Ονειρικό νανούρισμα
Η αγγλική λέξη carol συνήθως μεταφράζεται ως κάλαντα και αναφέρεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά στα κάλαντα των Χριστουγέννων. Τα πράγματα δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Η λέξη carol προέρχεται από τη γαλλική λέξη carole, η οποία με τη σειρά της προερχόταν από τη λατινική choraula, και σήμαινε κυκλικό χορό συνοδευμένο από τραγούδι. Αυτά τα χορευτικά τραγούδια έγιναν πολύ δημοφιλή τον 12ο, 13ο και 14ο αιώνα και γέννησαν πολλές μουσικές μορφές σε διάφορα μέρη της Ευρώπης — laude στην Ιταλία, cantigas στην Ισπανία, virelais στη Γαλλία, κ.ο.κ.
Ο λόγος της ευρύτατης διάδοσής τους είναι προφανής: πρόκειται συνήθως για στροφικά τραγούδια με επωδό (ρεφρέν, επί το ελληνικότερον), επομένως με επαναλαμβανόμενες μελωδίες, πράγμα που τα καθιστά ιδανικά για συμμετοχή πολλών ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε κοινωνικά γεγονότα μεγάλης αξίας για την κοινότητα.
Η επαναληπτικότητα στο τραγούδι είναι τεράστιο θέμα. Δεν είναι τυχαίο πως όλες, σχεδόν, οι λαϊκές μουσικές βασίζονται σε επαναληπτικές φόρμες. Πέρα από το γεγονός ότι ο κόσμος μαθαίνει, με την επανάληψη, τη μελωδία και μπορεί να συμμετέχει ενεργά, η επανάληψη (όπως και η περιοδική επάνοδος του ρεφρέν) δημιουργεί κλίμα οικειότητας στον ακροατή και τον παροτρύνει ακόμα περισσότερο να συμμετέχει, βοηθώντας τον παράλληλα να φτάσει στη μέθεξη — που είναι και το ζητούμενο στις περισσότερες κοινωνικές εκδηλώσεις όπου εμπλέκονται το τραγούδι ή/και ο χορός, είτε θρησκευτικές είναι αυτές είτε κοσμικές. Αλλά αυτό είναι πρώτη ύλη για διδακτορική διατριβή, και όχι για ένα απλό και σύντομο κείμενο προσωπικού χαρακτήρα.
Αφορμή για όλα αυτά είναι το τραγούδι του 14ου αιώνα Als I Lay on Yoolis Night, που τυχαίνει να είναι carol και με τη μεσαιωνική έννοια, λόγω της μορφής του, αλλά και με τη σημερινή, λόγω των στίχων του. Ο άγνωστος ποιητής αφηγείται ένα όνειρο που είδε καθώς έγειρε να αποκοιμηθεί την παραμονή των Χριστουγέννων. Είδε στον ύπνο του μια γυναίκα (στις επόμενες στροφές αποκαλύπτεται πως είναι η Παναγία) να κρατά στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδί (τον Χριστό) και να τον λικνίζει για να αποκοιμηθεί. Το παιδί όμως δεν αρκείται στο λίκνισμα, και ζητά από τη μητέρα του να του τραγουδήσει ένα νανούρισμα. Κι εκείνη δέχεται· αρχίζει να του εξιστορεί τραγουδιστά τη συνάντησή της με τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Και κάπως έτσι, το τραγούδι γίνεται, επιπλέον, και νανούρισμα.
Το νανούρισμα είναι μια ιδιαίτερη μορφή τραγουδιού. Πέρα από το να μεταλαμπαδεύει την ιστορία, τα ήθη, τα έθιμα και τους μύθους της κοινότητας, έχει στόχο να ηρεμεί, να τραβά την προσοχή του παιδιού και να τα αποκοιμίζει. Γι’ αυτό και η μελωδία του είναι συνήθως απλή, αργή και επαναληπτική, σχεδόν μαγευτική, χαρακτηριστικά που συναντάμε και στο συγκεκριμένο τραγούδι. Μέσα από το τέχνασμα της «αφήγησης μέσα στην αφήγηση», ο άγνωστος ποιητής διατηρεί στη συλλογική μνήμη της κοινότητας την παραδοσιακή ιστορία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και υπερτονίζει την ανθρώπινη φύση της Παναγίας (όπως συνηθιζόταν ήδη από τότε), βάζοντάς τη να κλείνει το νανούρισμά της με τα λόγια, «Γλυκό μου αγόρι, δεν μπορώ να σου πω τίποτε άλλο, αλλά αν μπορούσα, με χαρά θα έκανα ό,τι μου ζητάς», δηλαδή με χαρά θα του τραγουδούσε κι άλλο.
Κι εγώ με χαρά θα έγραφα κι άλλα, αλλά πραγματικά δεν χωράνε λόγια μπροστά σ’ αυτό το πανέμορφο τραγούδι. Ακούστε το από το γυναικείο φωνητικό σύνολο Anonymous 4 κι αφήστε το να σας συνεπάρει. Σε ύπνο; Σε βούρκωμα; Σε χαμόγελο;
Δεν ξέρω.
[ Η εικόνα είναι λεπτομέρεια από τον πίνακα Παναγία και βρέφος (ή μάλλον ενός από τους πολλούς με τον ίδιο τίτλο) του Giovanni Battista Salvi (1609-1685), γνωστού επίσης με το όνομα του χωριού όπου γεννήθηκε (Sassoferrato) ].