Το παράθυρο στο Στέγκλιτς
ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Εκείνους τους αριστουργηματικά γκρίζους μήνες της νεότητας στο Βερολίνο, το πιο σημαντικό (στη φαντασία μας, βέβαια, έστω: για εμάς), πολύ σημαντικότερο και από τις σπουδές, και από τα βιβλία που θα φέρναμε πίσω, και από τις άσκοπες διαδρομές με το μετρό (που το εισπράτταμε σαν κοινόχρηστο θαύμα), και από τους καθιερωμένους μεσημεριανούς καφέδες στο Ινστιτούτο με τον καθηγητή Σπεκ, και από τις βραδινές μπίρες στο Χάρτενμπεργκ και στο Σβάρτσες Καφέ, και από τις νυχτερινές βόλτες στην Κουρφίρστενταμ και στο Κρόιτσμπεργκ, σαφώς και κατηγορηματικά σημαντικότερο απ’ όλα αυτά ήταν –υποτίθεται– να γράφουμε ποιήματα, πολλά ποιήματα, γιατί, αν δεν έχεις γράψει πολλά ποιήματα τόσους μήνες στο Βερολίνο, πότε και πού θα περιμένεις να το κάνεις, αυτή ήταν ή έγνοια και το αφελές μας μέτρο τότε, κι όσο κάναμε όλα τα παραπάνω, τα λιγότερο σημαντικά, και άλλα τόσα, πολλαπλασιαζόταν η αγωνία μας για τα ποιήματα που δεν γράφονταν, κι όσο κι αν μετασχηματίζαμε τα πάντα που μας κρατούσαν μακριά από τη γραφή σε προσχήματα (δήθεν γι’ αυτήν, για τη γραφή, μας προετοίμαζαν), το βλέπαμε ολοκάθαρα ότι στένευε ο χρόνος κι επινοούσαμε καινούργια περιθώρια, άρχισα έτσι να ξυπνώ νωρίτερα, ματαιοπονία εξ ορισμού, διότι είχε φτάσει άνοιξη, και στο Στέγκλιτς ο πρωινός άνεμος περνούσε από πυκνά φυλλώματα κι έφερνε αρώματα παραλυτικά, αλλά επιπλέον παράσερνε το γκρίζο φως το βλέμμα ως το απέναντι κτήριο, και μέσα από το παράθυρο, κάθε πρωί, μισοφαινόταν εκείνη η γυναίκα πίσω τις κουρτίνες, καθόταν σ’ ένα γραφείο το οποίο υπέθετες στενό, και διακρινόταν πάνω από τη γραμμή του περβαζιού η ράχη μιας γραφομηχανής — ήταν σαφές πως η γυναίκα εκείνη έγραφε, κάθε πρωί, ανεξαιρέτως κάθε πρωί, και ξόδευα εντέλει τον πιο πολύ χρόνο κοιτάζοντας το ασαφές περίγραμμά της πίσω από την κουρτίνα, σχεδόν καταρρακωμένος από τη συνέπειά της, σχεδόν σε έξαψη από τη δοκιμασία να καταλάβω αν υπήρχε πλάι στη γραφομηχανή κάποια ντάνα με σελίδες που ψήλωνε (οπότε, αυθαιρέτως οπωσδήποτε, θα υπέθετα ότι γράφει κάποιο μυθιστόρημα), και βέβαια θέλοντας να διαπιστώσω ως πότε επιτέλους θα συνέχιζε να κάθεται εκεί, πράγμα αδύνατον διότι ερχόταν πάντοτε, προτού εκείνη σηκωθεί, η ώρα για να φύγω, κι άρχιζαν ύστερα όλα εκείνα που μας εμπόδιζαν να γράφουμε τα ποιήματα, όλα εκείνα που προφασιζόμασταν ότι κάποτε θα γίνονταν ποιήματα, και τα βράδια, αργά τα βράδια, το φως απέναντι ήταν πάντοτε σβηστό, μα κράτησα για κάμποσες ημέρες τη συνήθεια του πρωινού ξυπνήματος, που μετασχηματίστηκε σε ένα ζηλόφθονο και θυμωμένο stalking, κι έγινε εντέλει και αυτό ένα ακόμη πρόσχημα για κείνα τα ποιήματα που δεν γράφτηκαν, εκείνα τα επιπλέον από τα τόσα (ήταν, ας το υπενθυμίσω, η νεότητα, ήταν ο καιρός που αριθμούνταν τα ποιήματα κατά δεκάδες) που είχαν γραφτεί και ήταν όλα τους βεβαίως τόσο άτεχνα… (Την Τρίτη 3/11, στον «Πλανήτη Γραφή», συζητάμε με τον ποιητή Κυριάκο Συλφιτζόγλου, και καθ’ οδόν επιβιβάζεται ο ποιητής Γιάννης Δούκας).