Παλιά αντίτυπα: Νίκος Καζαντζάκης

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Παλιά αντίτυπα: Νίκος Καζαντζάκης

Είναι συχνά παράξενα τα κατορθώματά μας, εκείνα που μας κάνουν να αισθανόμαστε υπερηφάνεια — το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες ας μαρτυρήσει. Ορισμένες φορές δεν πρόκειται καν για κατορθώματα, αλλά αυτό δεν εμποδίζει το στήθος μας να φουσκώνει σαν να έχουμε πατήσει την ψηλότερη κορφή των Άλπεων —ή του κόσμου—, κι ας έχουμε, στην πραγματικότητα, απλώς κατορθώσει να φυτέψουμε ένα δέντρο στην αυλή μας ή να συνδυάσουμε με επιτυχία το κοτόπουλο με το πορτοκάλι στο ίδιο πιάτο μέσα. Άλλοτε πάλι πρόκειται για πράξεις που με δυσκολία τολμάμε να ομολογήσουμε πως τις έχουμε πραγματοποιήσει, ότι έχουμε πιει, ας πούμε, σε ένα βράδυ περισσότερα ουίσκι από τον Ντίλαν Τόμας, φοβούμενοι την απορία, τη συγκατάβαση, τη χλεύη ή και την αποδοκιμασία που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε.

Υπάρχουν στη ζωή κάθε αναγνώστη κάμποσα τέτοια αναγνωστικά ημαρτημένα (αν επιτρέπεται αυτό το ξεχείλωμα της έννοιας), τα οποία, όσο και αν μέσα του τον γεμίζουν περηφάνια, αποφεύγει ωστόσο να παραδέχεται —  ότι έχει διαβάσει, φέρ’ ειπείν, και τους οκτώ τόμους του «Μεγάλου Ανατολικού» του Ανδρέα Εμπειρίκου ή ολόκληρη την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη· ότι έχει διαβάσει την «Αλεξάνδρα» του Λυκόφρονος, τα πεζά κείμενα του Άγγελου Σικελιανού ή όλα τα «Κάντος» του Πάουντ. Ή ότι έχει στη βιβλιοθήκη του δέκα διαφορετικές εκδόσεις του ίδιου αγαπημένου του μυθιστορήματος ή «Το βιβλίο του μαξιλαριού» της Σέι Σόναγκον στην πρωτότυπη ιαπωνική έκδοση. Όμως για τώρα θα μιλήσω μόνο για το καζαντζακικό έπος, αφήνοντας τα άλλα για κατάλληλο καιρό.

Ο Καζαντζάκης ξεκίνησε να συνθέτει τη δική του «Οδύσσεια» στα τέλη του 1924 στην Κρήτη και την ολοκλήρωσε, μετά από αλλεπάλληλες γραφές, προσθήκες και αφαιρέσεις, την άνοιξη του 1938 στην Αίγινα, νομίζω. Το ποίημα έφτασε σε κάποιο στάδιο της σύνθεσής του να αποτελείται από σαράντα πέντε χιλιάδες στίχους, για να περιοριστεί τελικά, στην τελική γραφή που εκδόθηκε, στους μόλις τριάντα τρεις χιλιάδες τριακόσιους τριάντα τρεις (33.333). Σε εννιακόσιες σελίδες, για να το πω διαφορετικά, καζαντζακικής ποίησης, γλώσσας και κοσμοθεωρίας, που τις διάβασα όλες πριν ακόμα κλείσω τα δεκαπέντε μου χρόνια. Και αμέσως μετά τις διάβασα ακόμη μια φορά.

Καλή ’ναι τούτη η γης, αρέσει μας, σαν το σγουρό σταφύλι

στον μπλάβο αγέρα, Θε μου, κρέμεται, στο δρόλαπα κουνιέται

και την τσιμπολογούν τα πνέματα και τα πουλιά του ανέμου·

ας την τσιμπολογήσουμε κι εμείς, να δροσερέψει ο νους μας!

Η αφήγηση ξεκινάει από κει που τελειώνει η «Οδύσσεια» του Ομήρου: ο Οδυσσέας έχει σκοτώσει τους μνηστήρες και αισθάνεται αμέσως να πλαντάζει μες στο παλάτι της Ιθάκης. Η Πηνελόπη τού φαίνεται πολύ λίγη (κι εκείνης πολύ άγριος και ξένος ο Οδυσσέας) και η ειρηνική ζωή πολύ ήσυχη. Έτσι, φεύγει ξανά. Περνά με το πλοίο του από τη Σπάρτη, απ’ όπου αρπάζει την Ωραία Ελένη, συντάσσεται με τους βάρβαρους που πολιορκούν την Κνωσό, και την καίνε, και ύστερα με τους επαναστάτες που πολεμούν εναντίον των βασιλιάδων στην Αίγυπτο. Και συνεχίζει το ταξίδι του προς τις πηγές του Νείλου. Εκεί, χτίζει τη δική του Πολιτεία, και γίνεται πάλι βασιλιάς και νομοθέτης, ώσπου ένα χάσμα σεισμού την καταπίνει ολόκληρη. Έτσι, ο Οδυσσέας παίρνει τον δρόμο για τον παγωμένο Νότο. Στην πορεία του συναντά παραλλαγμένες όλες τις μεγάλες μορφές που κάποτε συγκίνησαν τον Καζαντζάκη: τον Άμλετ, τον Δον Κιχώτη, τον Φάουστ, τον Όμηρο, τον Βούδα, τον Χριστό, τον Λένιν. Ζει ένα χειμώνα με τους κυνηγούς της φώκιας και, στο τέλος, ανεβασμένος σε ένα αφιλόξενο παγόβουνο, αποχαιρετά τις αισθήσεις του και καλωσορίζει τον Χάρο και τις σκιές όσων αγάπησε στη ζωή του:

