Το πάθος για τη λεφτεριά

P
Το ελληνάκι

Το πάθος για τη λεφτεριά

Μη νομίζεις ότι δεν έχω περάσει από εκεί. Ότι δεν έχω νιώσει την αδρεναλίνη στο κυνηγητό, τον αποπροσανατολισμό από τα δακρυγόνα, την απελπισία βλέποντας παντού «νοικοκυραίους» και τον θαυμασμό για αυτό που έκανα. Τα ξέρω πώς είναι. Ξέρω πολύ καλά την έκσταση όταν η μολότοφ σκάει, και πόσο αληθινό και ανθρώπινο είναι να μιλάς με πάθος για αυτά που πιστεύεις. Πόσο υποτιμητικό και εξευτελιστικό είναι όταν τρως ξύλο και βρισίδια από Ελληναράδες με εθνόσημο στο μανίκι. Ξέρω πόσο δημιουργικό και ωθητικό είναι να δρας για έναν καλύτερο κόσμο όπως τον έχεις πλάσει μέσα στο δικό σου το κεφάλι, άσχετα από το πόσο σφιχτά σε πνίγει η αδικία. Φωνάζοντας δυνατά, ενωμένοι και πάντα μόνοι.

Η μοναξιά αυτή, παρούσα πάντα από τα πρώτα χρόνια και τις πρώτες πορείες, ήταν πιο πολύ η κινητήρια δύναμη παρά η αποτρεπτική. Ήμασταν μόνοι αλλά ήμασταν και οι μοναδικοί τολμηροί που περνούσαν τα όρια, πλημμυρισμένοι ελευθερία και αγώνα.

Στα δικά μας μυαλά πάντα.

Ήμουν και τον Ιούνιο του 2003 στη Θεσσαλονίκη. Στην ευρωπαϊκή σύνοδο. Ίσως για μοναδική φορά, το μαύρο μπλοκ, γεμάτο ομάδες και συντρόφους από όλη την Ευρώπη, μετρούσαμε τουλάχιστον 5.000 άτομα. Τα συναισθήματα απίστευτα. Όταν βγήκαμε στην Εγνατία, δεν πίστευα το μέγεθος. Όλοι κοιταζόμασταν και γελούσαμε. Εκείνη η μέρα ήταν και η τελευταία της ζωής μου που πίστεψα πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Ήταν αδύνατον να συνεννοηθούμε και να χρησιμοποιήσουμε τη μαζικότητά μας. Ασχολιόμασταν συνέχεια με πιτσιρικάδες που δεν ήθελαν παρά να σπάσουν και να κάψουν. Ένας τα κατάφερε. Έκαψε ένα τυροπιτάδικο, μια τρύπα από την οποία ζούσε ένας παππούς. Την ίδια μέρα σιχάθηκα κι αυτούς και τον εαυτό μου.

Το πάθος για τη λεφτεριά είναι —κυριολεκτικά— δυνατότερο από όλα τα κελιά. Αυτό όμως που δεν μας είπε ποτέ κανείς, και που τελικά έμαθα μόνος μου, ήταν το είδος της λεφτεριάς που ευαγγελιζόμασταν. Διότι, η ελευθερία είναι μία άκρως αόριστη έννοια. Ίσως πιο αόριστη και από την αγάπη ή από την αλληλεγγύη. Και η ελευθερία για την οποία μιλούσαμε, και για την οποία μιλούν πολλοί ακόμα, απαιτεί πολύ περισσότερη σκέψη και προσπάθεια από τα συνθήματα, τα βρισίδια, τις αντικομφορμιστικές ρητορικές και μερικές σπασμένες τράπεζες.

Αυτό που άλλαξε, δεν είναι ούτε η ηλικία, ούτε ένα κάποιου είδους βόλεμα, ούτε η συμβατικότητα. Είναι η περαιτέρω ανάλυση αυτής της ελευθερίας· η εμβάθυνση σε αυτή. Πώς μπορείς να απαιτείς κάτι που δεν γνωρίζεις; πόσο υποκριτικό είναι αυτό, όχι μόνο απέναντι στην κοινωνία αλλά κυρίως απέναντι στη συνείδησή σου;

Η ελευθερία είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο και ομορφότερο από αυτό που θεωρούσα τότε, ακόμα και όταν παραβίαζα τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας, ακόμα και όταν προκαλούσα επίτηδες για να δοκιμάσω τα όρια των «άλλων». Η ελευθερία δεν μπορεί να οριστεί μέσα στο μίζερο τρίγωνο Εξάρχεια-Ομόνοια-Σύνταγμα, ούτε μέσα στα αυτόνομα στέκια. Ο κόσμος είναι πολύ-πολύ μεγαλύτερος από τα φυλακισμένα μυαλά των μικροαστών, αλλά και από τα μυαλά των δήθεν επαναστατών. Και η ελευθερία είναι ανάλογη αυτού του κόσμου. Όσο μίζερη και μικροσκοπική δείχνει η θεώρηση του σύμπαντος και της ζωής από τη θρησκεία σε σχέση με την πραγματικότητα, τόσο μίζερη και μικροσκοπική δείχνει η θεώρηση της ελευθερίας από τους παθιασμένους μαυροφορεμένους πιτσιρικάδες.

