Past is History, Future is a Mystery
Οι διαβουλεύσεις για τη δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διακόπηκαν το πρωί της 20ής Νοεμβρίου 2017 μετά την ξαφνική αποχώρηση των εκπροσώπων του κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP) από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο λόγος που οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη ήταν κατά τη δήλωση των συμμετεχόντων οι ανυπέρβλητες διαφορές στην πολιτική απέναντι στους πολιτικούς προσφυγές, και αυτό παρά τη συναινετική στάση των άλλων κομμάτων — ιδιαίτερα των Πρασίνων. Μερικοί θα πουν ότι η μη επίτευξη συμφωνίας ήταν διαφαινόμενη από την αρχή, ότι ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί ένας κοινός παρονομαστής συνεργασίας ανάμεσα σε τέσσερα κόμματα, τα οποία καλύπτουν σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα του συνταγματικού και φιλοευρωπαϊκού τόξου, με εξαίρεση φυσικά τους Σοσιαλδημοκράτες, που ήδη από τη νύχτα των εκλογών είχαν δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα αναλάβουν τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης – μόνο και μόνο για να μην τον πάρει το αντιευρωπαϊκό, ξενοφοβικό και ακροδεξιό κόμμα της λεγόμενης Εναλλακτικής Οδού για τη Γερμανία (AfD).
Στην πρακτική πολιτική σκηνή ισχύει η αρχή past is history — με άλλα λόγια, οι επί μέρους λόγοι που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα δεν ενδιαφέρουν, σε αντίθεση με τις επιλογές που δημιουργούνται με βάση τη μη επίτευξη συμφωνίας. Η πρώτη είναι η επανάληψη των συνομιλιών μετά από ένα σύντομο διάστημα περισυλλογής και αναστοχασμού. Η δεύτερη είναι η προσπάθεια να πειστούν οι Σοσιαλδημοκράτες να ανανεώσουν την κυβέρνηση συνασπισμού με την Ένωση (έτσι ονομάζεται η κοινή κοινοβουλευτική ομάδα των CDU και CSU), με αντάλλαγμα ίσως μια μεγαλύτερη επιρροή στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής. Η τρίτη είναι η δημιουργία μιας κυβέρνησης μειοψηφίας Ένωσης και Πρασίνων με την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών και εναλλασσόμενες πλειοψηφίες κατά περίσταση. Και η τελευταία είναι η προκήρυξη νέων εκλογών, κάτι όμως που δεν μπορεί να συμβεί αμέσως παρά μόνο μετά την τριπλή αποτυχία εκλογής νέου καγκελάριου από την Ομοσπονδιακή Βουλή ή τη μη αποδοχή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της εκλογής ενός μειοψηφικού καγκελαρίου, δηλαδή με την απλή πλειοψηφία των παρισταμένων. Σε αυτή την περίπτωση οι εκλογές τοποθετούνται περίπου στο Πάσχα του επόμενου έτους.
Μια θεωρητική επιλογή είναι η είσοδος του κόμματος της Αριστεράς στην κυβέρνηση ή η υποστήριξη μιας κυβέρνησης μειοψηφίας από αυτό. Όμως αυτή η επιλογή είναι μάλλον τόσο αδύνατη όσο και η είσοδος στην κυβέρνηση του AfD, και για ιστορικούς-ιδεολογικούς λόγους αλλά και επειδή το κόμμα ης Αριστεράς έχει κάθετα διαφορετικές απόψεις σε πολλούς τομείς —κυρίως της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής— που το καθιστούν μη συμβατό με τη μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική σε αυτά τα πεδία.
Η χειρότερη επιλογή είναι προφανώς η τρίτη, η κυβέρνηση μειοψηφίας, γιατί μια τέτοια κυβέρνηση θα ήταν έρμαιο των συγκυριακών πλειοψηφιών και θα καθιστούσε τόσο το κόμμα της Αριστεράς όσο και το AfD συνδιαμορφωτές της κυβερνητικής πολιτικής. Και ιδιαίτερα το τελευταίο πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο. Η δεύτερη επιλογή μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως λύση ανάγκης και είναι κατά τη γνώμη μου μόνο μικρής διάρκειας, ίσως μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πρώτη επιλογή είναι προφανώς αυτή που αντιστοιχεί με τη λεγόμενη «λαϊκή εντολή», αν και, όπως φαίνεται, και ο γερμανικός λαός είναι περισσότερο σχιζοφρενής παρά σοφός. Γι’ αυτό και είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός με τον παρόντα συνδυασμό των προσώπων που θα συμμετάσχουν σε ένα κυβερνητικό σχήμα. Βασικά ή θα πρέπει η νυν καγκελάριος να παραιτηθεί από την αξίωσή της να ηγηθεί της νέας κυβέρνηση,ς ή να γίνει μια ριζική αλλαγή στην ηγεσία των Φιλελευθέρων.
