Όλοι στο Ζάνταρ

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Όλοι στο Ζάνταρ

«Όλοι από εδώ περνούν»: αυτή είναι η στερεότυπη παρατήρησή μας κάθε καλοκαίρι οδηγώντας προς τους προορισμούς της Αδριατικής. Τρόπος του λέγειν οδηγώντας. Το μποτιλιάρισμα, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, είναι αναπόφευκτο και ατελείωτο. Είμαστε πάντως «όλοι» εκεί: τροχόσπιτα και Ι.Χ., αστραφτερά και μη οχήματα, με πινακίδες από κάθε σχεδόν ευρωπαϊκή χώρα, και ειδικά τις πρώην ανατολικές που είναι και οι πλησιέστερες γεωγραφικά.

Εκείνο το αυγουστιάτικο μεσημέρι η καθυστέρηση φαινόταν ακόμη πιο εξωφρενική. Παρά την καταιγίδα που είχε προηγηθεί, ρίχνοντας τη θερμοκρασία σε φθινοπωρινά επίπεδα, το κονβόι των επισκεπτών κατηφόριζε απτόητο στη δαλματική ακτή. Τα περισσότερα αυτοκίνητα κατέληγαν σε κάποιο από τα περιφερειακά πάρκινγκ και το λεφούσι συνέχιζε, με τα πόδια πλέον, στις τελευταίες εκατοντάδες μέτρα της διαδρομής.

Στη διχάλα δεν υπήρχε δίλημμα. Βοηθούσε και η διαμόρφωσή της, που σου έδειχνε ότι ο κύριος δρόμος συνέχιζε προς τα δεξιά. Από τις δίδυμες χερσονήσους του Ζάνταρ, μόνο η μία –η βόρεια– αποτελεί πόλο έλξης. Η παλιά περιτειχισμένη πόλη διατηρεί την τυπική, ορθογωνική διάταξη δρόμων από τα ρωμαϊκά χρόνια και είναι γεμάτη με ναούς και άλλα ιστορικά κτίρια καθώς και με άφθονο κόσμο. Σκηνές από Ναύπλιο. Αντίθετα, η νότια και ελάχιστα τουριστική γειτονιά έχει στενούς, φιδωτούς δρόμους, ο κεντρικότερος από τους οποίους φέρει το όνομα του Γεωργίου Καστριώτη-Σκεντέρμπεη.

Ναύπλιο – και Αρβανιτιά.

Όνομα και πράγμα: Αρμπανάσι λέγεται το άλλο μισό του Ζάνταρ και οι πρώτοι του κάτοικοι ανήκαν στον ίδιο λαό που μετανάστευσε πριν από πολλούς αιώνες από το «Άρβανον» προς τα λοιπά Βαλκάνια. Η κοινότητα των Κροατών «Αρβανιτών» είναι πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη ελληνική και εγκατεστημένη σε διάσπαρτα σημεία, όχι ολόκληρες συστάδες χωριών. Στους επιφανέστερους σήμερα εκπροσώπους τους συμπεριλαμβάνονται ο πατήρ και υιός Τζέρτζια – αμφότεροι μπασκετικοί κόουτς, ο πρώτος γνωστός και από το πέρασμά του από τον ΠΑΟΚ στη δεκαετία του ’80.

Σαν να μην ήταν το «αρβανιτοχώρι» επαρκής υπόμνηση για το βαλκανικό υπόβαθρο της φράγκικης πολιτείας, λίγα χιλιόμετρα παραμέσα συναντάμε ένα δίδυμο χωριό που διαλύει κάθε αμφιβολία για το πού βρισκόμαστε. Λέγεται Ισλάμ, αλλά δεν έχει ούτε έναν μιναρέ – το όνομα βγαίνει από το «Σαντ-Ισλάμ», δηλαδή «τείχος» ή όριο της μουσουλμανικής παρουσίας, στις παρυφές της γειτονικής Βοσνίας. Οι χριστιανοί κάτοικοι του Ισλάμ ανήκαν στη φυλή των Μαυροβλάχων (Μόρλατσι), με γνωστότερο ηγέτη τον Στόγιαν Γιάνκοβιτς, πολεμιστή που διακρίθηκε στους πολέμους των Βενετών εναντίων των Οθωμανών τον 17ο αιώνα, σε Κρήτη και Πελοπόννησο – και πρώτο κτήτορα του ομώνυμου πύργου.

