Παρτιζάνοι και προσέκο
«Δεν υπήρχε πια· ποτέ δεν υπήρξε». Για τον Σάιμ το είχε γράψει αυτό ο Όργουελ, τον φίλο του κεντρικού του ήρωα Ουίνστον Σμιθ στο «1984», που το ολοκληρωτικό καθεστώς όχι απλώς τον εξαφάνισε αλλά και απάλειψε οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτόν. Επτά χρόνια πριν τη συγγραφή του πασίγνωστου βιβλίου, οι Ναζί επιχείρησαν να κάνουν το ίδιο σε μια ολόκληρη εθνότητα. Όχι με φυσική εξόντωση, γιατί αυτή —ακόμη κι όταν θανατώνει εκατομμύρια, όπως στο εβραϊκό Ολοκαύτωμα— δεν θα έσβηνε υλικά και πνευματικά μνημεία έστω κι αν ολοκληρωνόταν.
Ο στόχος στον οποίο στράφηκαν οι Γερμανοί —το 1941, μερικούς μήνες πριν λάβουν τις αποφάσεις για την «Τελική Λύση»— ήταν μικρότερος αριθμητικά και ίσως γι’ αυτό να προηγήθηκε. Τα εθνικά εδάφη που είχαν κατακτήσει στο μεταξύ, τα είχαν ακρωτηριάσει. Ωστόσο, ένας μικρός πυρήνας σε καθένα από αυτά κρατούσε πάντα το όνομα για να θυμίζει την παλιά υπόσταση, και να δίνει το στίγμα αναφοράς σε όσους ξεγελούσαν τους εαυτούς τους ως προς τη «συνέχεια».
Η Τσεχία, φερ’ ειπείν, έχοντας στερηθεί τη Σλοβακία και τη Σουδητία, έμεινε Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας, με πρωτεύουσα την Πράγα. Από την Πολωνία, ό,τι δεν προσάρτησαν Σοβιετικοί και Γερμανοί έμεινε ως Γενική Διοίκηση Κατεχόμενων Πολωνικών Εδαφών και διατήρησε ως έδρα τη Βαρσοβία. Νοτιότερα, η Σερβία και η Ελλάδα κράτησαν ομοίως τις πρωτεύουσές τους, αλλά οι συνεργατικές (δοσιλογικές) τους κυβερνήσεις έδωσαν εδάφη σε Βουλγάρους και άλλους λαούς που συεργάστηκαν με τον Άξονα.
Η ίδια ιστορία σχεδόν παντού, με μία εντυπωσιακή εξαίρεση. Οι Σλοβένοι, έθνος σχηματισμένο επί τρεις περίπου αιώνες, απλά χάθηκαν από τον χάρτη. Τα δεκαέξι χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα της Μπανοβίνας του Δράβου μοιράστηκαν —με μια τετραπλή προσάρτηση, όχι «απλή» ή τριπλή κατοχή— σε όλους τους γείτονες. Το ένα και πλέον εκατομμύριο του τότε πληθυσμού βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία Γερμανών, Ιταλών, Ούγγρων (στα ανατολικά) και Κροατών (σε κάποια μεθοριακά χωριά του Νότου). Κι αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι δυνάμεις των αναθεωρητών επικαλούνταν υποτιθέμενες «αμαρτίες» ή εκκρεμείς λογαριασμούς από τον Πρώτο. Οι Σλοβένοι, παραδόξως, φαίνεται ότι τιμωρήθηκαν για την καλή τους πίστη — ακριβέστερα, για την προθυμία των ομοεθνών τους στην περιοχή του Κλάγκενφουρτ να παραμείνουν Αυστριακοί πολίτες ακόμη και μετά την ήττα και πτώση των Αψβούργων. Παρόλο που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού στα χωριά της «Βόρειας Καρινθίας», οι Σλοβένοι αποφάσισαν στο δημοψήφισμα του 1920 να μην ενταχθούν στο νέο (γιουγκο)σλαβικό βασίλειο.
