Παλιά αντίτυπα: Γιάννης Τσαρούχης

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Παλιά αντίτυπα: Γιάννης Τσαρούχης

Την άνοιξη του 1988 πήγαινα στην Γ΄ Λυκείου και διάβαζα Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Ιστορία και δοκίμια του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, του Ε. Π. Παπανούτσου, του Άγγελου Τερζάκη και του Βασίλη Φίλια, γιατί θα ήταν χρήσιμα για το μάθημα της Έκθεσης. Κυρίως όμως διάβαζα Ελύτη εκείνη την εποχή και Τάσο Λειβαδίτη· άκουγα U2 και Patti Smith. Στο πανεπιστήμιο δεν πέρασα, δεν έπεσε ούτε Ελύτης εκείνη τη χρονιά στις εξετάσεις, ούτε Patti Smith — δυστυχώς. Την επόμενη χρονιά είχα καλύτερη τύχη. Το 1988 ερωτεύτηκα όμως και, επίσης, επισκέφτηκα το σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, έγραψα το πρώτο μου ποίημα που μου άρεσε και αγόρασα το αφιέρωμα του περιοδικού Η Λέξη στον Γιάννη Τσαρούχη (τχ. 73, Μάρτης-Απρίλης ’88, δρχ. 600).

Δεν αγόραζα λογοτεχνικά περιοδικά τότε — πολύ σπάνια μόνο. Είχα τόσους κλασικούς συγγραφείς και τόσες δικές μου σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα να ανακαλύψω, που δεν μου έμενε χρόνος να παρακολουθώ και τα σύγχρονα γράμματα ή τις τέχνες. Ο Τσαρούχης όμως ήταν κάτι άλλο: έγραφε γι’ αυτόν ο Ελύτης στα «Ανοιχτά χαρτιά», ήταν ένα μυθικό πρόσωπο δηλαδή, και έμενε στην ίδια περιοχή μ’ εμένα, ήξερα το σπίτι του! Στο αφιέρωμα εξάλλου της Λέξης έγραφε πάλι ο Ελύτης, αλλά και ένα σωρό άλλοι, γνωστοί μου και μη, συγγραφείς και καλλιτέχνες: ο Αλέξης Μινωτής, ο Αλέκος Φασιανός, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Κώστας Γαβράς, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, ο Μίνως Βολανάκης και βέβαια ο ίδιος ο Τσαρούχης.

Έχω υπογραμμίσει, άλλοτε με μολύβι κι άλλοτε με στιλό, σχεδόν σε όλα τα κείμενα του τεύχους φράσεις που ήθελα να τις θυμάμαι:

Ένας ερευνητής του ωραίου και της αλήθειας και της ζωής, ένας περιπατητής φιλόσοφος, ένας μεσαιωνικός ανήσυχος φοιτητής, ένας κοσμικός στυλίτης, ένας αναρχικός αστός, ένας βαθιά χριστιανός-Αλεξανδρινός, που γεύεται τον έρωτα, που κατανοεί την αλήθεια και δεν παραδίδεται σε τρέχουσες αισθητικές και σέρνει μαζί του την ανάσα της Ελλάδας [Διονύσης Φωτόπουλος]. Αισθητικός και αισθησιακός, ο Τσαρούχης δεν χάραξε ποτέ μια γραμμή, δε ζευγάρωσε ποτέ δύο χρώματα, χωρίς την υστεροβουλία της ηδονής. Ίσως όμως η βαθύτερη ηδονή που μας επιφυλάσσει η ζωγραφική του είναι η αταλάντευτη προσήλωσή της στον ανθρωποκεντρικό μύθο [Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα].

Ο Τσαρούχης είναι συγχρόνως οι μέλισσες και ο Μαίτερλινκ, αυτή είναι η αλήθεια [Lila de Nobili].

