Πασχαλινές διαδρομές
Η μέρα είναι φωτεινή, ήλιος λαμπερός και γαλανός ουρανός, το κέντρο της πόλης είναι πανέμορφο, οι δρόμοι άνετοι, κόσμος πάει κι έρχεται παντού. Η κίνηση γίνεται δύσκολη μόνο στους δρόμους γύρω από την αγορά. Όλοι είναι φορτωμένοι σακούλες με καλούδια, αρκετοί κουβαλούν αρνιά και κατσίκια στον ώμο, μουσικές, αυτοκίνητα, τουρίστες που φωτογραφίζουν τα πάντα.
Η κλήση είναι από την οδό Αθηνάς. Ο κύριος που με περιμένει έχει σηκώσει τη μισή αγορά: σακούλες, σακουλάκια και 3 «πτώματα» τυλιγμένα σε μπλε πλαστικό. Κατεβαίνω να τον βοηθήσω.
«Πήρα λίγα πραγματάκια παραπάνω λόγω των ημερών, θα έχουμε κόσμο, περιμένω τα παιδιά, τα εγγόνια και λίγους φίλους».
Σκέφτομαι πως δεν πρόκειται απλώς για λίγα πραγματάκια παραπάνω, εδώ μιλάμε για καθαρή γενοκτονία, αλλά το μόνο που λέω στον κύριο είναι ότι ελπίζω να έχει κλείσει καλά τις σακούλες, για να μην είναι μετά το πορτ μπαγκάζ σαν σφαγείο.
Ο επόμενος επιβάτης πηγαίνει για δουλειά.
«Είδες; Δεν δουλεύεις μόνο εσύ σήμερα», σχολιάζει αναστενάζοντας.
«Δεν βαριέστε, για τους ελεύθερους επαγγελματίες δεν υπάρχουν καθημερινές και σκόλες, που έλεγε κι ο ποιητής. Εσείς πού δουλεύετε;»
«Στο αεροδρόμιο. Φορτώνω τις αποσκευές στα αεροσκάφη. Δεν είναι καλοπληρωμένη δουλειά. Λυπάμαι που δεν θα κάνω απόψε Ανάσταση με τις τρεις κόρες μου».
«Τρεις κόρες; Μα εσείς είστε τυχερός! Παίρνετε τόση αγάπη! Δεν πειράζει, άλλη χρονιά. Κι εγώ δεν είμαι κάθε Πάσχα με τον γιο μου, μη στενοχωριέστε. Δεν είναι και τίποτα δα η Ανάσταση, είναι απλώς ένα παραμύθι που επινοήσαμε για να βγάζουμε γλώσσα στον θάνατο, δεν νομίζετε;»
«Μπορεί και να είναι έτσι όπως τα λέτε. Αλλά, έχοντας ζήσει την προσωπική μου Ανάσταση, τη νιώθω αλλιώς. Ήμουν πέντε χρόνια σε κώμα, ξέρετε. Μετά από αυτό, κάθε γιορτινή στιγμή θέλω να την περνώ με αυτούς που αγαπώ. Και, ναι, θα μου λείπουν πολύ απόψε».
Δεν είχα κάτι να πω. Δεν μπορούσα να πω κάτι. Απλώς έμεινα να τον κοιτάζω.
Έβγαλε να με πληρώσει, βουρκωμένος:
«Καλή Ανάσταση να έχεις, να περάσεις καλά».
«Καλή Ανάσταση και σε σας», του είπα.
«Σε όλους μας».