εν εξελίξει παιχνίδι εντυπώσεων που στήνουν στα social media άλλοι ράθυμα και άλλοι σαν να εξαρτάται από αυτό η επιβίωσή τους (και σε πολλές περιπτώσεις εξαρτάται), σ’ αυτό το πεδίο δημόσιας εκφοράς λόγου που προώρισται να εκτείνει τα όρια της ιδιωτικότητας διαρκώς πιο πέρα από εκεί όπου η συμβατική επικοινωνία επέτρεπε, ο πρώτος κανόνας που εφαρμόζεται και στην πιο καλοπροαίρετη παραμυθία είναι ότι περιέχει και προβάλλει την προσωπική αφετηρία της. Πρώτιστο μέλημά μας είναι να μιλήσουμε για τον εαυτό μας. Αυτή η αλαζονική αυτοαναφορικότητα, που παρενδύεται για την περίσταση κουρέλια της λογοτεχνικής ανάμνησης του καθενός μας, ή απλώς προστακτικές και συνθηματολογικές προτροπές, ασφαλώς ακυρώνει κάθε αποτελεσματική παραμυθητική δράση και καταλήγει ως αφόρητος θόρυβος στ’ αυτιά (στους τοίχους, στα τάιμλαϊν, στα σχόλια) όσων υποτίθεται πως πασχίζουμε να παρηγορήσουμε. Αν το μέσο που επιλέγουν ως εργαλείο παραμυθίας όσοι την έχουν ανάγκη είναι ο λόγος (και όχι, ας πούμε — τι να πούμε: αναρίθμητα άλλα γνωρίζει και δοκίμασε και άκουσε ο καθένας μας: η μουσική, το αλκοόλ, η άθληση, το σεξ, το φαγητό, ο ύπνος, και ποιος ξέρει ποια άλλα ακόμη, ανυποψίαστοι είμαστε), είναι βέβαιο πως οι ίδιοι ξέρουν πού θα αναζητήσουν τα αποτελεσματικά δείγματά του. Είναι βέβαιο ότι δεν θα είχαν ποτέ κατά νου το δικό μας «όλα θα πάνε καλά…»