Το παλιό κακό
Οι φωτιές στάθηκαν ευκαιρία για να δούμε ξανά κάτι που όλοι ξέρουμε ότι σιγοκαίει στην κοινωνία και που κάποια στιγμή θα εκραγεί: το μίσος, η βία. Ακόμη και καλοί, σοβαροί, νουνεχείς άνθρωποι, που παρακολουθώ τα γραπτά τους και συμφωνώ με όσα λένε, άρχισαν (πάλι) να μιλάνε για ξυλοδαρμούς, για τουφέκια, για αντιαεροπορικά πυρά σε ελικόπτερα (όταν πια φάνηκε ο πρωθυπουργός μας για να επιθεωρήσει τα καμένα και να στενοχωρηθεί από ψηλά…), για ντου σαν τη μόνη λύση. Ακόμη, ξαναλέω, και άνθρωποι που δεν πειράζουν μύγα ή που νιώθουν έντονο αποτροπιασμό όποτε ακούν για κάποιο σκυλάκι που το παράτησαν λίγες ώρες σε ένα μπαλκόνι και έκλαιγε.
Θα προβούν σε πράξεις βίας αυτοί οι άνθρωποι; Θα προπηλακίσουν ή θα δείρουν; Θα κάψουν και θα αποκαθηλώσουν; Όχι βέβαια, τίποτε από όλα αυτά. Ούτε καν θα αφήσουν το πάθος τους να πληκτρολογήσει ξανά αντί γι’ αυτούς — μέχρι την επόμενη δυσάρεστη ευκαιρία, που φυσικά θα έρθει: πάντα έρχεται. Θα επιστρέψουν στην απλή πολιτική καθημερινότητά τους και θα γράφουν χωρίς πολεμική υστερία. Απλώς φτάνει κάποια στιγμή που νιώθει κανείς ότι είναι τόσο φανερά κορόιδο, ότι τον λογίζουν για τόσο ηλίθιο, που σπάει. Και λέει και μια κουβέντα παραπάνω. Φτάνει κάποια στιγμή που λες ότι δεν γίνεται να το ζω όλο αυτό, δεν γίνεται να με κυβερνάνε τόσο χαμηλής ποιότητας πολιτικοί, τόσο φτηνοί και σκάρτοι, τόσο ανερυθρίαστοι ψεύτες. Και είναι κάποιες κόκκινες γραμμές που όταν ξεπερνιούνται θολώνεις. Λες ασυνάρτητα πράγματα, πράγματα που δεν τα πιστεύεις: χτυπάς τον χειροπιαστό, εγκληματικό και καταστροφικό παραλογισμό με τη γλώσσα και με το θυμικό.
Όμως είναι και κάτι ακόμη. Αυτή η διάχυτη μισοκουμπωμένη βία καλύπτει όλη την κοινωνία και κατά πάσα βεβαιότητα θα εκτονωθεί αλλού — και είναι καιρός να το ξέρουμε όλοι και να είμαστε προετοιμασμένοι όταν θα το δούμε σε ένα χρόνο: η Χρυσή Αυγή θα ανεβάσει πολύ τα ποσοστά της. Όποτε η λεκτική βία βρίσκει λόγους να εκτονωθεί και να διασπαρεί σαν ομίχλη στον δημόσιο χώρο, οι φασίστες τρίβουν τα χέρια τους γιατί ξέρουν πως αυτό είναι σημάδι ότι ήδη έχει αυξηθεί η πελατεία τους.
Οι ψηφοφόροι δεν είναι ηλίθιοι. Γενικά, ψηφίζουν ορθολογικά, ακόμη και όταν ψηφίζουν όσους υπόσχονται αδιανόητα πράγματα. «Κι αν τύχει και κάνουν ένα από αυτά; Ή μισό;» λένε. «Κι αν τύχει και μειωθεί κατά οποιοδήποτε ποσοστό ο ΕΝΦΙΑ; Γιατί να μην εγκαταλείψουμε το ευρώ λοιπόν; Γιατί να μην πάμε με το Εκουαδόρ, τη Γουατεμάλα και την Αϊτή;» Ορθολογική συμπεριφορά είναι αυτή. Όχι σοφή —για την ακρίβεια, είναι ιδιαζόντως ηλίθια και αυτοκτονική—, αλλά ορθολογική. Κανείς ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, δεν βλέπει τον λόγο να δει τα πράγματα εις βάθος. Είναι σαν αυτές τις έρευνες που γίνονται και καταλήγουν στο ότι «μέχρι το 2050 θα έχουν πεθάνουν όλες οι τάδε φάλαινες». Ε, ας πεθάνουν, λένε οι πολίτες, το 2050 είναι σε 30 χρόνια, θα ’χουμε πεθάνει κι εμείς μέχρι τότε, τι να κάνουμε τώρα; Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε, σου λένε. «Μέχρι τα μέσα του αιώνα θα έχει ανέβει κατά ένα βαθμό Κελσίου η μέση παγκόσμια θερμοκρασία». Σοβαρά; Τι κρίμα. Κανείς ποτέ δεν θα νοιαστεί πρώτος για κάτι που αφορά την πολιτική και τα κράτη.
Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν ορθολογικά. Θέλουν να κερδίσουν κάτι από τη νίκη του κόμματός τους. Είτε να φύγει η Βούλτεψη, είτε να ξανάρθει το δώρο του Πάσχα, είτε να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Ποιοι ένοχοι; Κάποιοι — υπάρχουν, υποθέτουν, πολλοί. Τέτοια πράγματα τους νοιάζουν. Δεν σκέφτονται μακροσκοπικά: ψηφίζω για να έρθει ο κομουνισμός και να μην υπάρχουν εταιρίες/τράπεζες/καπιταλιστές/φεουδάρχες και για να κλείσει η Κόκα Κόλα και η Φάντα και να ’μαστε όλοι γυμνοί κι αγκαλιασμένοι στην Ικαριά ακούγοντας Λοΐζο. Αυτό θα ήταν γελοίο, παιδικό. (Εξ ου και πρέπει να έχεις ενηλικιωθεί για να ψηφίσεις). Οι ψηφοφόροι θέλουν κάτι ουσιαστικό, κάτι που να το νιώθουν — που να νιώθεται. Και τώρα πια θέλουν ό,τι και στις εκλογές τού 2012, όταν από 0,3% (19.000 ψήφοι: κάπου τόσοι ναζί ξέρουν να διπλώνουν το ψηφοδέλτιο ή, αν τους το δώσεις διπλωμένο και φακελωμένο, να το πετάξουν στην κάλπη) έδωσαν 7% (440.000 ψήφοι) στους χιτλερίσκους.
Τα ίδια θα δούμε και στις επόμενες εκλογές. Τα αστεία αντιμνημονιακά κόμματα της εθνικιστικής Αριστεράς (Λαφαζάνης, Κωνσταντοπούλου και κάτι τέτοιοι) δεν θα μπορέσουν να αποσπάσουν ψηφοφόρους από τον κύριο εκφραστή της πολιτικής τους, δηλαδή τους κουμπουροφόρους πορτιέρηδες στα μπουζούκια, τους Χρυσαυγίτες. Οι τιμητές των Μνημονίων θα πάνε μονοκούκι σε δαύτους. Γιατί πια όλοι έμαθαν πως δεν υπάρχουν άλλα χρήματα από τους «δανειστές» (από αυτούς που κρατάνε στη ζωή τη χώρα δηλαδή: από τους λαούς των ανεπτυγμένων δυτικών κρατών) για να μειωθεί ο ΕΝΦΙΑ. Γιατί κατάλαβαν πως δεν θα ξανάχουμε δώρο του Πάσχα ποτέ. (Ίσως το 2050, όταν θα έχουν πεθάνει όλες οι τάδε φάλαινες και θα ’χουμε συν ένα βαθμό ζέστη παραπάνω). Άρα; Άρα η μόνη ορθολογική σκέψη που μπορούν να κάνουν είναι η τιμωρία. Το ξύλο. «Ας φάνε ξύλο αυτοί που έλεγαν πως ήμασταν αθώοι. Δεν ήμασταν».
Όλα αυτά που είδαμε στις Πλατείες των Αγανακτισμένων δεν θα μείνουν μόνο σαν εικόνες του φρικτού πρόσφατου ελληνικού παρελθόντος να τυραννούν τη μνήμη μας. Θα ξανάρθουν. Η κυβέρνηση αυτή άλλο δεν κάνει παρά να ποτίζει με γενναίες γουλιές τη γλάστρα του μισαλλόδοξου εθνικισμού και της βίας. Οι φασίστες θα γιγαντωθούν. Και η έρμη αυτή γη μας θα τρέμει.
[ Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου, 20.8.17 ].