Το ουδέτερο δίκτυο

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Το ουδέτερο δίκτυο

Στο σημείωμα αυτό θα ασχοληθούμε με ένα ζήτημα για το οποίο στην Ευρώπη και στην Αμερική έχει διεξαχθεί έντονος διάλογος, ενώ είναι δημοφιλές θέμα συζήτησης και στους παρ’ ημίν τεχνολογικούς κύκλους. Πρόκειται για τη λεγόμενη δικτυακή ουδετερότητα, απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής ένννοιας net neutrality. Αφορμή για την ενασχόλησή μου με την έννοια αυτή ήταν η είδηση ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερψήφισε στις 27 Οκτωβρίου ένα σχέδιο Κανονισμού (με αντικείμενο τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες γενικότερα) που επιδιώκει να επιβάλει την αρχή της δικτυακής ουδετερότητας. Όπως γίνεται συνήθως, κάποιοι υποστήριξαν ότι η ρυθμιστική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ενδείκνυται σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός (καθώς η αγορά θα παράσχει τις σχετικές λύσεις), ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι, παρά τον διακηρυγμένο στόχο του κανονισμού για επιβολή της δικτυακής ουδετερότητας, καταλείπονται πολλές εξαιρέσεις που επιτρέπουν την παράκαμψη της αρχής αυτής.

Η δικτυακή ουδετερότητα, λοιπόν, είναι η αρχή κατά την οποία οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου πρέπει να αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς διακρίσεις, όλα τα δεδομένα που διακινούνται μέσω του δικτύου που διαχειρίζονται. Η αρκετά δυσνόητη, εκ πρώτης όψεως, αυτή αρχή διατυπώθηκε από τον καθηγητή Tim Wu του Πανεπιστημίου Columbia. Για να συνεχίσουμε με κάτι εξίσου δυσνόητο, η δικτυακή ουδετερότητα συνδέεται με την ένταξη των υπηρεσιών διαδικτύου στις υπηρεσίες παροχής πληροφοριών ή στις υπηρεσίες επικοινωνιών.

Μάλιστα… Ας προσπαθήσουμε όμως να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά.

Οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου (Internet Service Providers, ISP’s) παρέχουν την εξής υπηρεσία: συνδέουν τον χρήστη με το διαδίκτυο, μεταφέροντας ψηφιακά δεδομένα από το διαδίκτυο προς το τερματικό του χρήστη — και αντιστρόφως. Έτσι, μέσω του παρόχου μας μπορούμε να συνδεθούμε στο διαδίκτυο και να επισκεφθούμε ιστοσελίδες (που σημαίνει ότι ψηφιακά δεδομένα των ιστοσελίδων μεταφέρονται στον δικό μας υπολογιστή), να στείλουμε και να λάβουμε μέσω της υπηρεσίας ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ηλεκτρονικά μηνύματα με συνημμένα αρχεία (άρα να φύγουν από εμάς ή να έρθουν σε εμάς ψηφιακά δεδομένα με προορισμό ή προέλευση, αντιστοίχως, τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των επαφών μας), να έχουμε άμεση επικοινωνία μέσω γραπτών μηνυμάτων ή και μέσω ήχου και εικόνας, αλλά και να ανεβάσουμε αρχεία σε ψηφιακή πλατφόρμα (λ.χ., ένα βίντεο στο YouTube ή μία φωτογραφία στο Ιnstagram), να κατεβάσουμε ταινίες ή φωτογραφίες από ιστοσελίδες, να μοιραζόμαστε αρχεία μέσω torrents κλπ. Δικτυακή ουδετερότητα σημαίνει ότι ο πάροχός μας (η Otenet, η hol, η Forthnet κλπ.) δεν θα ασχολείται με τι ακριβώς κάνουμε, πώς αξιοποιούμε τις υπηρεσίες αυτές. Δεν θα μπορεί ο πάροχος να μας κόψει τη σύνδεση (ή να μειώσει την ταχύτητά της) όταν κατεβάζουμε βίντεο ή όταν μοιραζόμαστε torrents, όταν επισκεπτόμαστε ιστοσελίδες με «πονηρό» περιεχόμενο ή όταν βλέπουμε ταινίες σε ιστοσελίδες που δεν καταβάλλουν πνευματικά δικαιώματα.

