«Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία» του X. Μπελ
«Αφού πήραν το παιδί, σκεφτόμουν, πού να πάω τώρα, ανατολικά ή δυτικά, ή μήπως να μείνω εδώ; Αποφάσισα να μείνω: δυτικά δεν επιτρεπόταν να πάει κανείς, μόνο στρατιώτες και ομάδες καταναγκαστικών έργων — αλλά ανατολικά; Εκεί μπορεί να συνέχιζαν να παίζουν πόλεμο για μήνες ή και χρόνο ολόκληρο. Έτσι, έμεινα στο διαμέρισμά μου μέχρι τη Δύο» (εννοεί, τις 2 Μαρτίου 1945, που σε ορισμένους κύκλους ανθρώπων που παρέμειναν στην πόλη, είναι κοινώς γνωστή ως «η Δύο». — Ο συγγρ.). «Έπειτα έγινε ο βομβαρδισμός, κι ο κόσμος τρελάθηκε, ή κόντεψε να τρελαθεί· εγώ πήγα απέναντι, στο κελλάρι της ζυθοποιίας, και σκεφτόμουν, έρχεται το τέλος του κόσμου, έρχεται το τέλος του κόσμου, και σας το λέω ειλικρινά, παρόλο που είχα να πατήσω σε εκκλησία από δώδεκα χρονών, από το 1914, και ποτέ δεν συμπάθησα το παπαδαριό ούτε καν όταν οι ναζί τάσσονταν εκ πρώτης όψεως» (η έμφαση δεν είναι του συγγρ.) «εναντίον τους· είχα φάει με το κουτάλι τόση διαλεκτική και τόση υλιστική ερμηνεία της ιστορίας —αν και οι περισσότεροι σύντροφοί μου με θεωρούσαν απλώς μια συμπαθητική, χαζή κοτούλα— τέλος πάντων, πιστέψτε με, τότε έκανα την προσευχή μου. Τίποτε άλλο. Τα θυμήθηκα όλα: το “Άβε Μαρία” και τα “Πάτερ Ημών”, ακόμα και το “Υπό τη σκέπη σου” — όλο προσευχόμουν. Ήταν η χειρότερη, η σφοδρότερη επιδρομή που είχαμε δει, και κράτησε ακριβώς έξι ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, και καμιά φορά έτρεμε λίγο και το ταβάνι του υπογείου. Κάπως σαν αντίσκηνο στον άνεμο, έτρεμε και κουνιόταν — κι όλα αυτά σε μια πόλη ουσιαστικά αποδεκατισμένη, κι όλο έπεφταν οι βόμβες, κι άλλες, κι άλλες, ξανά και ξανά. Ήμασταν έξι όλοι κι όλοι στο κελλάρι, δύο γυναίκες, εγώ και μια κοπέλα με ένα αγοράκι τριών χρονών, κι αυτή η κοπέλα καθόταν εκεί με τα δόντια της να χτυπάνε — και τότε πρώτη φορά είδα τι σημαίνει αυτό που διαβάζουμε συχνά: να χτυπάνε τα δόντια σου· ήταν κάτι εντελώς μηχανικό, δεν μπορούσε να το αποφύγει, δεν καταλάβαινε καν ότι το έκανε — στο τέλος, είχε δαγκώσει τόσο πολύ τα χείλη της που έτρεχαν αίμα, και τότε της βάλαμε ένα κομμάτι ξύλο ανάμεσα στα δόντια, ένα λείο κομμάτι που βρήκαμε κάπου εκεί, μάλλον από βαρέλι· νόμιζα πως θα της στρίψει, και στον καθένα μπορούσε να του στρίψει — δεν ήταν τόσο ο θόρυβος, ήταν το τρέμουλο, ήταν που καμιά φορά το ταβάνι θύμιζε λαστιχένια μπάλα που έχει χαλάσει και μπορείς να τη ζουλήξεις όπως θες· το αγοράκι κοιμόταν. Κουράστηκε, κοιμήθηκε, και στον ύπνο του χαμογελούσε. Ήταν και τρεις άντρες εκεί, ένας ηλικιωμένος εργάτης με στρατιωτική στολή —στις Δύο!— ε, αυτός είχε χεστεί επάνω του κανονικά, έτρεμε σύγκορμος λες και είχε ρίγη — και επίσης κατουρήθηκε πάνω του και βγήκε έξω τρέχοντας, ουρλιάζοντας, έξω στον δρόμο· ούτε κουμπί δεν βρήκαν απ’ αυτόν, πιστέψτε με. Μετά, ήταν και δύο νεότεροι άνδρες, με πολιτικά, Γερμανοί, νομίζω λιποτάκτες, που κρύβονταν κάπου στα ερείπια αλλά με τον βομβαρδισμό χέστηκαν κι αυτοί από τον φόβο τους· στην αρχή ήταν πολύ χλωμοί και σιωπηλοί, αλλά ξαφνικά, όταν βγήκε έξω τρέχοντας ο γέρος, άρχισαν — κοιτάξτε, είμαι εξήντα οκτώ χρονών σήμερα, και ίσως ν’ ακούγεται τρομερό που το λέω έτσι, όπως έγινε, δηλαδή, ήμουν σαράντα τριών τότε, και η κοπέλα — δεν την ξανάδα ποτέ μου, ούτε κανέναν άλλον από τους υπόλοιπους τέσσερις, ούτε τους νεαρούς, ούτε το παιδάκι, κανέναν