Όταν πατήσαμε στο φεγγάρι

L
Τάκης Δρεπανιώτης

Όταν πατήσαμε στο φεγγάρι

«Έχεις σεληνιαστεί με την επέτειο της πρώτης προσσελήνωσης», μου είπε πρωί-πρωί ο μέντοράς μου, ο Ν. «Γιατί;»

Προσπάθησα να του απαντήσω. Δεν ήταν εύκολο. Χρειαζόταν να οργανώσω τις εικόνες που κατέκλυζαν το μυαλό μου απλώς και μόνο προσπαθώντας να αρθρώσω μια απλή απάντηση. Γι’ αυτό, προσπάθησα να τις οργανώσω γράφοντάς τες.

Είμαι μεταπολεμικό παιδί. Εντάξει, όλοι είμαστε κατά μια έννοια, αλλά το εννοώ με μεγαλύτερη ακρίβεια. Γεννήθηκα στα μισά της επόμενης δεκαετίας μετά τον Τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε τελειώσει μέσα στη θανατηφόρα λάμψη της εφαρμοσμένης νέας επιστήμης. Επιστήμης και τεχνολογίας που είχε κατακτήσει για πάντα τους αιθέρες, είχε ατομική ενέργεια και την έστελνε με πυραύλους να κάνουν πόλεις στάχτη και να τις εξαφανίζουν μέσα σε δευτερόλεπτα από το πρόσωπο της Γης. Τότε ζούσαμε σε ολόκληρο τον γαλαζοπράσινο πλανήτη μας σκάρτα δυο δισεκατομμύρια ψυχές. Το ξέρω πως φαίνεται αδιανόητο σε όποιον αναρωτιέται σήμερα πώς φτάσαμε να είμαστε σήμερα οι πενταπλάσιοι — και να ζούμε, σε γενικές γραμμές, πολύ καλύτερα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι· φυσικά και εκείνη η πρώτη απόβασή μας στη Σελήνη είμαι βέβαιος ότι έπαιξε έναν καταλυτικό, καθόλου ασήμαντο ρόλο.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο μεγάλο λιμάνι της χώρας, κάτω από τον μικρό δικό του λόφο που αντίκριζε με ζήλια απέναντί του του Ιερό Βράχο της πρωτεύουσας. Οι γονείς μου, αν και ποτέ δεν συζητούσαν για αυτά τα θέματα, θα έλεγα ότι ανήκαν στους «επίδοξους μεσοαστούς». Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τις προηγούμενες ταραγμένες δεκαετίες είχαν υπάρξει οικονομικά και πολιτικά δράματα στις οικογένειες και των δυο γονιών μου, όμως ποτέ δεν μιλούσαν για αυτά και, όταν μεγάλωσα ώστε και να ενδιαφερθώ και να γνωρίζω ποιες είναι οι κατάλληλες ερωτήσεις, δεν ήταν πια κοντά μου.

Ήταν μορφωμένοι. Στο σπίτι μας υπήρχαν πολλά βιβλία (που καταστράφηκαν σιγά-σιγά στις κούτες τους μέσα στα επόμενα χρόνια, κυρίως από τοπικές πλημμύρες παταριών). Ως επίδοξοι μεσοαστοί λοιπόν, προσπαθούσαν με σκληρή δουλειά να προσφέρουν στα παιδιά τους πέρα από την καλή μόρφωση και καλή διατροφή —που συχνά την είχαν στερηθεί εκείνοι— και κάποια από τα νεόφερτα καταναλωτικά αγαθά που έμπαιναν σιγά-σιγά στα σπίτια της χώρας που ξαναχτιζόταν από τα ερείπιά της.

Μικρά παιδιά εμείς τότε, δεν είχαμε καταλάβει βέβαια τον καινούργιο θανάσιμο μεγάλο ανταγωνισμό που είχε ξεκινήσει με το μπιπ-μπιπ του μικρού δορυφόρου με το κόκκινο άστρο που έκανε για πρώτη φορά έναν γύρο τόσο ψηλά πάνω από τον πλανήτη μας. Ούτε είχαμε διαβάσει ή ακούσει κάτι για τη φημισμένη ομιλία του αρχηγού της άλλης μεγάλης χώρας, εκείνης με τη σημαία που έμοιαζε με της ομάδας μου, αλλά γεμάτη αστέρια, που είχε αποφασίσει (μα τι αυθάδεια!) ότι η δική του χώρα θα ήταν εκείνη που θα έφτανε πρώτη μέσα στη δεκαετία στο φεγγάρι.

