Patricia Highsmith, «Κάρολ»

C
Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης

Patricia Highsmith, «Κάρολ»

1948, Χριστούγεννα. Στο τμήμα παιχνιδιών του Bloomingdale δουλεύει προσωρινά η Πατρίτσια Χάισμιθ. Ανάμεσα στο πλήθος παιδιών και ενηλίκων στους διαδρόμους, παρατηρεί μια γυναίκα. Η άγνωστη πελάτισσα στέκεται μόνη, συλλογισμένη, φορώντας ένα παλτό μινκ. Τα μαλλιά της είναι κατάξανθα: φαίνεται να εκπέμπει γύρω της ένα φως. Πλησίασε τον πάγκο χτυπώντας αφηρημένα ένα ζευγάρι γάντια στο χέρι της και, αφού είδε δυο-τρεις κούκλες, παρήγγειλε μία, έδωσε τη διεύθυνσή της για να της τη στείλουν και έφυγε. Η Χάισμιθ έμεινε αποσβολωμένη, σαν να είχε δει όραμα. Έτσι γεννήθηκε η «Κάρολ», σύμφωνα με τα λεγόμενά της.

Η συγγραφέας γύρισε στο σπίτι της και άρχισε να γράφει. Σε δυο ώρες είχε τελειώσει. Αρχή, μέση και τέλος. Το επόμενο πρωί ξύπνησε με πυρετό, κάποιο από τα παιδιά την είχε κολλήσει ανεμοβλογιά. Ίσως ο πυρετός να διεγείρει τη φαντασία. Άφησε μερικές εβδομάδες να περάσουν ώστε το μυθιστόρημα να κατασταλάξει μέσα της και συνέχισε να το δουλεύει μέχρι το 1951. Το «Κάρολ» αποτελεί εντελώς ξεχωριστό κομμάτι στην εργογραφία της. Η Χάισμιθ δεν ξαναέγραψε ποτέ κάτι παρόμοιο.

Η δεκαεννιάχρονη Τερίζ Μπέλιβετ δουλεύει προσωρινά στο πολυκατάστημα Φράνκεμπεργκ. Νιώθει χαμένη και ανασφαλής. Μοναδική της φιλοδοξία είναι να πετύχει ως σκηνογράφος. Έχει σχέση με τον Ρίτσαρντ, έναν νεαρό ατάλαντο ζωγράφο, που δεν την καλύπτει συναισθηματικά. Τον νοιάζεται, αλλά δεν νιώθει για αυτόν καμιά ερωτική επιθυμία. Μια μέρα θα ξεχωρίσει την Κάρολ ανάμεσα στους πελάτες του καταστήματος, μια κομψή παντρεμένη γυναίκα που έχει έρθει να ψωνίσει ένα δώρο για την κόρη της. Η προσωρινή αυτή επαφή θα είναι για την Τερίζ μια αποκάλυψη. Θα νιώσει πως ό,τι έχει κάνει μέχρι τώρα στη ζωή της την οδηγούσε στο να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα — και θα το επιδιώξει με κάθε τρόπο. Η Κάρολ είναι το ακριβώς αντίθετο από την Τερίζ: μεγαλοαστή, μορφωμένη, κομψή, παντρεμένη —αν και σε διάσταση— με έναν μεγαλοκτηματομεσίτη, τον Χαρτζ Ερντ. Ο Χαρτζ την αγαπά ακόμη, και θα κάνει οτιδήποτε για να την κρατήσει κοντά του.

Η σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες είναι εκρηκτική. Η ερωτική επιθυμία είναι εμφανής από την πρώτη ματιά και οι δυο τους θα παραδοθούν σε αυτήν άνευ όρων. Μαζί θα αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που τους επιβάλλει η κοινωνία αλλά και τις προσωπικές τους κρίσεις, καθώς και τους τσακωμούς που θα έχουν σαν βάση τούς τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες τους. Η Τερίζ, αυτό το ανασφαλές κοριτσάκι που παράτησαν οι γονείς του σε ένα ορφανοτροφείο, θα μεταμορφωθεί μέσα από τη σχέση σε μια ώριμη νεαρή γυναίκα που ξέρει τι θέλει, ενώ η Κάρολ θα πάρει τολμηρές αποφάσεις για τη ζωή της, κόντρα σε κάθε κατεστημένο.

