Πανευρωπαϊκό πικνίκ

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Πανευρωπαϊκό πικνίκ

«Την αποκαλούμε θάλασσα της Ουγγαρίας», μου είχε πει η Χάιναλ για τη λίμνη Μπάλατον την πρώτη και τελευταία φορά που της μίλησα – σε πάρτι μιας αγγλόφωνης ανώτατης σχολής στην Αθήνα όπου σπούδαζε, συμφοιτήτρια με έναν τότε φίλο μου. Μου ήρθε να γελάσω. Δεν είχα ιδέα για το πόσο σημαντικά μπορεί να φαίνονται τα (σκάρτα 600) τετραγωνικά χιλιόμετρα γλυκού νερού όταν ζεις στην κεντρική Ευρώπη. Πολλά ήταν αυτά για τα οποία ήμουν αδαής πριν τριάντα και κάτι χρόνια.

Για την ίδια της τη χώρα, ας πούμε. Πέρα από τις αποδεδειγμένες γεωγραφικές μου γνώσεις –χάρη στις οποίες μπορούσα να εντοπίσω στον χάρτη τον Δούναβη όπως και τις πόλεις Σέγκεντ και Πετς–, δεν είχα πολλές παραστάσεις από τη γη των Μαγυάρων. Με εξαίρεση, φυσικά, το ποδόσφαιρο – γνώριζα για τον Πούσκας και τους φυγάδες της χρυσής ομάδας του ’54, ενώ στις παιδικές μου αναμνήσεις ανήκαν η τριάρα που φάγαμε στο Νεπ Στάντιον το ’77 και η τεσσάρα που τους ανταποδώσαμε την επόμενη χρονιά. Κατά τα άλλα, η χώρα ανήκε στο Ανατολικό Μπλοκ κι αυτό αποτελούσε βασικό λόγο για να μην ξέρεις σχεδόν τίποτε για αυτήν.

Εκτός –και συγγνώμη για τη εκ νέου ποδοσφαιρική αναφορά– αν ήσουν ο Γιώργος Καραΐσκος, ο «Ούγγρος» των κυανόλευκων συλλόγων (Εθνικού και μετά Ηρακλή): ένα από τα πάμπολλα παιδιά πολιτικών προσφύγων που μεγάλωσαν στην Ανατολική Ευρώπη και εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας από τη Μεταπολίτευση και μετά. Σε αντίθεση με τους εμπόρους της Βουδαπέστης του 18ου αιώνα, οι μεταπολεμικοί Έλληνες μετανάστες έζησαν τη χώρα στην παρακμή της – στη συνέχεια οι περισσότεροι έψαχναν ευκαιρίες να φύγουν από αυτήν. Ο σημερινός αριθμός τους υπολογίζεται σε τέσσερις μόλις χιλιάδες –ούτε καν μισό τοις χιλίοις του πληθυσμού–, ωστόσο λόγω της μακραίωνης παρουσίας Ελλήνων έχουν αναγνωριστεί επίσημα ως εθνοτική μειονότητα. Το γνωστό χωριό Beloiannisz, ανάμεσα στη Βουδαπέστη και τη λίμνη Μπάλατον, έχει διψήφιο ποσοστό Ελλήνων – κάτι που δεν συναντάς εύκολα π.χ. στην Τουρκία, όπου επίσης υπάρχει επίσημα αναγνωρισμένη κοινότητα ομοεθνών μας.

Λιγότερο ρόδινη είναι η κατάσταση στην Ουγγαρία όσον αφορά άλλα, λιγότερο συμβολικά και πιο ακανθώδη εθνοτικά ζητήματα. Εδώ και εκατό χρόνια τουλάχιστον συμβαίνει αυτό – και άρχισε στο Τριανόν. Ευτυχώς που δεν το συζητήσαμε αυτό με τη Χάιναλ το ’87: αδαής ων (όπως ανέφερα), θα νόμιζα ότι εννοεί το σινεμά της Κοδριγκτώνος – και όχι το ανάκτορο του συγκροτήματος των Βερσαλλιών, στο οποίο υπογράφηκε το 1920 η συνθήκη που συρρίκνωσε την Ουγγαρία. Η χώρα –παρά τον κόκκινο χάρτη που επεξεργάστηκε ο πρωθυπουργός και σπουδαίος γεωγράφος Τέλεκι, με στόχο να μετριάσει τις εδαφικές απώλειες– αναγκάστηκε να παραχωρήσει μεγάλο μέρος της έκτασής της στους νέους γείτονες. Η παλιά της πρωτεύουσα (Πόζονι) απέκτησε το νέο όνομα Μπρατισλάβα και δόθηκε στους (Τσεχο)Σλοβάκους, ενώ Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία επίσης πήραν εδάφη με ισχυρές ουγγρικές μειονότητες και (η τελευταία) στερώντας την έξοδο των Ούγγρων στην Αδριατική.

Περίπου σαν να αψηφούν αυτήν τη νέα πραγματικότητα της περίκλειστης χώρας, οι Ούγγροι από το 1920 μέχρι τη γερμανική εισβολή του 1944 είχαν ως αρχηγό κράτους, αντιβασιλέα, έναν ναύαρχο: τον Μίκλος Χόρτι. Στην περίοδο αυτή η χώρα δεν εξαιρέθηκε από τον ευρωπαϊκό κανόνα της εσωτερικής πολιτικής αστάθειας, κρατώντας μια καταρχήν φιλογερμανική στάση. Μεταξύ των πρωθυπουργών της ήταν και ο φερόμενος ως εμπνευστής του φοβερού όρου «άξονας»: ο Γκέμπες (χωρίς «λ») επιθυμούσε να γεφυρώσει Γερμανία και Ιταλία σε σχεδόν ανύποπτο χρόνο, πριν καν επικρατήσει στην πρώτη ο ναζισμός. Το εγχείρημα πραγματοποιήθηκε μετά τον θάνατο του Γκέμπες, αλλά η Ουγγαρία ήταν λιγότερο πρόθυμη να συμμετάσχει στο στρατιωτικό σκέλος του. Επικεφαλής της στην κρίσιμη στιγμή, όπως και στο Τριανόν, ήταν ο Τέλεκι – ο οποίος αυτοκτόνησε (τον ίδιο μήνα με τον δικό μας Κορυζή) όταν είδε ότι αποτύγχανε η προσπάθειά του να κρατήσει την Ουγγαρία έξω από τον πόλεμο.