τους — η κοπέλα θα πρέπει να πλησίαζε τα τριάντα — τέλος πάντων, αυτοί οι νεαροί, που θα ’ταν γύρω στα είκοσι δύο με είκοσι τρία το πολύ, άρχισαν ξαφνικά — πώς να το πω, να γίνονται τολμηροί, να μας πασπατεύουν — όχι, δεν τα λέω καλά, στο κάτω-κάτω, για τρία χρόνια από τότε που τον άντρα μου τον βασάνισαν μέχρι θανάτου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ούτε που είχα κοιτάξει άλλον άντρα — τέλος πάντων, εκείνοι οι δύο, δεν μπορώ να πω ακριβώς ότι μας ρίχτηκαν, κι εμείς δεν αντισταθήκαμε και πολύ, δεν μας βίασαν — απλώς, ο ένας πλησίασε εμένα, άρπαξε το στήθος μου και μου κατέβασε την κιλότα, ο άλλος πήγε στην κοπέλα, της έβγαλε το ξύλο που είχε ανάμεσα στα δόντια και τη φίλησε, και ξαφνικά, να ’μαστε και οι τέσσερις εκεί να βγάζουμε τα μάτια μας, ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, με το αγοράκι να κοιμάται εκεί, ανάμεσά μας, και το ξέρω πως σίγουρα σας ακούγεται τρομερό, αλλά πραγματικά δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς είναι να πετάνε επί εξήμισι ώρες από πάνω τα αεροπλάνα και να ρίχνουν βόμβες, νάρκες αέρος και κάπου έξι χιλιάδες βόμβες — κι έτσι απλώς το κάναμε, οι τέσσερίς μας, με το αγοράκι στη μέση· κι ακόμα έχω τη γεύση του νεαρού, εκείνου που διάλεξε εμένα, πώς ήταν το στόμα του γεμάτο σκόνη όταν με φίλησε, κι ακόμα νιώθω στο στόμα μου τη σκόνη —θα πρέπει να έπεφτε από το ταβάνι που πήγαινε πέρα-δώθε— κι ακόμα θυμάμαι πόσο ευχαριστημένη ήμουν, πόσο πιο ήρεμη, και συνέχισα να προσεύχομαι, και ακόμα θυμάμαι πώς η κοπέλα σώπασε ξαφνικά, με τον νεαρό ξαπλωμένο επάνω της, και πώς του παραμέρισε τα μαλλιά από το κούτελο και του χαμογέλασε, και παραμέρισα κι εγώ τα μαλλιά του δικού μου από το κούτελο και του χαμογέλασα, και μετά ξαναντυθήκαμε, νοικοκυρευτήκαμε λιγάκι και καθίσαμε πάλι εκεί σιωπηλοί· και, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί καθόλου, βγάλαμε όλοι ό,τι είχε ο καθένας στις τσέπες του, τσιγάρα και ψωμί, είχε και λίγα τουρσιά και μαρμελάδα φράουλα στην τσάντα της η κοπέλα — και τα φάγαμε όλοι μαζί, χωρίς να πούμε ούτε λέξη, και, σαν από κοινή συναίνεση, δεν ρωτήσαμε κανενός το όνομα — ούτε λέξη δεν είπαμε, και τα δόντια μας έτριζαν από τη σκόνη, η σκόνη του νεαρού στα δόντια μου, η δική μου σκόνη στα δικά του — και μετά, κατά τις τέσσερις και μισή, τελείωσε. Σιωπή. Όχι εντελώς, δηλαδή. Κάτι γκρεμιζόταν εδώ, κάτι κατέρρεε εκεί, μια έκρηξη κάπου παραπέρα — σχεδόν έξι χιλιάδες βόμβες. Ε, όταν λέω σιωπή, εννοώ δεν είχε άλλα αεροπλάνα — και τότε βγήκαμε έξω τρέχοντας, καθένας για πάρτη του — κι ούτε ένα αντίο. Και βρεθήκαμε στη μέση ενός πελώριου σύννεφου σκόνης που υψωνόταν ίσαμε τον ουρανό, σ’ ένα σύννεφο καπνού, ένα σύννεφο φωτιάς — και τότε λιποθύμησα, και συνήλθα λίγες μέρες αργότερα σε ένα νοσοκομείο, κι ακόμα προσευχόμουν — ε, αυτή ήταν κι η τελευταία φορά. Στάθηκα τυχερή που δεν με θάψανε κι εμένα μέσα στα μπάζα — ξέρετε πόσοι άνθρωποι θάφτηκαν μέσα στα μπάζα κατά λάθος; Και τι λέτε πως απέγινε το κελλάρι της ζυθοποιίας; Δυο μέρες αφότου βγήκαμε από κει, κατέρρευσε — φαντάζομαι πως το ταβάνι συνέχισε να κάνει κοιλιά σαν λαστιχένια μπάλα, ώσπου βούλιαξε. Πήγα εκεί γιατί ήθελα να δω τι είχε απογίνει το διαμέρισμά μου: τίποτα δεν είχε μείνει, τίποτα, τίποτα — ούτε καν ένας αξιοπρεπής σωρός από μπάζα, και την άλλη μέρα βγήκα από το νοσοκομείο και ήρθαν οι Αμερικάνοι».