Οι δυο γυναίκες θα κάνουν ένα μακρύ οδικό ταξίδι προς τη Δύση. Η σκηνή που θα κάνουν για πρώτη φορά έρωτα θα είναι μια αποκάλυψη:

Τότε η Κάρολ γλίστρησε απαλά το χέρι της κάτω από το σβέρκο της, και τα κορμιά τους κόλλησαν, από πάνω ώς κάτω, τέλεια, λες και κάτι τα είχε διαμορφώσει από πριν έτσι, για να ταιριάζουν. […] Τα χέρια της αγκάλιαζαν σφιχτά την Κάρολ, και ένιωθε μόνο την Κάρολ και τίποτα άλλο, το χέρι της Κάρολ που γλίστρησε στα πλευρά της, τα μαλλιά της Κάρολ που χάιδευαν τα γυμνά στήθη της, και στη συνέχεια ακόμα και το σώμα της της φάνηκε να χάνεται, να σβήνει σε κύκλους που μεγάλωναν και εκτείνονταν όλο και μακρύτερα, πέρα από κει όπου η σκέψη μπορούσε να ακολουθήσει…

Μια από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές που έχω διαβάσει.

Το ταξίδι θα διακοπεί απότομα: η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Ο Χαρτζ έχει βάλει ντετέκτιβ να τις παρακολουθεί, συγκεντρώνοντας αποδεικτικά στοιχεία για να πάρει την ολοκληρωτική επιμέλεια του παιδιού. Η Κάρολ θα γυρίσει εσπευσμένα στη Νέα Υόρκη, δίνοντας την υπόσχεση στην Τερίζ ότι θα γυρίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μια υπόσχεση που δεν θα μπορέσει να κρατήσει. Το διάστημα που θα μείνει μόνη η Τερίζ θα είναι οδυνηρό και αποκαλυπτικό συγχρόνως:

Στη μέση του τετραγώνου άνοιξε την πόρτα μιας καφετέριας, αλλά ακουγόταν ένα από τα τραγούδια που άκουγε μαζί με την Κάρολ, και έτσι την έκλεισε και προχώρησε. Η μουσική ζούσε, αλλά ο κόσμος είχε πεθάνει. Μια μέρα θα πέθαινε και το τραγούδι, σκέφτηκε, αλλά πώς θα γινόταν να αναστηθεί ο κόσμος; Πώς θα επέστρεφε το νόημά του;

Τις ημέρες της αναμονής, η Τερίζ θα βιώσει ένα σχεδόν μεταφυσικό γεγονός. Θα παρατηρήσει στη Βιβλιοθήκη, το καταφύγιό της, το πορτρέτο μιας κυρίας από την εποχή του μπαρόκ. Ίδιο με αυτό που κρεμόταν σε μια αίθουσα του ορφανοτροφείου όπου μεγάλωσε, μοιάζει εκπληκτικά στην Κάρολ. Η Τερίζ θα καταλάβει τότε ότι έφερνε μέσα της τη μορφή της ερωμένης της όλη της την ζωή.

Το βιβλίο ξεκινά αργά, απαλά, ίσως βαρετά για κάποιους. Πρέπει να προσέξεις την ένταση που υπάρχει πίσω από τις λέξεις. Η επιθυμία της Τερίζ για την Κάρολ φτάνει στα όρια της εμμονής. Μια αίσθηση απειλής σε καταλαμβάνει: η αγωνία για το τι θα συμβεί σε αυτές τις γυναίκες που τόσο έχεις αγαπήσει. Μην ξεχνάμε ότι, αν και είναι μια ιστορία αγάπης, τη γράφει η Χάισμιθ. Η βία δίνει το παρών της υπαινικτικά: ο σουγιάς που κουβαλά επάνω του ο Ρίτσαρντ, το πιστόλι που κρύβει η Κάρολ στη βαλίτσα της, ο ψυχολογικός εκβιασμός του Χαρτζ πριν περάσει στην επίθεση. Όμως η συγγραφέας ξέρει να υποτάσσει το υλικό της, η ιστορία ποτέ δεν θα γίνει άγρια, ποτέ δεν θα περάσει τα όρια που η ίδια έχει ορίσει. Το βιβλίο θα παραμείνει ώς το τέλος μια αξέχαστη ιστορία αγάπης. Το σασπένς θα κορυφωθεί στις τελευταίες είκοσι σελίδες, που θα τις διαβάσεις ασθμαίνοντας μια και θα τρέχεις μαζί με την Τερίζ στους δρόμους του Μανχάταν.