Αν και «πεφωτισμένος», ο Τέλεκι δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον αντισημιτισμό που χαρακτήρισε τις περισσότερες ευρωπαϊκές ηγεσίες (όπως και κοινωνίες) εκείνη την εποχή. Ειδικά στην ανάδελφη Ουγγαρία πάντως, στο δύσκολο πλαίσιο των πληθυσμιακών και εδαφικών αλλαγών που περιγράφηκαν πιο πάνω, δείχνει να έχει αναπτυχθεί –με διάφορες εξάρσεις σε ολόκληρο τον αιώνα που ακολούθησε το Τριανόν– μια γενικότερη απροθυμία αποδοχής «ξένων». Τα περιστατικά διακρίσεων ή και βίας κατά των Ρομά –η μεγαλύτερη μειονότητα, επισήμως στο 4%– έχουν λάβει αρκετή δημοσιότητα κατά καιρούς. Ακόμη και η σημαντικότερη συμβολή της Ουγγαρίας στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία, η διευκόλυνση Ανατολικογερμανών το ’89 στη φυγή προς τη Δύση, ξεκίνησε με μια τέτοια αφορμή – στο υπόβαθρο, βεβαίως, του ευρύτερου μεταρρυθμιστικού κλίματος που είχε εμπνεύσει η σοβιετική Περεστρόικα. Το «πανευρωπαϊκό πικνίκ» που οργανώθηκε από τον ευρωβουλευτή Otto von Habsburg —ξετυλίγοντας ένα κουβάρι γεγονότων, που κορυφώθηκε με την πτώση του τείχους του Βερολίνου— διοργανώθηκε με φόντο την ανησυχία της ουγγρικής κυβέρνησης για την παρατεταμένη παρουσία τουριστών στο έδαφος της χώρας. Η τότε απροθυμία (και οικονομική αδυναμία) επισκευής του συνοριακού φράχτη αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την άλλη όψη τής μετέπειτα κατασκευής περίφραξης σε άλλο σημείο της μεθορίου, αυτή τη φορά για να κρατηθούν έξω από την (ευρωπαϊκή και εντός Schengen) Ουγγαρία οι πρόσφυγες και μετανάστες.

Με το κοινοτικό μου διαβατήριο διασχίζω με ευκολία την Ουγγαρία σήμερα. Η Μπάλατον, το Beloiannisz, ακόμη και η Βουδαπέστη έχουν αποδειχθεί προσιτοί προορισμοί για μονοήμερες εκδρομές από εδώ που βρίσκομαι. Ακόμη και με το σχεδόν επίπεδο έδαφός της, η χώρα έχει ποικιλία τοπίου και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όποιον έχει χρόνο να εστιάσει. Επειδή ακριβώς είναι όλα τόσο κοντά μου, έχω έναν φόβο μήπως την πατήσω όπως και σε προηγούμενα μέρη που έχω ζήσει: να μην προλάβω να επισκεφτώ έναν επιθυμητό προορισμό πριν την επόμενη μετακόμιση. Στην Ουγγαρία αυτός ο τόπος είναι το Πετς – το όνομα βγαίνει από το τουρκικό beş, δηλαδή «πέντε» όπως στη γερμανική ονομασία Φίνφκιρχεν ή Πέντε Εκκλησίες. Πέρα από τον κόκκινο χάρτη και τους λοιπούς που την αναφέρουν, η πόλη μού είναι γνώριμη, θεωρητικά, από δύο ακόμη πηγές.

Η πρώτη είναι η περιγραφή της ιστορίας και των μνημείων της στο βιβλίο Danubia του Simon Winder, το οποίο παρεμπιπτόντως συνιστώ ανεπιφύλακτα, ακόμη και σε όσους δεν συγκινούνται από την ιστορία των Αψβούργων – κυρίως για τις αναφορές στο παρελθόν πόλεων και τόπων που σε άλλη περίπτωση θα σνόμπαρα (όπως για παράδειγμα το εκπληκτικό Μπρνο της Μοραβίας). Η δεύτερη είναι οι αφηγήσεις ενός άλλου παλιού φίλου που σπούδασε στο Πετς, κάνοντας περίπου το αντίστροφο από τη Χάιναλ και στην ίδια εποχή: η νότια ουγγρική πόλη είχε ένα πρωτοποριακό αγγλόφωνο πρόγραμμα σπουδών ήδη από τη δεκαετία του ’80 – πριν το «πανευρωπαϊκό πικνίκ».

Με τον φίλο Κώστα ξαναβρεθήκαμε μετά από χρόνια –όχι ακόμη στην Ουγγαρία ή στην Ελλάδα, αλλά στο πολυσυζητημένο Facebook– και περιμένω να μου δώσει τα φώτα του για το Πετς, ελπίζω σύντομα.

Η Χάιναλ, πάλι, δεν έχω ιδέα που βρίσκεται. «Από τη σωστή μεριά του φράχτη» θα ήθελα να γράψω, μόνο που –έτσι όπως εξελίσσεται η Ευρώπη– δεν ξέρω ακριβώς ποια είναι αυτή.