Παλιά αντίτυπα: Νίκος Γκάτσος
«Η εκτύπωση αυτού του βιβλίου τελείωσε τον Αύγουστο του 1943 σε τριακόσια αντίτυπα αριθμημένα από το 1-300».
Ο Σεφέρης ονόμαζε τραγικά αυτοδίδακτους όσους, όπως εκείνος, δεν ευτύχησαν να συναντήσουν ένα δάσκαλο στη ζωή τους που να τους καθοδηγήσει στα πρώτα αλλά και στα επόμενα βήματά τους ή, εν προκειμένω, στα πρώτα και στα επόμενα γράμματα που δοκίμασαν να συλλαβίσουν. Εξ ανάγκης ο δάσκαλος αυτός βρίσκεται τελικά, συνήθως, στα βιβλία. Πρώτος τέτοιος δικός μου δάσκαλος στάθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης, αφού για χρόνια ακολούθησα τις δικές του προτροπές στην ανάγνωση και στη γραφή, στην τέχνη και στη ζωή. Δεύτερος ήρθε ο Ελύτης, τα «Ανοιχτά χαρτιά» του οποίου, κυρίως, τα χρησιμοποίησα για περισσότερο από μια δεκαετία, ως εγχειρίδιο οδηγιών χρήσεως σε κάθε σχεδόν περίσταση της ζωής μου. Από τον Ελύτη στον Γκάτσο ύστερα δεν ήταν παρά ένα τσιγάρο δρόμος, από αυτά που αδιάκοπα κάπνιζε ο δεύτερος (κι εγώ εκείνη τη μακρινή εποχή):
Κι όμως, νά που μια μέρα, ένα βράδυ μάλλον, εκεί που χάζευα έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης, πιο φανατικός ίσως και από μένα στο κεφάλαιο αυτό. Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή ποιος μας σύστησε· ούτε αν είχα ποτέ μου ακούσει το όνομά του. Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, να κάψουν πολλές καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αϋπνία, έστεκε κει, καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά ριχτή μπεζ καμπαρντίνα με ανασηκωμένο τον γιακά, σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα, ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω εάν σήμαινε υπεροψία ή αδιαφορία και μόνο. […] Ο Νίκος Γκάτσος «είχε ακούσει τη φωνή». Ενδιαφερότανε για το τυχαίο και την πιθανή αλλ’ ασύλληπτη νομοτέλειά του, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά το ίδιο και στη ζωή, στον έρωτα, στο παιχνίδι, στα καθημερινά γεγονότα. Τον τραβούσε η άπειρη συνδυαστική της φαντασίας.
Ο Γκάτσος δημοσίευσε την «Αμοργό» του, το μοναδικό ποίημα που έγραψε (εντάξει, συν μερικά ακόμα μικρότερα και συν τα εκατοντάδες τραγούδια του) το 1943, καταμεσής της γερμανικής κατοχής. Εκείνος την έγραψε, υποτίθεται, μέσα σε μια νύχτα. Εμένα μου πήρε μήνες να καταφέρω να τη βρω (ήταν, έχω την εντύπωση, εξαντλημένη εκείνη την εποχή) και ακόμη περισσότερο καιρό μέχρι να καταφέρω να τη διαβάσω σωστά — απαλλαγμένη εννοώ από τον εξαντλητικό φιλολογικό και κριτικό σχολιασμό με τον οποίο την είχε φορτώσει ο Τάσος Λιγνάδης στο βιβλίο του «Διπλή επίσκεψη σε μια ηλικία και σ’ έναν ποιητή (Ν. Γκάτσος)», το οποίο επίσης έσπευσα να προμηθευτώ. Για να ανακαλύψω τελικά πως η «Αμοργός» διαβάζεται με τον ρυθμό της αναπνοής, αυτό είναι το κατόρθωμα του Γκάτσου, και όχι με τη βάσανο της σκέψης.
Αργότερα παντρεύτηκα. Ο παππούς της γυναίκας μου, γεννημένος τον 19ο αιώνα, έφυγε από τη γενέθλια Αμοργό σχεδόν παιδί, για να αγοράσει μερικές ρίζες ελιές από τη Λυκόβρυση και να τις φυτέψει πίσω στο νησί. Δεν ξαναγύρισε όμως. Μπορεί να τον ξελόγιασε η Αθήνα ή να τον πρόλαβε κάποια επιστράτευση (πέρασε εξάλλου κάμποσα χρόνια της ζωής του μέσα στο θωρηκτό Αβέρωφ), στην Αμοργό πάντως δεν ξαναπάτησε πριν περάσουν σχεδόν εξήντα χρόνια από εκείνη την αναχώρησή του. Δεν την ξέχασε ωστόσο: όλα τα χρόνια της μακριάς ζωής του, που άγγιξε τον 21ο αιώνα, αγόραζε όποιο βιβλίο σχετικό με το νησί του, όπως νόμιζε, εντόπιζε στα βιβλιοπωλεία της πρωτεύουσας. Έτσι έφτασε κάποτε και στα δικά μου χέρια, από τη βιβλιοθήκη του, τυλιγμένη σε λεπτό διάφανο περιτύλιγμα, και η πρώτη έκδοση της «Αμοργού» του Νίκου Γκάτσου: εκδόσεις Αετός Α.Ε., Αθήνα, 1943.
Πια όμως εγώ δεν τη διάβαζα την «Αμοργό». Όπως δεν ξαναδιαβάζουμε οι περισσότεροι τα περισσότερα από τα κλασικά βιβλία που κάποτε διαβάσαμε μια φορά, ή δεκάδες φορές: τους «Ελεύθερους πολιορκημένους», την «Αιολική γη», τη «Μητέρα Θεού», το «Όταν ήμουν δάσκαλος», τις «Ωδές», τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», τα «Άνθη του κακού».
Πριν από λίγα χρόνια μού ζητήθηκε να γράψω για ένα κλασικό βιβλίο της λογοτεχνίας μας που το θεωρώ υπερτιμημένο ή, ίσως, ξεπερασμένο πια. Δυσκολεύτηκα πολύ να σκεφτώ κάποιο — τελικά δεν έγραψα για κανένα. Η «Αμοργός» του Γκάτσου ήταν πάντως ένα από αυτά που μου πέρασαν από το μυαλό (τα περισσότερα από τα ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη επίσης). Σκεφτόμουν πως πιθανότατα ήταν ένα βιβλίο σημαντικό για την εποχή που κυκλοφόρησε, πρωτοποριακό στον καιρό του, πηγή έμπνευσης για έναν νέο αναγνώστη και ποιητή, ιστορικής σημασίας για τα γράμματά μας, γεμάτο με απολαυστικά τολμηρές εικόνες και λεκτικούς συνδυασμούς, που όμως πια δεν μας ξαφνιάζουν και δεν μας συγκινούν τόσο. Ώσπου την έπιασα στα χέρια μου και την ξαναδιάβασα, μετά είκοσι έτη ίσως. Αισθάνθηκα σαν να ξαναγύρισα στο σπίτι μου. Άφηνα τους στίχους να κυλάνε ανάμεσα από τα χείλη μου, όπως με κάθε ποίημα που διαβάζω, και αισθανόμουν να ξαναμαθαίνω τη γλώσσα από την αρχή και τον ρυθμό του ποιήματος να χτυπάει μέσα στο αίμα μου για πολλή ώρα μετά. Τη διαβάζω ξανά και ξανά από τότε.
Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!