Εκτός από τους δύο κύριους χαρακτήρες, η Χάισμιθ μας προσφέρει μερικά εκπληκτικά πορτρέτα γυναικών. Είναι γνωστό το ταλέντο της στο χτίσιμο των χαρακτήρων, η διεισδυτική ματιά της στην ψυχή του ανθρώπου. Από την Άμπι μέχρι την κυρία Ρόμπιτσεκ και από την κυρία Σέμτκο μέχρι την Τζένεβιβ Κράνελ, της αρκούν τρεις αράδες για τους δώσει υπόσταση και βάθος. Οι αντρικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται ατελείς: από τον ανώριμο Ρίτσαρντ που καταπιέζει την Τερίζ μέχρι τον εκδικητικό Χαρτζ, μας γεννούν αισθήματα αντιπάθειας. Ο μόνος που διασώζεται είναι ο Ντάνι, μια φωτεινή εξαίρεση στον σκληρό τους κόσμο. Από τα μεγαλοαστικά νοικοκυριά του Upper West Side και των προαστίων μέχρι το Village και το off off Brodway, με την ανήσυχη νεολαία επίδοξων καλλιτεχνών που διαβάζουν Τζόις και Γερτρούδη Στάιν, η Χάισμιθ καταγράφει μια ολόκληρη εποχή. Οι εικόνες της ζωντανεύουν μια υπέροχη Νέα Υόρκη που δεν υπάρχει πια.

Η συγγραφέας ασχολήθηκε με ένα θέμα τολμηρό, σπάζοντας όλα τα ταμπού, παρουσιάζοντας τους ομοφυλόφιλους όπως πραγματικά είναι: άνθρωποι κανονικοί, με επιθυμίες και φόβους. Τόλμησε να πάρει την Αμερικανίδα νοικοκυρά και να την κατεβάσει από το βάθρο της, δίνοντάς της ζωή και ερωτική επιθυμία. Η Κάρολ, μπροστά στο δίλλημα του να είναι ο εαυτός της ή να μείνει κοντά στο παιδί της, παίρνει τη γενναία απόφαση και φεύγει. Ξέρει ότι, αν παραμείνει, θα είναι ένας ατελής άνθρωπος που μόνο δυστυχία θα μπορέσει να προσφέρει. Η πεζογραφία μέχρι τότε συνήθως επιφύλασσε στους ομοφυλόφιλους ένα ζοφερό τέλος: ή θα αυτοκτονούσαν, ή θα επέστρεφαν στη «νορμάλ» σεξουαλικότητά τους, ή θα κατέληγαν παρίες απομονωμένοι από όλους. Οι ηρωίδες του βιβλίου θα μείνουν μαζί για να χτίσουν τη νέα τους ζωή. Για πόσο; Δεν ξέρουμε· αλλά υπάρχει πάντα η αγάπη και η ελπίδα. Η Χάισμιθ μέχρι το τέλος της ζωής της έπαιρνε γράμματα από αναγνώστες που της έλεγαν πόσο κουράγιο τούς έδινε αυτό το βιβλίο.

Το 1952, μετά την επιτυχία του «Strangers on a Train», ο εκδοτικός της οίκος, Harper & Bros, την πίεζε για το επόμενο βιβλίο της. Φαντάζομαι την έκπληξή τους όταν θα τους πήγε αυτό το βιβλίο. Το απέρριψαν ασυζητητί, και τελικά εκδόθηκε από τον οίκο Coward-McCann με τον τίτλο «The price of salt». Η Χάισμιθ, αυστηρή πάντα στην περιχάραξη της ιδιωτικής της ζωής, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Claire Morgan. Το 1953 επανεκδόθηκε από τον οίκο Bantam Books. Έπρεπε να φτάσει το 1990 για να εκδοθεί από τον οίκο Bloomsbury με τον κανονικό του τίτλο, το πραγματικό όνομα της συγγραφέως στο εξώφυλλο και έναν επίλογο γραμμένο από την ίδια.

Είμαι κατά των κατηγοριοποιήσεων γενικώς . Ακούω συχνά, «Αυτό είναι καλό για αστυνομικό», ή «Για fantasy», ή δεν ξέρω για τι άλλο. Η λογοτεχνία για μένα είναι μία και αδιαίρετη. Ο μοναδικός διαχωρισμός που αναγνωρίζω είναι αυτός ανάμεσα σε καλή και κακή.

Το «Κάρολ» είναι πολύ καλή λογοτεχνία.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.