Πανδοχεία στη βαλκανική Διαγώνιο
Βλέποντας στον χάρτη την Κρίβα Παλάνκα, οι πρωταγωνιστές της ταινίας Βαλκανιζατέρ αναρωτιόνταν αν βρίσκεται στη Βουλγαρία ή στη «Γιουγκοσλαβία». Η δική μου απορία, όταν με πρωτοπήγαν στο οδικό εργοτάξιο της περιοχής, ήταν πιο εξεζητημένη (αν και ρητορική, τελικά). Υπήρχε, άραγε, κάποιο συνειδησιακό ασυμβίβαστο που θα με εμπόδιζε στη νέα μου αποστολή —την παρακολούθηση προόδου στον άξονα που κάποτε ονομάζαμε Παραεγνατία— λόγω της παλαιότερης απασχόλησής μου στο τμήμα μελετών της ελληνικής Εγνατίας;
Σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, το υποτιθέμενο δίλημμα για τη σκοπιμότητα των δύο παράλληλων οδών είχε λυθεί από παλιά, με τη συμπερίληψη του «διαδρόμου 8» στο σχέδιο της ΕΕ, που υιοθετήθηκε το 1994 στην Κρήτη, όταν ξεκίνησε να κατασκευάζεται με κοινοτικό χρήμα η Εγνατία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, η κάθε χώρα έδινε προτεραιότητα στις δικές της ανάγκες – και τις ικανοποιούσε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ανάλογα με τις δυνάμεις της.
Στις επόμενες δύο δεκαετίες ο ελληνικός αυτοκινητόδρομος ολοκληρώθηκε και παρέχει έως σήμερα τη μόνη δυνατότητα απρόσκοπτης μετακίνησης εντός της Ζώνης Σένγκεν μέχρι τα σύνορα της Τουρκίας. Στον συμβολικό αντίποδα αυτού του τεχνικού επιτεύγματος βρίσκονται οι εγκαταλελειμμένες σιδηροδρομικές γέφυρες στην κοιλάδα του ποταμού Κρίβα, απομεινάρια της ανολοκλήρωτης προσπάθειας να συνδεθούν τα Σκόπια με τη Μαύρη Θάλασσα τον καιρό του ελληνικού εμπάργκο.
Στον καιρό της πανδημίας συνειδητοποιούμε με σκληρό τρόπο την ύπαρξη των εθνικών συνόρων, που κάποτε πιστεύαμε ότι ατονούν. Την ίδια όμως στιγμή, οι υπερεθνικοί διάδρομοι μας θυμίζουν, αφενός, την αλληλεξάρτηση των οικονομιών και, αφετέρου, το κοινό (και όχι τόσο μακρινό) παρελθόν των αυτοκρατοριών. Οι σημερινοί οδικοί και σιδηροδρομικοί άξονες των Βαλκανίων δεν είναι τίποτε άλλο από τη φυσική συνέχεια των παλιών βραχιόνων, μέσω των οποίων επικοινωνούσε η Κωνσταντινούπολη με τις ευρωπαϊκές επαρχίες.
Οι Οθωμανοί ανέπτυξαν ένα συγκροτημένο δίκτυο ταχυδρομικής επικοινωνίας, με μενζιλχανέδες σε τακτά διαστήματα – χάνια, στα οποία τρέφονταν τα μπεγίρια (άλογα) και αναπαύονταν οι αναβάτες. Ο κεντρικός βραχίονας αυτού του συστήματος ήταν η διαγώνια διαδρομή που συνδέει την Πόλη με τη Σόφια και το Βελιγράδι – στην ίδια, φυσική πορεία που ακολούθησε αργότερα και το σιδηροδρομικό Οριάν Εξπρές.
Για να μην υπάρχει, βέβαια, η ψευδαίσθηση ειδυλλιακών ταξιδιών αναψυχής, είναι χρήσιμο να σκεφτόμαστε τις σοβαρές δυσκολίες των ταξιδιών της εποχής, καθώς και το γεγονός ότι οι ίδιες διαδρομές μετατρέπονταν αρκετά συχνά σε άξονες προώθησης ή οπισθοχώρησης στρατών. Η διαγώνια οδός, μάλιστα, ήταν γνωστή από τα ρωμαϊκά χρόνια με το όνομα Via Militaris, ακριβώς για αυτόν τον λόγο.
Η αναδρομή στην ιστορία, πέραν της προφανούς της αξίας, είναι χρήσιμη και για τον πρόσθετο λόγο της ανατροπής κάποιων εσφαλμένων «βεβαιοτήτων». Για παράδειγμα, αρκετοί ίσως εκπλαγούν μαθαίνοντας ότι η Via Egnatia δεν ακολουθούσε πλήρως την πορεία του σημερινού ελληνικού αυτοκινητοδρόμου, αλλά, στο δυτικό της τμήμα, ταυτιζόταν με το αντίστοιχο κομμάτι της «Παραεγνατίας» — συνδέοντας τις λίμνες της Βόρειας Μακεδονίας με το αλβανικό, σήμερα, Δυρράχιο.
Ίσως ακόμη πιο καίρια είναι μια άλλη διαπίστωση από τα παλιά: ότι ο απανδόχευτος δρόμος (όμοια με τον ανεόρταστο βίο του γνωμικού) είναι μειονεκτικός. Η χωροθέτηση των σταθμών εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών (ΣΕΑ) της Εγνατίας έγινε μόλις το 2006. Αντίθετα, η βαλκανική Διαγώνιος είναι γεμάτη με τα σύγχρονα χάνια – πολλά από τα οποία έχουν τουρκικά ονόματα και παρέχουν σε επαγγελματίες και ιδιώτες μεγάλο φάσμα υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και χώρων θρησκευτικής λατρείας. Ενθαρρυντική βρήκα πάντως, στο πρόσφατο (λίγο πριν το lockdown) οδικό μου ταξίδι σε αυτή τη διαδρομή, την ύπαρξη ζεύγους ΣΕΑ ελληνικών συμφερόντων, που σέρβιραν μέχρι και φρέντο καπουτσίνο, σχεδόν όπως τον βρίσκεις στην πατρίδα. Μου υπενθύμισε ότι οι άξονες έχουν σημαντικά παρακλάδια, πολλά από τα οποία οδηγούν σε λιμάνια κι ακρογιαλιές μας· και ότι το πλεονέκτημα των ολοκληρωμένων δρόμων, που συνεχίζουν να συνδέουν τους τόπους και τους ανθρώπους —ακόμη κι όταν περιορίζονται τα αεροπλάνα και τα βαπόρια— δεν είναι καθόλου αμελητέο.