Εκεί έγκειται και το πρόβλημα της πάλης για την ελευθερία. Στο γεγονός ότι θεωρείται κάτι τόσο απλό, τόσο ευνόητο και ξεκάθαρο, που οι συγκεκριμένοι πιτσιρικάδες πιστεύουν πως όλοι πρέπει να το αντιλαμβάνονται, ξεκινώντας από τους ίδιους. Και επειδή φυσικά αυτό δεν συμβαίνει, κάπου εκεί χάνεται το παιχνίδι. Κάπου εκεί γίνεται και το εσωτερικό φλερτ με τον φασισμό, που φυσικά και δεν είναι σε θέση να το αντιληφθούν.

Αν λοιπόν με ρωτήσεις αν άξιζε το «αντάρτικο» της πόλης, τα κυνηγητά, οι πέτρες, οι μολότοφ, η αγωνία, οι φωνές, το αίσθημα της αδικίας και όλη αυτή η προσπάθεια που κατέβαλλα πριν είκοσι χρόνια, θα σου απαντήσω ότι για μένα, ως προσωπικός αγώνας, ναι· για τις καθαυτό πράξεις όμως, ως κοινωνικός αγώνας δεν άξιζαν μία. Μάλιστα, όχι μόνο δεν άξιζαν μία, αλλά χρησιμοποιήθηκαν από το «αντίπαλο στρατόπεδο» με πολύ πιο έξυπνο τρόπο από εμάς. Χρησιμοποιήθηκαν και από την ίδια την πραγματικότητα για την ενίσχυση της ευρύτερης φασιστικής νοοτροπίας: το πάθος πάνω από την ψύχραιμη πολιτική σκέψη· το ένστικτο πάνω από τον ορθολογισμό· η επιβολή πάνω από τον αμοιβαίο συμβιβασμό — αυτό δεν είναι φασισμός;

Σε προσωπικό επίπεδο, κάθε νέα εμπειρία, κάθε διεκδίκηση και κάθε αντίσταση στο βόλεμα, τον κομφορμισμό, την αδικία και τη μονοτονία είναι θεμιτά. Είναι αυτά τα στοιχεία που μας εξελίσσουν, που μας κάνουν πιο ώριμους και πιο σοφούς. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι συνεχώς να ωρίμαζαν και να άλλαζαν προς το σοφότερο. Όμως, σε κοινωνικό επίπεδο, η ατομική ελευθερία έχει όρια. Για τον απλό λόγο ότι πρέπει να αφήσεις χώρο και για τις ατομικές ελευθερίες του άλλου. Έτσι αλληλοϋποστηρίζεται μία κοινωνία, και έτσι μόνον λειτουργεί. Όταν, για χάρη της ατομικής σου ελευθερίας, προσπαθείς διά της βίας να σπάσεις κοινωνικές συμβάσεις, τότε με μαθηματική ακρίβεια οδηγείσαι, όχι μόνο στην ήττα, αλλά και στην ήττα των ιδεών που εκπροσωπείς. Πόσο μάλλον όταν η ίδια τακτική έχει αποτύχει ίσα με μερικές χιλιάδες φορές μέχρι σήμερα. Η μοναδική περίπτωση που μπορείς να καταφέρεις κάτι με αυτό τον τρόπο, είναι μόνο όταν αυτά που πρεσβεύεις αντανακλούν και τις ανάγκες της υπόλοιπης κοινωνίας, οπότε σε αυτή την περίπτωση σημαίνει ότι είσαι εναντίον μίας ολιγαρχίας την οποία αργά ή γρήγορα πιθανώς όντως να νικήσεις.

Στην τελική, η επανάληψη αποτυχημένων τακτικών δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω από τη διάχυση περισσότερης ανοησίας στην κοινωνία. Κι αν το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουμε μια πιο ανόητη κοινωνία, τότε καλύτερα να μην είχαμε καμία αίσθηση «ελευθερίας» εξαρχής.