Η πιο πιθανή λύση λοιπόν είναι κατά τα φαινόμενα η πρωτοφανής για την ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας προκήρυξη νέων εκλογών μετά από αυτή την παράξενη ιεροτελεστία αποτυχημένων εκλογών που θυμίζει λίγο τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις πρώτες δημοσκοπήσεις μια πλειοψηφία των πολιτών εκφράζεται θετικά απέναντί της, όμως οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, πριν την αποτυχία των συνομιλιών έδειχναν ότι οι τα ποσοστά των κομμάτων δεν είχαν αλλάξει πολύ, και ιδιαίτερα δεν είχαν αλλάξει προς τη μεριά της ενίσχυσης των κομμάτων του φιλοευρωπαϊκού και δημοκρατικού τόξου. Όμως ίσως η κίνηση των Φιλελευθέρων, που εκτόνωσε αυτό το «μεξικανικό πατ» ανάμεσα στους τέσσερις άσπονδους εταίρους, τελικά να ανέτρεψε την ισορροπία εις βάρος τους. Ένα μεγάλο μέρος του ποσοστού που επέτυχε το κόμμα αυτό στις τελευταίες εκλογές οφείλεται σε «δανεικές» ψήφους από το ενωτικό στρατόπεδο, ιδιαίτερα από τους Χριστιανοδημοκράτες, που του δόθηκαν με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού χωρίς τους Σοσιαλδημοκράτες και –ει δυνατόν– τους Πράσινους. Η αλαζονεία του προέδρου των Φιλελεύθερων και η σκληρή του στάση απέναντι σε ένα συμβιβασμό που βρισκόταν σε απόσταση πνοής μάλλον θα προτρέψει τους ψηφοφόρους της Ένωσης να αναθεωρήσουν τη στάση τους και να ενισχύσουν το δικό τους κόμμα ώστε να καταστήσουν δυνατή τη δημιουργία ενός συνασπισμού με τους Πράσινους, κάτι που ήδη υφίσταται και λειτουργεί χωρίς μεγάλες τριβές στο επίπεδο των ομόσπονδων κρατών. Μια τέτοια έκβαση των επόμενων εκλογών θα ευνοηθεί από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) έχει τρωθεί περισσότερο από το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών απ’ ό,τι η καγκελάριος, η οποία δεν αμφισβητείται από το κόμμα της. Η θέση του CSU αλλά και του FDP ώς ένα βαθμό επιβαρύνεται και από την ίδρυση του κόμματος των «Μπλε» υπό την ηγεσία τής τέως προέδρου του AfD Frauke Perty, η οποία έχει αποχωρήσει από την κοινοβουλευτική ομάδα του, και το οποίο θα επιδιώξει πρώτον να δεσμεύσει ένα μέρος από τις ψήφους του AfD παρουσιάζοντας μια όχι τόσο ακραία ευρωσκεπτικιστική γραμμή, και δεύτερον να προσεγγίσει οπαδούς του CSU εντός και εκτός Βαυαρίας. Προς το παρόν δεν υπάρχουν δημοσκοπικά ευρήματα για αυτό το κόμμα, οπότε η εκτίμηση της επιρροής του είναι μόνο αντικείμενο εικασιών.
Οι επόμενες ημέρες θα δείξουν αν τελικά σε έξι μήνες η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα έχει την πρώτη της «μαυροπράσινη» κυβέρνηση ή αν τελικά θα εισακουστεί η υπόδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας Frank-Walter Steinmeier, ο οποίος είπε εχθές μεταξύ των άλλων αντιδρώντας στην είδηση της διακοπής των συνομιλιών ότι «τα κόμματα ζήτησαν και έλαβαν την ευθύνη για τη Γερμανία, μια ευθύνη που –και σύμφωνα με το πνεύμα του συντάγματος– δεν μπορεί να επιστραφεί έτσι απλά στους εκλογείς».
Είμαι της γνώμης ότι αυτός που θα κλείσει τα αυτιά του πεισματικά σε αυτήν την υπόδειξη θα είναι ο μεγάλος χαμένος των επόμενων εκλογών.