Κι ο ίδιος ο Τσαρούχης, σε μια μακριά συνομιλία του με τον Δ. Ν. Μαρωνίτη και τους εκδότες του περιοδικού Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο:

Είχα λογαριασμούς να λύσω με τους ανθρώπους και προσπάθησα να τους ζωγραφίσω για να τους κατακτήσω, όπως ζωγράφιζαν τα θηρία οι παλαιολιθικοί άνθρωποι. Ήθελα να δηλώσω τη σχέση μου αυτή μαζί με το γεγονός πως δεν ήθελα να τους βλάψω. Αργότερα κατάλαβα πως μ’ ενδιέφερε το τοπίο. Είδα ότι υπάρχει πάντα ένας άνθρωπος που κοιτάει το τοπίο. Και ζωγράφισα αυτόν τον άνθρωπο αόρατο. Δε ζωγράφισα όμως τα τοπία μόνο και μόνο για να τα κάνω ή για να σπουδάσω τα μέτρα τους. Είδα ότι μέσα στο τοπίο υπήρχε μια άποψη του ανθρώπου. Ζωγράφιζα καφενεία με μικρούς ανθρώπους στο κέντρο τους. […] Αυτό είναι το επάγγελμά μου, να εξωραΐζω. Είτε ζωγραφίζω ένα λουλούδι είτε έναν άνθρωπο είτε έναν αριστοκράτη, πρέπει να του δείξω το θεϊκό στοιχείο που έχει μέσα του. […] Η τέχνη κάνει πράγματα με τα οποία ξεχνά κανείς το θάνατο. Όταν δεν τον ξεχνάς, είναι κακή η τέχνη, αποτυχημένη. Ακόμη μιλώντας για το θάνατο ξεχνούμε το θάνατο, ζούμε.

Το κορίτσι τότε το έλεγαν Τόνια. Δεν ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο ούτε γείτονες, αλλά πηγαίναμε στο ίδιο φροντιστήριο, στην Γ΄ Λυκείου, και καθόμασταν στο ίδιο θρανίο. Εκείνη μου διάβαζε ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη, εγώ της διάβαζα το «Μονόγραμμα» του Ελύτη, εκείνη Τάσο Λειβαδίτη, εγώ Σαπφώ — ή ανάποδα. Η καθηγήτρια που μας δίδασκε Έκθεση, τις Κυριακές που εμείς γράφαμε διαγωνίσματα άφηνε κατά μέρος την «Περεστρόικα» του Γκορμπατσόφ ή τον Μπρεχτ που έφερνε μαζί της και διάβαζε τα δικά μας βιβλία κλείνοντάς μας το μάτι. Μια Κυριακή πρωί πρότεινα στην Τόνια να πάμε μαζί στο σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη: χτυπήσαμε την πόρτα δειλά, κάποιος μάς άνοιξε και μας άφησε μόνους να δούμε τους πίνακες στους τοίχους. Νομίζω δεν μιλούσαμε καθόλου· κρατιόμασταν απ’ το χέρι και αραιά ψιθυρίζαμε. Ο Τσαρούχης εμφανίστηκε για μια στιγμή στην πόρτα και μας χαιρέτησε ευγενικά.

Το μεσημέρι που περπατούσα μόνος πια προς το σπίτι, έγραψα ένα ποίημα γι’ αυτές τις στιγμές. Έγραφα ήδη από την περασμένη χρονιά ή κι από πιο πριν. Ήξερα δηλαδή πια πως μετά από λίγες μέρες θα το έσκιζα κι αυτό το ποίημα. Μα εκείνη την ώρα, και για πολύ καιρό αργότερα, ήμουν πεπεισμένος πως αυτό το ποίημα ήταν ό,τι καλύτερο είχα γράψει ώς τότε και θα έγραφα και στο μέλλον. Ίσως και να ’ταν, δεν ξέρω — λίγο μετά πράγματι το πέταξα κι έγραψα δυο στίχους που κι αυτούς τους κατέστρεψα, αλλά όχι πριν προλάβω να τους απομνημονεύσω:

Περνάν τα χρόνια και οργίζομαι / περνάν τα χρόνια και σ’ τ’ ορκίζομαι: / θα είμαι πάντοτε εναντίον.

Το αφιέρωμα της Λέξης στον Γιάννη Τσαρούχη το έχω ακόμα.