Το αποτέλεσμα αυτό, δυστυχώς, εξέθρεψε την παραδοσιακή υπεροψία και υποτίμηση πολλών Γερμανών προς τους Σλάβους και ειδικότερα προς αυτό το σχετικά νεαρό έθνος — που μάλιστα απέφευγαν να το αναφέρουν με το όνομά του. Τα προσωνύμια που αναζωπυρώθηκαν είναι χαρακτηριστικά. Το προσβλητικό Τσούσεν αφορά όλους τους Σλάβους και λέγεται ότι προέρχεται από το τσούες που σημαίνει «ακούς» — τρόπον τινά η «εκδίκηση» για το σλαβικό νιέματς, «μουγγός» και ταυτόχρονα «Γερμανός». Το πιο εξεζητημένο Βέντεν, πάλι, ανασύρθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τους «συνεργάσιμους» και «σχεδόν εκγερμανισθέντες» Σλάβους υπηκόους.
Η Κάτω Στυρία του Μάριμπορ/Μάρμπουργκ και του Τσέλιε/Τσίλι, προσαρτημένη στη Γερμανία μετά το 1941, εμφανίζεται σε «επιστημονικό» χάρτη να κατοικείται από αυτούς τους «Βένδες», που παρουσιάζονται διαφορετικοί από τον πληθυσμό του δυτικού, ιταλικού τομέα. «Επιστημονική» ήταν και η διαδικασία αφομοίωσης που εφάρμοσαν οι Γερμανοί: χωρίς δημοψηφίσματα και άλλες τέτοιες αβρότητες, προχώρησαν σε εθνοκάθαρση με φόνους, εκτοπισμούς και κάθε είδους απαγορεύσεις. Η ιταλική συνθηκολόγηση του ’43 είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση αυτών των συνθηκών και στο υπόλοιπο σλοβενικό έδαφος.
Τα θύματα της πολεμικής περιόδου υπολογίζονται σε σχεδόν εκατό χιλιάδες — κάτι λιγότερο από δέκα τοις εκατό του πληθυσμού. Η τοπική ιστορία δεν υστερεί σε πολυπλοκότητα από την υπόλοιπη Γιουγκοσλαβία ή την υπόλοιπη Ευρώπη. Εμφύλιες διαμάχες φούντωσαν στα μετόπισθεν των μεγάλων προελάσεων ή υποχωρήσεων. Οι αρχικά μοναρχικοί παρτιζάνοι της Σλοβενίας ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Τίτο και έως σήμερα τα μνημεία των αντιστασιακών ενεργειών αναγνωρίζονται από τα κόκκινα γράμματα (όταν δεν έχουν ομόχρωμα αστέρια). Μερικές δεκαετίες μετά οι κομουνιστές ξανάγιναν εθνικιστές και ήρθαν αντιμέτωποι στον δεκαήμερο πόλεμο του 1991, με τη Σλοβενία να νικά απρόσμενα όπως ο Δαβίδ τον Γολιάθ και να γίνεται ανεξάρτητο κράτος για πρώτη φορά.
Οι αλλαγές ήταν πολλές, συχνά έντονες, κάποτε βίαιες — όπως παντού, σχεδόν, στον εκτός Ελβετίας πραγματικό κόσμο. Οι Σλοβένοι παράγοντες κάποιες φορές φαίνεται να κάνουν πολλή φασαρία (κυρίως με τους νότιους γείτονές τους) για θέματα που άλλοι έχουν αντιμετωπίσει από παλιότερα, συχνότερα και με μεγαλύτερη ένταση — συνοριακές διευθετήσεις, δίγλωσσες πινακίδες ή ονομασίες προέλευσης όπως για το κρασί τεράν. Ίσως με τον τρόπο αυτό μάς θυμίζουν ότι, σε πείσμα της προϊστορίας των βόρειων «φίλων και συμμάχων», ο λαός τους υπήρξε και (θα) υπάρχει.
Συχνά μάλιστα εκεί που δεν τον περιμένουμε, όπως στο σλοβένικο προάστιο της Τεργέστης με το όνομα Prosek, που έδωσε το όνομά του στο ιταλικό prosecco πολύ πριν χαραχθεί η μεθόριος στη διπλανή πλαγιά.