Τα πάντα πια σαν πάχνη σκόρπισαν, και μια κραυγή μονάχα

στα γαληνά απονύχτερα νερά λίγη ώρα εκράτα ακόμα:

«Όρτσα, παιδιά, και πρίμο φύσηξε του Χάρου το αγεράκι!»

Μόνος στο σπίτι εγώ, στα δεκαπέντε μου χρόνια, σκοτεινό απόγευμα του χειμώνα, αφού απελπίστηκα να περιμένω να ξανάρθει το φως, κομμένο ήδη από το μεσημέρι, βγήκα στους δρόμους του Αμαρουσίου να περπατήσω και να ανασάνω από την κλεισούρα και τη σκοτεινιά που μου πλάκωναν την ψυχή. Αλλά είχα πάρει μαζί μου κι όλα τα χρήματα που είχα μαζέψει, γιατί εκείνο τον καιρό κάθε μου έξοδος από το σπίτι μπορεί να ήταν, πίστευα, οριστική και ήθελα να είμαι προετοιμασμένος διά παν ενδεχόμενον. Ήδη από τότε, καθώς φαίνεται, τα βήματά μου με οδηγούσαν, αργά ή γρήγορα, σε κάποιο βιβλιοπωλείο. Έτσι γύρισα τελικά, δυο ώρες αργότερα, στο σπίτι βαστώντας την ογκώδη «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη στα παγωμένα χέρια μου και έχοντας χίλιες τετρακόσιες πενήντα δραχμές λιγότερες στην τσέπη μου. Ήταν 29 Νοεμβρίου του 1985. Το ηλεκτρικό δεν είχε έρθει ακόμα. Ούτε κανείς άλλος στο σπίτι.

Άναψα δυο κεριά επάνω στο γραφείο μου, ένα δεξιά κι ένα αριστερά από το βιβλίο μου, και ρίχτηκα στο διάβασμα με ενθουσιασμό και ανεξάντλητη επιμονή. Έχω την εντύπωση ότι δεν σήκωσα τα μάτια μου από την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη προτού περάσουν πολλοί μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων διάβασα τουλάχιστον δύο φορές, από την αρχή ώς το τέλος, αυτόν τον ογκόλιθο της λογοτεχνίας μας, συνέταξα ένα ευρύτατο γλωσσάριο δεκάδων σελίδων με λέξεις που δεν ήξερα και που τα λεξικά δεν τις ανέφεραν, οπότε φρόντισα μόνος μου να βρω ή να μαντέψω τη σημασία τους, και, με αφορμή αυτήν, στρώθηκα και διάβασα, ξανά ή για πρώτη φορά, τον Όμηρο και τον Νίτσε, τον Βούδα και τον Μαρξ, τον Φάουστ και την Αγία Γραφή. Μπορεί και τίποτα να μην καταλάβαινα ακόμα τότε απ’ όλα αυτά. Μα χρόνια μετά βρίσκω, κάθε τόσο, τα σημάδια τους μέσα μου.

Ήρθε καιρός αργότερα, που με την ίδια ένταση και προσήλωση διάβαζα τον Ελύτη και όλους τους υπερρεαλιστές και πιο μετά τον Μπάροουζ και τον Μπουκόφσκι, και σχεδόν θεώρησα όλα εκείνα τα χρόνια, της «Οδύσσειας» και του Καζαντζάκη, μάταια σπαταλημένα. Όχι πια. Ο Δημήτρης Καλοκύρης ονομάζει κάπου αυτή την «Οδύσσεια» αρχιπέλαγος λυρικών ευρημάτων και, επειδή συνήθως εμπιστεύομαι την κρίση του και είμαι και ευαίσθητος τόσο στα αρχιπέλαγα όσο και στα λυρικά ευρήματα, μου μπαίνει συχνά ή ιδέα στο μυαλό να την πιάσω από την αρχή και να την ξαναδιαβάσω ολόκληρη, όπως έκανα τριάντα χρόνια πριν. Επειδή όμως δεν έχω διαβάσει ακόμα ολόκληρο τον Προυστ, αντιστέκομαι στην παρόρμηση και κατασιγάζω την επιθυμία μου με πυκνά ξεφυλλίσματά της,

μα λέω ντροπή ’ναι πια στον άνθρωπο να ζει και να πεθαίνει

χωρίς μεγάλες έγνοιες στο μυαλό, χωρίς καημό στο σπλάχνο.