Ο άλλοτε ενιαίος οικισμός των Βλάχων χωρίζεται σε ορθόδοξο και καθολικό τομέα, που ονομάζονται αντίστοιχα Ισλάμ Γκ’ρτσκι και Ισλάμ Λατίνσκι. Η διαίρεση συνοδεύτηκε από ένοπλη διαμάχη δύο φορές τον 20ό αιώνα, καθώς το «ελληνικό» και για την ακρίβεια σερβορθόδοξο τμήμα αποτέλεσε προπύργιο των Τσέτνικ της κατοχής καθώς και των αποσχιστών της Κράινα το 1991-93. Ανάμεσα στα θύματα αυτών των τελευταίων εχθροπραξιών ήταν ο παππούς ενός διάσημου σημερινού ποδοσφαιριστή από το γειτονικό χωριό Μόντριτσι – του τότε εξάχρονου Λούκα. Όσο για το δίδυμο χωριό Ισλάμ, ουσιαστικά ερημώθηκε και τα περισσότερα κτίριά του έπαθαν σημαντικές ζημιές – συμπεριλαμβανομένων της ορθόδοξης και καθολικής εκκλησίας καθώς και του πύργου του Γιάνκοβιτς.

Στο Ζάνταρ, πάλι, οι περισσότερες ζημιές σημειώθηκαν νωρίτερα, στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς της περιόδου 1943-44, μετατρέποντας την τότε «Τζάρα» των συνθηκολογημένων Ιταλών σε «Δρέσδη της Αδριατικής». Δύσκολα διακρίνονται τα ίχνη τόσο της καταστροφής όσο και της ενδιάμεσης ανοικοδόμησης. Ο άλλοτε αδιάφορος τσιμεντένιος τοίχος στο βόρειο άκρο της πόλης, που αντικατέστησε το κατεστραμμένο τείχος, έχει δώσει τη θέση του από το 2005 στο Θαλάσσιο Όργανο – ένα περίτεχνο δίκτυο σωλήνων και θαλάμων κάτω από τα επισκέψιμα παραλιακά σκαλοπάτια, που μετατρέπει το πέρασμα του νερού και του αέρα στον ήχο ενός αλλόκοτου όσο και πρωτότυπου εκκλησιαστικού οργάνου.

Οι Εκκλησίες (με μικρό και κεφαλαίο έψιλον) δεσπόζουν από παλιά στο Ζάνταρ, από τον καιρό που οι Βυζαντινοί το ονόμαζαν Διάδωρα – πηγή έμπνευσης για τον Ιταλό που βάφτισε με το όνομα Diadora τη νέα του εταιρεία αθλητικών ειδών το 1947 μετά την παραχώρηση της «χαμένης πατρίδας» στη Γιουγκοσλαβία. Παρόλο που είχε ακολουθήσει τον καθολικισμό, η πόλη ισορρόπησε ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, όχι μόνο λόγω της θέσης και του εθνολογικού μωσαϊκού της, αλλά και λόγω μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Δυο χρόνια πριν την πρώτη άλωση της Πόλης, οι Σταυροφόροι ζήτησαν από τη Βενετία να αναλάβει τη μεταφορά τους διά θαλάσσης, αλλά δεν τα έβρισκαν στα οικονομικά. Για να καλυφθεί η διαφορά, η (κατά τα άλλα) Γαληνοτάτη ζήτησε, και έλαβε, τη βοήθεια του εκστρατευτικού σώματος για την κατάκτηση της παραθαλάσσιας οχυρής πόλης που είχαν βάλει στο μάτι.

Η πολιορκία του Ζάνταρ το 1202 δεν ήταν η πρώτη ούτε η καταστροφικότερη της ιστορίας της – ήταν όμως προάγγελος και πρόβα του γεγονότος που δηλητηρίασε (κατά μερικούς «για πάντα») τις σχέσεις δυτικού και ανατολικού χριστιανισμού. Στις περισσότερες περιπέτειές του το Ζάνταρ δεν ήταν απαραίτητα ο απώτατος στρατηγικός στόχος – πλήρωνε όμως το τίμημα της θέσης του, μιας και τόσο πολλοί, Καθολικοί και Ορθόδοξοι, Ρωμαίοι και Σλάβοι, Αρβανίτες και Βλάχοι, Κροάτες και Σέρβοι, καθώς και οι διεθνείς και εγχώριοι τουρίστες σήμερα, «όλοι, από εκεί περνούν».