Η δικτυακή ουδετερότητα καθιστά τον πάροχο ουδέτερο διαχειριστή του δικτύου που μεταφέρει ψηφιακά δεδομένα — και, ως εκ τούτου, και ανεύθυνο για το περιεχόμενο που διακινείται. Έτσι, εάν κατεβάσουμε μια ταινία παράνομα, δεν θα θεωρηθεί η Οtenet ως άμεσος συνεργός, καθώς δουλειά της είναι απλώς να παρέχει το δίκτυο μέσω του οποίου διακινούνται τα ψηφιακά δεδομένα, ενώ τον πλήρη έλεγχο της αποστολής και της λήψης των δεδομένων τον έχουν οι χρήστες των τερματικών: των δύο άκρων δηλαδή που συνδέονται διαμέσου του δικτύου.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι η δικτυακή ουδετερότητα δεν ισχύει (και, μέχρις ότου νομοθετηθεί στις ΗΠΑ το 2014, δεν ίσχυε εκεί). Τι μπορεί να συμβεί; Σε μία αρκετά γνωστή υπόθεση που απασχόλησε τα αμερικανικά δικαστήρια, ο πάροχος Comcast εμπόδιζε, ουσιαστικά, τους πελάτες του να μοιράζονται μεγάλα αρχεία ταινιών (κατά παράβαση και της νομοθεσίας για την πνευματική ιδιοκτησία) μέσω torrents — αυτό το έκανε, επιβραδύνοντας σημαντικά τις ταχύτητες για τους συγκεκριμένους πελάτες του, όταν διαπίστωνε τη μετάδοση αρχείων torrents. Η Comcast τελικώς θεωρήθηκε ότι δεν παραβίαζε κάποια νομοθεσία, αλλά αυτό δεν θα ίσχυε σήμερα, καθώς στις ΗΠΑ το διαδίκτυο θεωρείται πλέον υπηρεσία επικοινωνίας και, ως τέτοια, υπόκειται στον έλεγχο της αντίστοιχης ρυθμιστικής Αρχής (Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών, η Federal Communications Commission· σχετικές αρμοδιότητες έχει στη χώρα μας η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, η ΕΕΤΤ).

Το αντίστροφο ζήτημα τέθηκε για αρκετές υπηρεσίες, κυρίως παρόχων κινητής τηλεφωνίας, οι οποίες δεν χρεώνουν στους πελάτες τους σύνδεση με σελίδες, όπως το Facebook και η Google (δηλαδή, από τον όγκο δεδομένων που περιλαμβάνει το «πακέτο» που έχουν συμφωνήσει, εξαιρούνται τα δεδομένα από τις παραπάνω σελίδες, που είναι απεριόριστα). Στην περίπτωση αυτή, το πρόβλημα που μπορεί να προκληθεί είναι ότι αυξάνονται δυσανάλογα πολύ τα δεδομένα που διακινούνται μέσω των «ευνοημένων» ιστοσελίδων. Έτσι, εάν το σύνολο των δεδομένων που πρέπει να διακινηθούν υπερβαίνει τη συνολική δυνατότητα του παρόχου, η δυσανάλογη χρήση κάποιων ιστοσελίδων δρα εις βάρος των υπολοίπων.

Το θέμα είναι, λοιπόν: Πολύ καλά, εντάξει, μπορεί μια εταιρεία να κάνει κάτι που δεν μας αρέσει — γιατί να πρέπει αυτό να κηρυχθεί παράνομο, όταν υπάρχουν άλλες εταιρείες, άλλοι πάροχοι διαδικτύου, που δεν το κάνουν αυτό; Γιατί να πρέπει η δικτυακή ουδετερότητα να επιβληθεί νομοθετικά;

Δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, εάν δεν συνεκτιμήσουμε κάποιες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν οι υπηρεσίες διαδικτύου ως δίκτυα οι ίδιες, αλλά και τη διείσδυση του διαδικτύου στη ζωή μας — και την αναγκαιότητά του. Από την άλλη, δεν γίνεται να αγνοούμε και τον σημαντικό ανταγωνισμό που υπάρχει σε παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών, τόσο στη χώρα μας, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και φυσικά παγκοσμίως. Επίσης, δεν μπορούμε να αγνοούμε και τις συνέπειες, ηθελημένες ή αθέλητες, της κρατικής ρύθμισης.

Για να μπορέσει να διατυπωθεί μια τεκμηριωμένη άποψη για την ανάγκη ή μη επιβολής της δικτυακής ουδετερότητας από το κράτος, χρειάζονται αρκετές πληροφορίες ακόμη — πληροφορίες τεχνολογικής, κυρίως, φύσεως: πώς ακριβώς λειτουργεί το δίκτυο που σχηματίζει ένας πάροχος υπηρεσίας (εάν, λ.χ., έχει αναλογίες με τα τηλεφωνικά δίκτυα), εάν η τεχνολογία παρέχει τη δυνατότητα εύκολης εισόδου στην αγορά ενός νέου παρόχου των υπηρεσιών αυτών κλπ. Ακόμη, απαιτείται μία κατανόηση του δυναμικού χαρακτήρα των τεχνολογιών αυτών και μια αίσθηση των δυνατοτήτων που μπορούν να αναπτύξουν στο μέλλον, καθώς και της πιθανής διασποράς ή συγκέντρωσης των υπηρεσιών που μπορεί να επιφέρουν οι νέες τεχνολογίες.