Εμείς απλώς μεγαλώναμε, κλοτσάγαμε το τόπι στις αλάνες κοντά στο γήπεδο που οι παλιοί το έλεγαν ακόμα αλλιώς, επειδή παλιά γίνονταν εκεί και αγώνες με ποδήλατα, πηγαίναμε σχολείο και παίζαμε στρατιωτάκια. Και αστροναυτάκια, βέβαια. Τώρα που τα γράφω αυτά θυμήθηκα ανάμεσα στα στρατιωτάκια μου το πολύτιμο αστροναυτάκι με το ασημένιο σκάφανδρο και τη διαφανή κάσκα. Ήταν το πιο πολύτιμο απόκτημα της συλλογής μου και άλλοτε γινόταν αστροναύτης και άλλοτε κοσμοναύτης, για να ξεχωρίζουμε τη χώρα του. Και παρακολουθούσε τις εξελίξεις: δεμένος από τη μέση με έναν σπάγκο βγήκε από τον πύραυλό του να περπατήσει μόλις λίγες μέρες μετά τον πρώτο περίπατο του θρυλικού κοσμοναύτη στο διάστημα.

Και τα χρόνια πέρναγαν κι εμείς μεγαλώναμε κι ο ανταγωνισμός στο διάστημα συνεχιζόταν και όλο και καταλαβαίναμε περισσότερο. Τι φοβερά μηχανήματα ήταν οι πύραυλοι και πώς η επιστήμη γινόταν τεχνολογία και έφερνε την πρόοδο, αλλά μαζί της και τις μεγάλες καταστροφές. Και την τεχνολογία στην πράξη: όπως τη μεγάλη, πανάκριβη τηλεόραση («Μα πέντε χρόνια δόσεις, ευλογημένε;» «Να βλέπουν τα πράγματα σωστά τα παιδιά, να μαθαίνουν…») που μπήκε στο σπίτι λίγο πριν από τους παγκόσμιους αθλητικούς αγώνες στο μεγάλο υψόμετρο και τα καταπληκτικά ρεκόρ. Τη σαραντάρα τηλεόραση που είχε εξορίσει από τον τοίχο στο μικρό σαλόνι τις φωτογραφίες των παππούδων. Την πρώτη τηλεόραση στην πολυκατοικία, όπου ερχόταν όλη η γειτονιά να δει τις πολύχρωμες ειδήσεις από όλο τον κόσμο. Τους πολέμους, που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Τους σεισμούς και τις πλημμύρες. Και τις εκτοξεύσεις των πυραύλων και τις δοκιμές που πλησίαζαν ολοένα και πιο πολύ τον στόχο που είχε θέσει για τη χώρα του (αλλά πρακτικά για όλον τον πλανήτη) εκείνος ο αδικοχαμένος πια πολιτικός: να φτάσουμε όλοι μαζί στο φεγγάρι.

Ανέφερα ήδη πως η οικογένειά μου ήταν επίδοξοι μεσοαστοί. Ίσως ήταν (αυτή τη λέξη την έμαθα αργότερα) «πεπτωκότες» μεσοαστοί, επειδή είχαν περίεργες συνήθειες. Μία από αυτές ήταν ότι κάθε χρόνο, μόλις έκλειναν τα σχολεία, παραθερίζαμε. Δυο κάρα φόρτωναν τη βασική μας οικοσκευή και τραβούσαν στο σπίτι που νοικιάζαμε για το καλοκαίρι στα βόρεια προάστεια. Όχι στα πλούσια, όχι στο τέρμα του ηλεκτρικού. Μια στάση πιο πριν, μέχρι εκεί άντεχαν τα οικονομικά μας.

Πριν μπει το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς όμως, με όλο το ειδικό βάρος της προεφηβικής μου αυθάδειας, ανακοίνωσα ότι δεν θα ακολουθούσα το έθιμο. «Θέλω οπωσδήποτε να δω την προσσελήνωση. Δεν υπάρχει περίπτωση να τη χάσω». Ήξερα πως θα είχα σύμμαχο τον πατέρα μου — κι εκείνος ήταν φανατικός με την τεχνολογία, κι εκείνος ήθελε να δει την προσσελήνωση. Έτσι, για να μην πολυλογώ, εκείνη τη χρονιά μάς συνόδεψε στη θερινή μας μετακόμιση και η πολύτιμη τηλεόραση. Μαζί με την κεραία της, φυσικά.

Θυμάμαι λοιπόν σαν σήμερα εκείνες τις ημέρες. Πρώτα, την αναμονή. Μετά, τον μεγάλο πύραυλο, τον βαφτισμένο με όνομα από την ιστορία της μικρής δικής μου χώρας, να απογειώνεται, μόνος και περιστοιχισμένος από απέραντα χωράφια όσο έβλεπε το μάτι. Και θυμάμαι να παρακολουθώ όλη την πορεία της αποστολής και την κρίσιμη βραδιά να μη με πιάνει ύπνος περιμένοντας τον πρώτο που θα πατούσε στο φεγγάρι. Θυμάμαι τη σιλουέτα που είδαμε όλοι να κατεβαίνει από τη σκάλα και, χάρη στην επιστήμη και την τεχνολογία, τη βλέπαμε ζωντανά — σχεδόν ζωντανά, δηλαδή, το φως χρειαζόταν μερικά δευτερόλεπτα να φτάσει στη Γη, είχαν ήδη συμβεί αυτά που βλέπαμε όταν τα βλέπαμε. Θυμάμαι τα πρώτα ιστορικά του λόγια: «Ένα μικρό βήμα…»