Σε επόμενο σημείωμα, όπου θα ασχοληθούμε διεξοδικά με τον ψηφισθέντα Κανονισμό για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την αντίστοιχη νομοθεσία στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα παρατεθούν κάποιες από τις πληροφορίες αυτές. Προτού όμως κλείσουμε το σημείωμα αυτό, έχει κάποια αξία να πούμε τι σημασία έχει η υπαγωγή των υπηρεσιών διαδικτύου στη γενικότερη κατηγορία των επικοινωνιών, η οποία έχει γίνει τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι επικοινωνίες θεωρούνται αγαθό δημοσίας ωφέλειας (public utility). Για τον λόγο αυτό, θεωρείται δεδομένο ότι το κράτος πρέπει να παρέμβει και να τις ρυθμίσει. Η ρυθμιστική αρμοδιότητα του κράτους στηρίζεται στις εξής βάσεις που τίθενται εναλλακτικά (ή, ενίοτε, και συμπληρωματικά): (α΄) τα αγαθά δημοσίας ωφέλειας πρέπει να παρέχονται προς όλους, ακόμη και σε όσους δεν έχουν ευχέρεια να καταβάλουν το πλήρες αντίτιμό τους· επομένως, το κράτος πρέπει να διασφαλίζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ότι δεν θα υπάρχουν πολίτες του που δεν θα απολαμβάνουν τα αγαθά αυτά, (β΄) τα αγαθά δημοσίας ωφελείας πρέπει μεν να είναι πάντοτε διαθέσιμα, αλλά η αγορά μπορεί να κρίνει κάποια στιγμή την παροχή τους ασύμφορη· για τον λόγο αυτό, και το κράτος πρέπει να μπορεί να παρέμβει στην περίπτωση που η αγορά δεν τα παράγει ή δεν τα διαθέτει προς όλους: η παρέμβαση αυτή μπορεί να έγκειται στον απευθείας έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσής τους, αποκλειστικό/ μονοπωλιακό ή όχι, ή στη ρύθμιση και την επιβολή υποχρεώσεων στους φορείς της αγοράς που τα παρέχουν και τα διαθέτουν.

Η ζωή έχει δείξει, φυσικά, ότι πολλά αγαθά που θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να κριθούν ως αγαθά δημόσιας ωφέλειας, με βάση την αναγκαιότητά τους, έχουν φτάσει ευχερέστερα στο σύνολο του πληθυσμού όσο το κράτος δεν παρενέβαινε ή όσο ο ρόλος του μειωνόταν. Οι υπηρεσίες επικοινωνιών παρέχονταν στη χώρα μας κάποτε αποκλειστικά από τον ΟΤΕ και τα ΕΛΤΑ. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε την αναμονή πολλών ετών για τη χορήγηση τηλεφωνικής γραμμής ή για την παράδοση των γραμμάτων σε 15 ημέρες… Το άνοιγμα της αγοράς στον ανταγωνισμό κατέστησε το επικοινωνιακό τοπίο αγνώριστο. Από την άλλη, η αγορά των τροφίμων, που ικανοποιούν πραγματικά μιαν ανάγκη επιβίωσης, για αιώνες ολόκληρους ήταν αρρύθμιστη. Όταν το κράτος επενέβαινε για να καθορίσει τιμές, ο κανόνας ήταν τα άδεια ράφια και οι ελλείψεις.

Σημαίνει αυτό ότι δεν πρέπει επεμβαίνει το κράτος ώστε, λ.χ., να προστατεύεται ο καταναλωτής από επικίνδυνα τρόφιμα; Όχι, αλλά η αναγωγή ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας (όπως οι υπηρεσίες διαδικτύου) σε υπηρεσία δημοσίας ωφέλειας δεν θα πρέπει να αρκεί από μόνη της να δικαιολογήσει την κρατική παρέμβαση.

Χρήσιμοι σύνδεσμοι: Σχέδιο κανονισμού για ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών | Υπέρ της δικτυακής ουδετερότητας | Κατά της κρατικής ρύθμισης στο Διαδίκτυο.