Τα θυμάμαι όλα και δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, κι ας πέρασαν εξήντα χρόνια από τότε. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι τα έζησα, ότι ήταν αληθινά. Γιατί έζησα όλη την πορεία τους, την πορεία μας ώς εκεί. Και έζησα και όσα ακολούθησαν. Την αγωνία και το δράμα με τη βλάβη και τη θαυματουργή διάσωση λίγους μήνες αργότερα. Και την τραγική απόφαση να σταματήσει το πρόγραμμα και να το πάμε σιγά-σιγά. Και τις οικονομικές περικοπές που κόστισαν πιο πολλές ζωές από τις ζωές που χάθηκαν παλεύοντας με εκείνα τα πρώτα καρυδότσουφλα να φτάσουν στη Σελήνη. Με ηρωισμό, αξιοποιώντας και την ελάχιστη δυνατότητα, με τόλμη αντάξια των μεγάλων θαλασσοπόρων και εξερευνητών της ιστορίας.

Τότε, φυσικά, δεν γνώριζα για τα διαγγέλματα που ήταν έτοιμα στην περίπτωση που κάτι θα είχε πάει στραβά στην αποστολή. Δεν καταλάβαινα τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να αποχαιρετάει τη γυναίκα του και τα παιδιά του χωρίς να γνωρίζει αν θα τους ξαναδεί από κοντά κι αν οι τελευταίες του στιγμές θα ήταν να αντικρίζει το γαλαζοπράσινο μισοφέγγαρο του πλανήτη μας από εκατοντάδες χιλιόμετρα ψηλά. Ήμουν ένα μικρό και αισιόδοξο παιδί, που στο μυαλό του δεν υπήρχε παρά μόνο η νίκη και η επιτυχία.

Σήμερα, με το βάρος των χρόνων στην πλάτη μου, κατανοώ ότι η κοινωνία μας δεν θα ανεχόταν ξανά τέτοια σπατάλη πόρων και τέτοια διακινδύνευση ζωών σε απευθείας σύνδεση. Δεν ήταν απλώς ένα μικρό βήμα: ήταν ένα τεράστιο άλμα στη συλλογική μας ιστορία. Ίσως ήταν πρόωρο. Αυτό θα το δείξει μόνο το μέλλον.

Αλλά δεν μπορώ να μη γελάω με τις θεωρίες συνωμοσίας ότι δήθεν ποτέ δεν έγιναν αυτά τα ταξίδια, ότι ποτέ δεν δούλεψαν εκατοντάδες χιλιάδες άτομα σε όλον τον κόσμο για να πάμε ώς εκεί, ότι ποτέ δεν πατήσαμε στη Σελήνη επειδή κάποια θολά καρέ δεν δείχνουν αυτό που θα ήθελαν να δουν κάποιοι δύσπιστοι. Εντάξει, κι εγώ έχω δει τη φωτογραφία όπου ο γυλιός του πρώτου αστροναύτη δεν φτάνει χαμηλά ώς το σημείο της λεκάνης που θα έπρεπε. Έχω δει και την άλλη, με την αλλόκοτη σημαία. Αλλά από το να αποδεχτώ τη θεωρία ότι όλα αυτά ήταν πλαστά, μουσαμάδες σε τηλεοπτικά στούντιο, όλα ψεύτικα, προτιμώ την άλλη πιο ευφάνταστη θεωρία.

Εκείνη που λέει, δηλαδή, ότι την ίδια στιγμή που πατούσαμε το πόδι μας στο φεγγάρι, πατούσε το πόδι του κι ένας αστροναύτης από κάποιο παράλληλο σύμπαν και για ένα μικροδευτερόλεπτο τα τηλεοπτικά σήματα μπερδεύτηκαν. Και είδαμε την εικόνα από ένα άλλο σύμπαν, όπου ύστερα από μια μεγάλη φυσική καταστροφή, ίσως κάποια πτώση μετεωρίτη, η εξέλιξη αντικατέστησε εμάς και ανέδειξε κυρίαρχο είδος στον πλανήτη μας κάποιο άλλο είδος, ίσως κάποια θηλαστικά. Αναρωτιέμαι όμως: ακόμη κι αν η εξέλιξη έδωσε τον πλανήτη μας σε αυτά τα αστεία μικρά ζωάκια, δεν θα είχαν κι εκείνα να προστατέψουν στον γυλιό τους την πολύτιμη ουρά τους; Και, ειλικρινά τώρα, θα ταξίδευαν με παρόμοια σημαία, απλώς με λευκά άστρα σε μπλε τετράγωνο αντί για μπλε διάσπαρτα σε όλη την επιφάνειά της;